Ως σύνθημα ακούγεται βεβαίως ωραίο, μια και στην κατηγορία αυτή ανήκει σχεδόν το 90% των ελληνικών επιχειρήσεων (για την ακρίβεια οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις, βάσει των διεθνών στάνταρντς, δεν ανήκουν καν στην κατηγορία των μικρομεσαίων αλλά μάλλον των μικρών και πολύ μικρών, μια και ως μικρομεσαία στην Ευρώπη θεωρείται μια επιχείρηση που απασχολεί περί τους 250 εργαζόμενους).
Η ελληνική επιχειρηματικότητα χαρακτηρίζεται από μια πληθώρα μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, που αφορούν κατά κύριο λόγο στην εσωτερική αγορά και στους λεγόμενους «μη διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους». Χαρακτηριστικά της είναι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, η οικογενειακή δομή - που συχνά στηρίζεται σε άτυπες ή/και εξόχως ελαστικές σχέσεις εργασίας - ο προσανατολισμός στον τελικό καταναλωτή κι όχι σε άλλες επιχειρήσεις, η (αναγκαστική πλέον, για λόγους επιβίωσης) μικροφοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, η έντονη εξάρτηση από την εσωτερική κατανάλωση, η αδυναμία δανεισμού με ανταγωνιστικούς όρους, η χαμηλή ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και η συχνή απουσία τμημάτων έρευνας και ανάπτυξης (R&D). Με την κατάσταση της εσωτερικής αγοράς να βαίνει συνεχώς επί τα χείρω, το Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση των εισαγωγών και τον διεθνή ανταγωνισμό να εντείνεται, είναι ξεκάθαρο πως η ελληνική επιχειρηματικότητα – και ιδιαίτερα η μικρή και πολύ μικρή – θα χρειαστεί να κάνει σοβαρές οικονομίες κλίμακας ή να στραφεί σε εξαγωγικούς κλάδους, για να μπορέσει να επιβιώσει. Το μικρό μέγεθος ωστόσο, αποτελεί συχνά ανυπέρβλητο εμπόδιο γι’ αυτή τη μετάβαση.
Ωστόσο, για κάποιο λόγο, η ελληνική κοινωνία επιδεικνύει διαχρονικά μια καχυποψία προς τις μεγάλες, ελληνικές ή ξένες, επιχειρήσεις, με το σύνολο του οικονομικού μας θεσμικού πλαισίου να ευνοεί (η να κάνει τα στραβά μάτια) στη μικρή επιχειρηματικότητα. Μπορεί αυτός ο προσανατολισμός να φέρνει περισσότερες ψήφους, οικονομικά όμως δεν φέρνει τα βέλτιστα αποτελέσματα. Σε αντίθεση με τις μικρές, οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι σε θέση να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας, έχουν ευκολότερη πρόσβαση και καλύτερους όρους δανεισμού, μεγαλύτερη δυνατότητα ενσωμάτωσης τεχνολογίας και καινοτομιών που μειώνουν το κόστος, μπορούν να απασχολούν πιο εξειδικευμένο προσωπικό (η Ελλάδα, εκτός από μικροεπιχειρηματικότητα, χαρακτηρίζεται κι από τα υψηλότερα ποσοστά μεταπτυχιακών και διδακτορικών επιστημόνων – ανθρώπων δηλαδή που θα μπορούσαν να αναπτύξουν πλήρως τις δυνατότητές τους μόνο μέσα σε επιχειρήσεις με βαθιές ιεραρχίες), έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν και να υποστηρίξουν τμήματα έρευνας και ανάπτυξης και έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες προβολής (π.χ. συμμετοχή σε διεθνείς εκθέσεις). Εκτός της υψηλότερης ανταγωνιστικότητας, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται διεθνώς κι από μεγαλύτερη συμμόρφωση με τη φορολογική και ασφαλιστική νομοθεσία καθώς κι από πιστότερη τήρηση της εργατικής νομοθεσίας. Κι αυτό εξαιτίας, τόσο του πλήθους των εργαζομένων τους όσο και του γεγονότος ότι πελάτες τους είναι συχνά άλλες μικρότερες επιχειρήσεις, που αναγκαστικά λειτουργούν με επίσημα παραστατικά. Τέλος, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις παράγουν συνήθως προϊόντα με καλύτερη σχέση ποιότητας/τιμής, με τελικό ωφελημένο τον καταναλωτή. Έτσι, η δημιουργία μεγαλύτερων επιχειρήσεων συνεπάγεται τριπλό όφελος για τη χώρα: καλύτερα προϊόντα σε χαμηλότερες τιμές, μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα και εξωστρέφεια της οικονομίας, πιστότερη τήρηση της φορολογικής, ασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας.
Τι πρέπει όμως να γίνει με τις αμέτρητες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που υπάρχουν σήμερα κι εμπερικλείουν τις αγωνίες, τον κόπο, τα όνειρα, το μεράκι αλλά και την τεχνογνωσία πολλών γενεών του παρελθόντος; Γνώμη μου είναι ότι, εφόσον είναι προφανή τα πλεονεκτήματα των μεγάλων εταιριών1, είναι απαραίτητη από την επόμενη κυβέρνηση η υιοθέτηση μιας σειράς κινήτρων, υπέρ των επιχειρήσεων ή των ατόμων (π.χ. ελεύθερων επαγγελματιών), που θα αποφασίσουν να συμπράξουν, να συγχωνευθούν με άλλους ή να επενδύσουν με στόχο να μεγαλώσουν. Οι συγχωνεύσεις πολλών μικρών επιχειρήσεων σε λιγότερες και μεγαλύτερες, εκτός από τη δική τους κερδοφορία, θα αυξήσει και τα φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα του κράτους, βάζοντας την οικονομία σε έναν ενάρετο κύκλο. Όσο θα μειώνεται ο αριθμός των αναγκαίων ελέγχων, τόσο και θα αυξάνει ο αριθμός αυτών που συμμορφώνονται και τόσο θα αυξάνουν τα κρατικά έσοδα. Αυτό με τη σειρά του θα επιτρέπει τη θέσπιση όλο και χαμηλότερων φορολογικών συντελεστών, με αποτέλεσμα τη συμμόρφωση ακόμα περισσότερων και τον ακόμα ευκολότερο εντοπισμό των λίγων, που θα επιμένουν να φοροδιαφεύγουν.
Τα κίνητρα για τη σύσταση ανώνυμων εταιριών από ελευθεροεπαγγελματίες (π.χ. σύσταση ιατρικών εταιριών, δικηγορικών εταιριών, αλυσίδων καταστημάτων, τεχνικών εταιριών κλπ), τη συγχώνευση μικρών επιχειρήσεων σε μεγαλύτερες ή των νέων επενδύσεων με στόχο τη μεγέθυνση, θα πρέπει να είναι αρκούντως γενναιόδωρα, ώστε να υπερκαλύπτουν τα σημερινά βραχυπρόθεσμα οφέλη της μικροφοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής. Με άλλα λόγια, είναι απαραίτητο το κράτος να δώσει κίνητρα αρκούντως τολμηρά (επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές, δραματική μείωση ή και διαγραφή προστίμων) ικανών να αλλάξουν τη σημερινή διάρθρωση της οικονομίας, βγάζοντάς τους μικρούς επιχειρηματίες από τον φαύλο κύκλο στον οποίο έχουν περιέλθει.
Πιο συγκεκριμένα, μπορούν να δημιουργηθούν κατηγορίες με ειδικά κριτήρια ανά κλάδο για κατανομή κονδυλίων του ΕΣΠΑ, να χορηγηθεί ειδικό φορολογικό καθεστώς για συμπράξεις που θα επιτυγχάνουν συγκεκριμένους στόχους, και να μειωθούν ή να διαγραφούν πρόστιμα λόγω καθυστερημένης καταβολής οφειλών, δίνοντας διέξοδο σε χιλιάδες επιχειρήσεις που λειτουργούν για καιρό με ζημιά κι έχουν συσσωρευμένες υποχρεώσεις, παγιδευμένες ανάμεσα στις αδυναμίες του μικρού τους μεγέθους, την πτώση της εσωτερικής κατανάλωσης και τις αυξανόμενες και τοκιζόμενες υποχρεώσεις τους προς το δημόσιο.
*Του Γ.Καραβάνα (karavanas1@yahoo.gr)
Ο Γιώργος Καραβάνας είναι επιχειρηματίας στο χώρο των βιοϊατρικών επιστημών