Στην εποχή του κατακερματισμού, το μόνο γνώρισμα που διαπερνά τις διαχωριστικές γραμμές είναι η σύγχυση, αν και στη Δεξιά αυτό φαίνεται να διαρκεί λιγότερο. Σε γενικές γραμμές, οι συντηρητικοί διαχειρίζονται καλύτερα την αβεβαιότητα και δεν έχουν ιδιαίτερες φιλοδοξίες να διαμορφώσουν μια θεωρία για την κοινωνία όσο τα πράγματα λειτουργούν. Η Αριστερά υποφέρει περισσότερο από την έλλειψη καθαρότητας και καθυστερεί πολύ να καταλάβει γιατί οι εργάτες ψηφίζουν άκρα Δεξιά.
Εξ ου και η διαρκής συζήτηση για το τι πρέπει να κάνει η Αριστερά (οι φιλελεύθεροι, οι δημοκράτες, οι σοσιαλιστές ή οι προοδευτικοί) για να ανακτήσει κάποιες στρατηγικές ικανότητες εν μέσω μιας κατάστασης την οποία δεν κατανοεί και, φυσικά, δεν ελέγχει. Σε κάθε περίπτωση, ίσως η διαφορά ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά να είναι λιγότερο σημαντική από τη διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που έχουν καταλάβει τι συμβαίνει (τον Τραμπ και τον Σάντερς) κι εκείνους που δεν έχουν καταλάβει τίποτα (τους κλασικούς Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς).
Πώς εξηγείται αυτή η σύγχυση; Κατά την άποψή μου, το αίτιο είναι ο κατακερματισμός των κοινωνιών μας. Ζούμε σε κοινότητες με πολλαπλά ρήγματα: στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, τα ρήγματα αυτά είναι ανάμεσα στις πόλεις των ακτών και στις πόλεις του εσωτερικού, ανάμεσα στους λευκούς και τις μειονότητες, ανάμεσα στην προτεσταντική ηθική της εργασίας και μια κουλτούρα της αφθονίας και της ψυχαγωγίας. Την ίδια στιγμή, τα μέσα ενημέρωσης, τόσο τα παραδοσιακά όσο και τα κοινωνικά δίκτυα, έχουν επιταχύνει αυτόν τον κατακερματισμό των πολιτισμικών και κοινωνικών ταυτοτήτων.
Μια από τις συνέπειες αυτών των ρηγμάτων είναι η αδυναμία να κατανοήσει ο ένας τον άλλο, από την άποψη όχι μόνο των κοινών στόχων, αλλά και των πραγματικών καθημερινών προβλημάτων. Παραμένοντας πάντα στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχουμε από τη μια πλευρά τους λευκούς Αμερικανούς μεγάλης ηλικίας που προέρχονται από τις ανώτερες μεσαίες τάξεις και θέλουν να εκδικηθούν την Αμερική των μειονοτήτων που ενσάρκωνε ο Ομπάμα, κι από την άλλη μια πολιτισμένη μειοψηφία που παίρνει τις αποστάσεις της από τον λαϊκισμό όχι τόσο επειδή έχει μια ανώτερη ιδέα για τη δημοκρατία, αλλά επειδή δεν έχει πληγεί τόσο πολύ από την κρίση και δεν καταλαβαίνει τους φόβους των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Οι ελίτ δεν κατανοούν αυτά που συμβαίνουν στις κοινωνίες μας επειδή ζουν σε μια γυάλινη σφαίρα που τους εμποδίζει να διακρίνουν άλλες καταστάσεις. Δεν υπάρχουν κοινές εμπειρίες ούτε κοινό όραμα: από τη μια είναι οι ιδιωτικές περιουσίες κι από την άλλη ο αόρατος πόνος.
Όσοι έχουν βρεθεί σε θέσεις εξουσίας δεν κατανοούν πόσο διαβρώνει μια δημοκρατία η διαιώνιση των ανισοτήτων και των διαφορών στις ευκαιρίες. Οι διαρκείς σπασμοί της αμερικανικής κοινωνίας (και των ισοδυνάμων της σε άλλες περιοχές του κόσμου), από το Tea Party μέχρι τον Τραμπ ή, στο άλλο άκρο, τα κινήματα Occupy Wall Street και την απροσδόκητη επιτυχία του Μπέρνι Σάντερς, αποτελούν συμπτώματα της δυσαρέσκειας των Αμερικανών για τον υποχρεωτικό εκσυγχρονισμό, ενώ η ελίτ και ο προπαγανδιστικός της μηχανισμός δεν σταματούν να διακηρύσσουν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.
Οι ελίτ υποστηρίζουν ότι ορισμένες αντιδράσεις δεν είναι φρόνιμες ούτε προσφέρουν λύση, και είναι αλήθεια, αλλά αυτό δεν τις απαλλάσσει από την ευθύνη να αναζητήσουν τα αίτια αυτής της δυσαρέσκειας και να κάνουν την αυτοκριτική τους. Το να επιμένεις ότι η πολιτική είναι αντιπροσωπευτική, ότι η παγκοσμιοποίηση προσφέρει πολλές ευκαιρίες και ότι ο ρατσισμός είναι κάτι κακό, μπορεί να είναι βολικό, δεν σε βοηθά όμως να καταλάβεις γιατί ο πολιτικός ελιτισμός είναι τόσο δυσάρεστος, ποιες διαστάσεις της παγκοσμιοποίησης συνιστούν πραγματική απειλή για πολύ κόσμο και ποιες πλευρές της πολυπολιτισμικής συγκρούσεις πρέπει να αντιμετωπιστούν με κάτι περισσότερο από αγνές προθέσεις.
Το πρόβλημα είναι ότι ο κόσμος δεν είναι κατ’ ανάγκη σοφότερος από τους εκπροσώπους τους, και για τον λόγο αυτό ο αντεστραμμένος ελιτισμός που λέγεται λαϊκισμός δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Το θεμελιώδες ζήτημα είναι η έλλειψη κοινών εμπειριών. Οι λύσεις θα αρχίσουν να φαίνονται μόνο μέσα από το μοίρασμα εμπειριών, δηλαδή συναισθημάτων και επιχειρημάτων. Αντί τα επιχειρήματα των «επάνω» να συγκρούονται με τα συναισθήματα των «κάτω», οι πρώτοι θα πρέπει να προσπαθήσουν να καταλάβουν τους δεύτερους. Μόνο έτσι θα ανακτήσουν την εμπιστοσύνη τους.
* Tου Daniel Innerarity
(*) Ο Ντανιέλ Ινεραρίτι είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Χώρας των Βάσκων και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τζόρτζταουν.
(Πηγή: El Pais)