Ήταν η εποχή, που η ελληνική κοινωνία πλήρωνε τιε συνέπειες του πολέμου του ’40, της φασιστικής κατοχής και του αιματηρού εμφυλίου, που ακολούθησε, οπότε τα νοικοκυριά, τα περισσότερα εκ των οποίων βρίσκονταν ακόμα στην επαρχία, αδυνατούσαν, εν πολλοίς, να αντιμετωπίσουν τις ανελαστικές τους δαπάνες, μια που στην αγορά κυκλοφορούσε ελάχιστο χρήμα και βασική φροντίδα των ανθρώπων ήταν να εξασφαλίσουν το ψωμί της χρονιάς, είτε καλαμποκίσιο, είτε ως επί τι πλείστον καθάριο(σταρένιο).
Για να βελτιωθούν, όμως, οι συνθήκες ζωής και της καθημερινότητας, έπρεπε παράλληλα με τον αγώνα κάθε νοικοκυραίου για τον επιούσιο να γίνουν εκ μέρους της τοπικής αυτοδιοίκησης έργα κοινής ωφέλειας, που είχαν να κάνουν, εκτός των άλλων, με αποκατάσταση ζημιών, διάνοιξη οδών, ύδρευση και άρδευση∙ χρήματα, όμως, γι’ αυτό το σκοπό η Πολιτεία δεν μπορούσε ακόμα να ξοδέψει παρά ελάχιστα, ενώ τα τεχνικά μέσα, που διέθεταν τότε οι δήμοι και οι κοινότητες, ήταν πενιχρά έως ανύπαρκτα. Έπρεπε, γι’ αυτό, να κάνουν το νόμο τρόπο και να βρουν χρήματα και επειδή συνήθως, δεν τα έβρισκαν, άρχισαν να απευθύνονται στους πολίτες με τη μέθοδο των ανταποδοτικών τελών.
Έλα, όμως, που πολλά νοικοκυριά δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν οικονομικά στις υποχρεώσεις τους; Γι’ αυτό και η πολιτεία και μαζί της η τοπική αυτοδιοίκηση καθιέρωσαν το θεσμό της προσωπικής εργασίας. Σύμφωνα με αυτόν, όποια οικογένεια δεν είχε τη δυνατότητα να συμβάλλει με τον οβολό της στην κατασκευή ενός έργου, ένα από τα μέλη της εργαζόταν δωρεάν τόσα μεροκάματα, όσα αναλογούσαν στο ποσό, που έπρεπε η οικογένεια να πληρώσει. Έτσι, είτε πληρώνοντας το αναλογούν ποσόν, όσοι είχαν, είτε με τον κασμά, την τσάπα, το φτυάρι, το σφυρί ή το μυστρί στο χέρι οι υπόλοιποι συνέβαλαν όλοι τους στη βελτίωση της καθημερινότητάς τους.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά, γιατί και στις μέρες μας, μετά την αιφνιδιαστική και βάρβαρη είσοδο στη ζωή μας των μνημονίων, τη μείωση μισθών, μεροκάματου και συντάξεων καθώς και των πρόσθετων υποχρεώσεων, που δημιουργήθηκαν στα ελληνικά νοικοκυριά, πολλά από αυτά, παρότι θέλουν, αδυνατούν ή δυσκολεύονται να σηκώσουν το βάρος των ανταποδοτικών τελών ή να πληρώσουν τους λογαριασμούς του νερού και να συμμετάσχουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στη γενική προσπάθεια για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.
Απευθύνομαι, γι’ αυτό, προς τη Δημοτική Αρχή του Δήμου Λαρισαίων και σε όποια άλλη φθάνει η φωνή μου μέσω των στηλών της «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ» , για να τους πω ∙ μήπως πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες, προκειμένου να αναβιώσει και πάλι ο θεσμός της προσωπικής εργασίας και όσοι δημότες δεν έχουν να πληρώσουν, να τους δίνεται η δυνατότητα να προσφέρουν εθελοντικά προσωπική εργασία είτε στο πράσινο, είτε στην καθαριότητα, είτε στη ΔΕΥΑΛ, είτε όπου αλλού υπάρχουν ανάγκες, ισοφαρίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα χρέη τους προς τους Δήμους;