Είναι πραγματικά ασύλληπτο και δεν μάθαμε απολύτως τίποτε από την εμπειρία που, αποκτήσαμε στο χειρισμό του «Κυπριακού». Η παροιμία «Κάθε πέρυσι και καλύτερα» βρίσκει εδώ την απόλυτη εφαρμογή της». Θα προσπαθήσω επιγραμματικά και συνοπτικά να σας δώσω μια σύντομη ανασκόπηση, επισημαίνοντας ορισμένες από τις πλέον χαρακτηριστικές στιγμές της μακροχρόνιας διαδρομής του Εθνικού μας αυτού προβλήματος που, ακούει ακόμα στο όνομα «Κυπριακό» και οι οποίες, δεν είναι και τόσο πολύ γνωστές στο αναγνωστικό κοινό.
Στις 16 Οκτωβρίου 1915 κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ο τότε Βρετανός Υπουργός των Εξωτερικών Έντουρντ Κρέϊ, με τηλεγράφημά του, προς τον τότε Πρωθυπουργό της Ελλάδος Ζαΐμη και τον Κυβερνήτη της Κύπρου Τζων Κλάϋσον, τους ενημέρωνε ότι, η Μεγάλη Βρετανία είναι έτοιμη να παραχωρήσει την Κύπρο, στη Χώρα μας, με ην προϋπόθεση όμως, η Πατρίδα μας να εγκαταλείψει την ουδετερότητα και να συνταχθεί με τους Συμμάχους (ΑΝΤΑΝΤ). Η Ελληνική Κυβέρνηση απέρριψε τότε την πρόταση αυτή γιατί, ο Γερμανόφιλος Βασιλιάς Κωνσταντίνος, δεν ήθελε να πολεμήσει ενάντια στους Γερμανούς (διχασμός)
Στις 22 Δεκεμβρίου 1953 ο τότε Πρωθυπουργός της χώρας Αλέξανδρος Παπάγου, συναντάται με τον Υπουργό των Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Άντονι Ήντεν, στην Αθήνα για το «Κυπριακό». Υπάρχει πλήρη διάσταση απόψεων, ενώ αίσθηση προκαλεί η δήλωση του Ήντεν ότι, για την Βρετανία, δεν υφίσταται «Κυπριακό» ζήτημα ούτε εις το παρόν ούτε στο μέλλον».
Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή, προσφυγή της Ελλάδας τον Σεπτέμβριο του 1954 στον ΟΗΕ και έναρξη, του ένοπλου αγώνα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) την 1η Απριλίου του 1955, κατά τη διάρκεια του οποίου (1955 - 1959) απορρίψαμε, με μια σειρά από προτάσεις οι οποίες δεν μας ικανοποιούσαν απολύτως, αλλά ήσαν πολύ κοντά στον επιδιωκόμενο σκοπό της Ένωσης. Ίσως η μεγαλύτερη ευκαιρία μετά το 1915 να χάθηκε τον Ιανουάριο του 1956 όταν, ύστερα από έντονες διπλωματικές ενέργειες διαμορφώθηκε το «Σχέδιο Χαρντινγκ» το οποίον ήταν, κοντά στον επιδιωκόμενο από τη Χώρα μας Σκοπό. Προέβλεπε δηλαδή σταδιακή αυτοδιάθεση μέσα σε 15 χρόνια. Τουτέστιν το 1971. Δυστυχώς και αυτό το καθ’ όλο αποδεκτό Σχέδιο λύσης του «Κυπριακού» απορρίφθηκε από την Κυπριακή ηγεσία.
Δεν λάβαμε καθόλου υπόψη μας τότε, την ύπαρξη μιας σημαντικής μειονότητας Τουρκοκυπρίων της τάξης του 18%, με συνέπεια όμως αργότερα η Μεγάλη Βρετανία, θέτοντας σε ενέργεια αυτό που, πολύ καλά ξέρει να κάνει το «Διαίρει και Βασίλευε» να βάλει για τα καλά και για πάντα την Τουρκία, από την πίσω πόρτα, στο παιχνίδι της μοιρασιάς.
Έτσι φθάσαμε στο 1959 οπότε με το αγγλικό περίστροφο στον κρόταφο και με τον εκβιασμό της διχοτόμησης, οδηγηθήκαμε με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου να επιβάλλεται στην Κύπρο το δοτό Συνταγματικό καθεστώς, από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις (Βρετανία - Ελλάδα - Τουρκία) με τις γνωστές αδυναμίες και αγκυλώσεις, με Ελληνοκύπριο Πρόεδρο και Τουρκοκύπριο Αντιπρόεδρο με βέτο, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και Άμυνας. Καλές ή κακές αυτές οι συμφωνίες ήταν πάντως μια λύση την οποία στη συνέχεια και οι δύο πλευρές τορπίλισαν. Υποβολή 13 σημείων από τον Μακάριο για αναθεώρηση του δοτού Συντάγματος. Απόρριψη από τους Τουρκοκυπρίους ταραχές τα Χριστούγεννα του 1963 και επιβολή της πράσινης γραμμής, στη Λευκωσία η οποία παραμένει έκτοτε διχοτομημένη και διαιρημένη στα δύο.
Το σχέδιο λύσης που, συζητείτε τώρα, από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αναστασιάδη και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ακιντζί είναι, χειρότερο του αντίστοιχου Ανάν. Η Τουρκία επιστρέφει στους Ελληνοκυπρίους μόνο την Αμμόχωστου και όχι την Μόρφου, η οποία με το σχέδιο Ανάν εδίδετο στους Ελληνοκυπρίους. Με το σχέδιο Ανάν επέστρεφαν στις εστίες του, πάνω από 100.000 Ελληνοκύπριοι. Σήμερα η Τουρκία δέχεται την επιστροφή μόνο 55.000.
Τελικά οδηγούμεθα την 11η Ιανουαρίου 2017 σε πενταμερή διάσκεψη στη Γενεύη όπου, προβλέπεται ότι, οι δύο πλευρές πρέπει να παρουσιάσουν χάρτες επί του εδαφικού χωρίς αυτοί να είναι δεσμευτικοί όπως, είχε συμφωνηθεί και ο Ακιντζί στη συνέχεια υπαναχώρησε από τις αρχικές του θέσεις.
Ας μην έχουμε αυταπάτες, το συζητούμενο σήμερα σχέδιο επίλυσης του «Κυπριακούς» είναι πέρα για πέρα καθαρά καμουφλαρισμένο διχοτομικό και πρακτικά ανεφάρμοστο. Αφού στο παρελθόν και προ του 1974 έχουν απορριφθεί όλες οι λύσεις που, οδηγούσαν και οδηγούν μόνο θεωρητικά στην επανένωση της Μεγαλονήσου ενώ, στην ουσία νομιμοποιούσαν και νομιμοποιούν τα τετελεσμένα γεγονότα της Άγκυρας. Τι νόημα συνεπώς υπάρχει, να συνεχίζεται να αναζητείται φόρμουλα, προς την κατεύθυνση αυτήν, όταν μαθηματικά και νομοτελειακά μας οδηγεί στην παγίωση της υφιστάμενης διχοτόμησης; Πέρασαν 42 χρόνια από την εισβολή και τίποτα δεν έχει αλλάξει, ενώ μέσα στη γνωστή εθνικιστική έξαψη που, επικρατεί την περίοδο αυτή στην Τουρκία, επανέρχονται οι απειλές για προσάρτηση των κατεχόμενων. Μήπως λοιπόν αντί, να φθάσουμε εκεί αιφνιδίως, (προσάρτηση) είναι καλύτερα και εφ’ όσον βεβαιωθούμε ότι, τελικά δεν υπάρχει σοβαρή και χειροπιαστή ένδειξη για οριστική επανένωση της Μεγαλονήσου, να προχωρήσουμε σε μια διαπραγμάτευση με στόχο ενός βελούδινου Διαζυγίου, όπως έγινε στην Τσεχοσλοβακία, έναντι εννοείται ουσιαστικών εδαφικών ανταλλαγμάτων;
Πρέπει ως Λαός να συνειδητοποιήσουμε ότι, για να ξεράσει η Τουρκία αυτό το Ελληνικότατο από άκρον εις άκρον κομμάτι της μαρτυρικής Μεγαλονήσου που, από το 1974 με τόση βουλιμία κατασπάραξε, ένας και μοναδικός τρόπος υπάρχει και αυτός είναι ο πόλεμος. Διαφορετικά δεν μας μένει τίποτε άλλο, παρά ένας, έντιμος αν όχι επώδυνος συμβιβασμός, με την άλλη πλευρά, δηλαδή τον επιτήδειο ουδέτερο Τουρκία «Μακάριοι λοιπόν οι κατέχοντες».
Παρακολουθώ το «Κυπριακό» από το 1954 όπου μαθητής της 8ης τάξης τότε του Γυμνασίου Αμαλιάδας συμμετείχα σε πολλές διαδηλώσεις, υπέρ της Ένωσης της Μεγαλονήσου μετά της μητρός Ελλάδος. Έχω ζήσει από κοντά όλα τα γεγονότα και τη διετία 1964 - 66 υπηρέτησα, στην Ελληνική Μεραρχία της Κύπρου στο ραντάρ του Κορμακίτη και Διοικητής Αεροδρομίου Τύμβου σημερινού Αερολιμένος στα κατεχόμενα. Έχω γράψει περισσότερα από δέκα άρθρα για το «Κυπριακό» στην «Ε» και μελετώντας βήμα - βήμα την πορεία του, μένω με την πεποίθηση ότι για τη σημερινή του κατάσταση την κυρίαν ευθύνη φέρει το Εθνικό κέντρον του Ελληνισμού, δηλαδή η Ελλάδα η οποία από την αρχή το αντιμετώπισε επιπόλαια και ερασιτεχνικά, με αποκορύφωμα το εγκληματικό εκείνο πραξικόπημα ανατροπής του Μακαρίου την 15η Ιουλίου 1974 από τη Χούντα του Ιωαννίδη.
Συνεπώς και δυστυχώς δεν έχουμε άλλα περιθώρια. Ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας. Ας επιλέξουμε τι επιτέλους θέλουμε, να επιτύχουμε με το θέμα αυτό και να τελειώνουμε με το «Κυπριακό» που μας ταλαιπωρεί και μας βασανίζει (Ελλάδα - Κύπρος) για εξήντα και πλέον χρόνια. Η Τουρκία είναι αυτή που, είναι. Εμείς όμως τι κάνουμε; Η καραμέλα ότι η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται είναι καιρός να σταματήσει και η Χώρα μας να αναλάβει επιτέλους τις ευθύνες που, τις ανήκουν ως «Εθνικό κέντρο» του Ελληνισμού που, είναι.
Ο Βοναπάρτης έλεγε «στην πολιτική όπως και στο πόλεμο η χαμένη ευκαιρία δεν ξανάρχεται».
Σημείωση: Σήμερα στην Κύπρο ο πληθυσμός των Ελληνοκυπρίων είναι 700.000 και των Τουρκοκυπρίων στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι έποικοι περίπου 250.000 - 300.000 έναντι 90.000 που, ήσαν πριν την εισβολή. ΟΙ Τουρκοκύπριοι κατείχαν πριν την εισβολή το 12% του Κυπριακού εδάφους και όχι το 37% που, κατέχουν σήμερα τα τουρκικά στρατεύματα. Το 3% το κατέχουν οι Αγγλικές βάσεις. Ένα άλλο 3% είναι η αποστρατικοποιημένη Ζώνη και το 57% το κατέχει σήμερα η Ελληνοκυπριακή πλευρά.
* Από τον Μιχαήλ Γκρίλλα σμήναρχο ε.α.