Ο ναρκισσισμός, όχι με την κλινική του έννοια όμως, αλλά αυτός που οι επιστήμονες αποκαλούν «υγιή» και σου δίνει αυτοπεποίθηση να σηκωθείς απ’ την καρέκλα σου και να μιλήσεις σε ένα ανοιχτό ακροατήριο ή να υποστηρίξεις ότι αξίζεις κάτι παραπάνω για την εργασία που προσφέρεις (αρκεί να έχεις δίκιο).
Τα προβλήματα ξεκινούν όταν το NPI (Narcissistic Personality Inventory), το διαγνωστικό εργαλείο των Raskin και Hall, που από το 1979 μετρά το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας σε κατατάσσει στο 1% των ανθρώπων που πάσχει από τη λεγόμενη Διαταραχή Ναρκισσιστικής Προσωπικότητας. Παρόλο που η κατάταξη ανθρώπων σε κουτάκια με ετικέτες φαντάζει τόσο απλουστευτική όσο και ανήθικη πολλές φορές (ίσως είναι πιο θεμιτό να σκεφτόμαστε τους έχοντες τη διαταραχή να καταλαμβάνουν τις ακραίες θέσεις σε μια σειρά καθισμάτων, όπου καθόμαστε όλοι) μάλλον βοηθά όταν πρόκειται για τη βελτίωση της λειτουργικότητας στην καθημερινή τους ζωή. Γιατί περί αυτού πρόκειται.
Οι ναρκισσιστές, όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο και τρελό (κι άλλη αδόκιμη λέξη) υποφέρουν. Η ανικανότητά τους να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους, να διατηρήσουν μια σταθερή εικόνα του εαυτού τους και της ταυτότητάς τους, η ανημποριά τους να στηρίξουν υγιείς σχέσεις στη δουλειά και στη προσωπική τους ζωή τούς καταδικάζει σε μια στρεσογόνα μάχη με το μόνο χαμένο, τις πιο πολλές φορές, τους ίδιους.
Όχι ότι είναι για λύπηση για μας (ελπίζω) τους άλλους. Τουλάχιστον σε πρώτη ανάγνωση. Γιατί συνάνθρωποι με το υπερ-φουσκωμένο εγώ του …αερόστατου που κόβει βόλτες στο δικό τους ουρανό (μεγαλομανία), με ενσυναίσθηση… ηλεκτρονικού υπολογιστή και με την αυτοαντίληψη της μύγας μέσα στο γάλα (μόνο αυτοί ξεχωρίζουν), μόνο για παρηγοριά δεν είναι. Η χασούρα, όμως, η απώλεια, η ζημιά, η αδυναμία, όταν η ζωή τούς δείξει κάποια στιγμή το σκληρό της πρόσωπο (ένα διαζύγιο, μια απόλυση, μια αποτυχία) μπορεί να οδηγήσουν τον τρομερό τζίτζικα να αναρωτηθεί αν όντως έχει φτερά ή μήπως είναι ένα ταπεινό , (ένα από τα χιλιάδες ταπεινά) μυρμήγκι. Το να αναρωτηθείς μερικές φορές στη ζωή σου δεν είναι πρόβλημα, το να αναρωτιέσαι συχνά πυκνά μη αποδεχόμενος το γεγονός, είναι. Το να αρνηθείς, το να αμυνθείς μπροστά στην αποτυχία βγάζοντας τον εαυτό σου λάδι μερικές φορές δεν είναι πρόβλημα (όσο κι αν τα δεδομένα είναι εναντίον σου). Μπορεί και να σε βοηθήσει να μαζέψεις τα κομμάτια σου στην αρχή, Το να αρνιέσαι όμως πάντα, το να μην αποδέχεσαι ποτέ τη δική σου ευθύνη, είναι θέμα. Και για σένα (η κατάθλιψη λένε οι ειδικοί καραδοκεί), και για τους άλλους (δεν αντέχεσαι ούτε με σφαίρες)!
Ποιος όμως φταίει για τον νάρκισσο; Όλοι, τελικά εκτός απ’ τον… Χατζηπετρή! Τα γονίδια, το περιβάλλον, το γονεϊκό στυλ διαπαιδαγώγησης. Μέχρι και η κουλτούρα της κοινωνίας, στην οποία ζει ο καθένας μας. Οι ασιατικές κουλτούρες που βάζουν την ομάδα μπροστά από το άτομο έχουν χαμηλότερα ποσοστά ναρκισσισμού. Ακόμη και στην ίδια χώρα υπάρχουν διαφοροποιήσεις με βάση τις κοινωνικές νόρμες. Στην Αμερική, για παράδειγμα τα ποσοστά των νάρκισσων στην μητροπολιτική Ν. Υόρκη είναι τετραπλάσια από αυτά της αγροτικής Αϊόβα.
Δε θα πρέπει όμως, από την άλλη , να συγχέουμε την υψηλή αυτοεκτίμηση με τον ναρκισσισμό. Άλλο ένας τρυφερός γονέας να σε οδηγεί υποστηρικτικά και ενθαρρυντικά στο πεδίο των ενδιαφερόντων σου κι άλλο να σε βάζει στο βάθρο επειδή αρίστευσες, τη στιγμή που όλοι αρίστευσαν (γιατί ως γνωστό όταν όλοι αριστεύουν , κανείς δεν αριστεύει). Είναι προτιμότερο για το γονέα που δε θέλει να φουσκώσει το μπαλόνι του ναρκισσισμού στο παιδί του να χρησιμοποιήσει εκφράσεις του τύπου: «Έκανες καλή δουλειά» κι όχι «Σου άξιξε να βγεις πρώτος». Κι αυτό γιατί στην πρώτη περίπτωση η αγάπη και η στήριξη προσφέρονται χωρίς ψιλά γράμματα, ενώ στη δεύτερη υπό προϋποθέσεις. Σε ένα κόσμο ανταγωνιστικό, όπου σε μεγαλώνω θα σε αποδέχομαι/υποστηρίζω/αγαπώ μόνο εφόσον πρωτεύεις/ κατακτάς/καβαλάς το βάθρο (ενίοτε και το …καλάμι). Και δω στήνεται η παγίδα. Οι αυξανόμενες απαιτήσεις/προσδοκίες που δεν υποστηρίζονται από αντίστοιχα προτερήματα/χαρακτηριστικά του παιδιού το σπρώχνουν στο γκρεμό της αποτυχίας (για την οποία φταίνε πάντα οι άλλοι, όπως προαναφέρθηκε). Της αποτυχίας απ’ την οποία αρχικά θέλουμε να το προστατεύσουμε.
Μια σέλφι δε σε κάνει νάρκισσο (όλοι θέλουμε να αρέσουμε). Μια ισχυρή θέση σε μια διαφωνία δε σε κάνει, επίσης, νάρκισσο (όλοι θέλουμε να έχουμε δίκιο), ο εγωκεντρισμός της νεαρής σου ηλικίας, τέλος, δε σε κάνει νάρκισσο (είναι κάτι φυσικό αν και έχω συναντήσει κάτι παλιμπαιδισμένα γεροντάκια που χάνουν το άλλοθι). Η αντίληψη του μόνο εσύ είσαι ωραίος, μόνο εσύ έχεις πάντα δίκιο, μόνο εσύ είσαι αιώνια έφηβος είναι που σε σπρώχνει να γλιστρήσεις προς το ναρκισσισμό.
Σε μια χώρα, που αρέσκεται να μη φορά γραβάτα στην κορυφή της, το πρόβλημα δεν είναι ότι κοιτάζεται στον καθρέπτη, έστω και δύο φορές. Το πρόβλημα είναι στο ότι κραυγάζει όλο αγωνία αν την προσέχει κανείς: «Κοιτάξτε, δε φορώ γραβάτα, θαυμάστε με!»