Από τη Μαρίνα Αποστολοπούλου
Για όσους διαβάζουν Αστερίξ
Στο τεύχος υπό τον τίτλο «Το μεγάλο ταξίδι» που οι δυο Γαλάτες, ο Αστερίξ και ο Οβελίξ, βρίσκονται στον τότε Νέο Κόσμο, δηλαδή στην Αμερική. Εκεί αφού ο Οβελίξ έχει φάει μπόλικα «γλου-γλου» (γαλοπούλες που για πρώτη φορά έχει δει στη ζωή του) γεμιστά με… αρκούδα (!) κάποια στιγμή τους πιάνουν οι Ινδιάνοι. Και αφού δεν μπορούν να συνεννοηθούν μιλώντας το ρίχνουν οι δυο τους στην παντομίμα, προκειμένου να δώσουν στους ιθαγενείς να καταλάβουν «ποιοι» είναι και από «πού» έρχονται. Έτσι λοιπόν, παίρνοντας διάφορες «πόζες» οι δυο τους περιγράφουν ταυτόχρονα τους Γαλάτες.
«Είμαστε θαρραλέοι, μας αρέσουν τα αστεία, μας αρέσει να τρώμε και να πίνουμε καλά, είμαστε τσαντίλες, είμαστε απειθάρχητοι και καβγατζήδες, αλλά αγαπάμε τους συντρόφους μας και φοβόμαστε μην μας πέσει ο ουρανός στον κεφάλι. Με δύο λόγια: είμαστε Γαλάτες»!
Για κάποιο λόγο, την πρώτη φορά που διάβασα την εν λόγω περιγραφή, αυτόματα σκέφθηκα ότι μία χαρά ταιριάζει και στους Έλληνες. Εκτός, ίσως από το εκείνο το «φοβόμαστε μην μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι», διότι εμείς τέτοιο φόβο, στην κυριολεξία του, δεν έχουμε. Στην παρούσα φάση βεβαίως τον έχουμε μεταφορικά οπότε έρχεται και «δένει» η ταύτιση Γαλατών και Ελλήνων απόλυτα.
Τώρα γιατί θυμήθηκα το συγκεκριμένο τεύχος Αστερίξ και τη συγκεκριμένη περιγραφή;
Γιατί κυρίως τούτες τις μέρες που ζούμε, τη βρίσκω όλο και πιο επίκαιρη. Κολλάει «ταμάμ» στα όσα συμβαίνουν και βρίσκονται σε εξέλιξη, στον τρόπο που αντιδρούμε και στον «φόβο» που επικρέμεται πάνω από το κεφάλι μας.
Στο πλαίσιο αυτό, του συγκεκριμένου «χαρακτήρα» ή «ταμπεραμέντου» που περιγράφεται παραπάνω, υπάρχει, εκτός όλων των άλλων, μία μεγάλη συζήτηση, σχετικά με το γεγονός, ότι στις δημοσκοπήσεις που γίνονται, ένα ποσοστό πάνω από 70% τάσσεται στο πλευρό της Κυβέρνησης στη διαπραγματευτική προσπάθεια που καταβάλλει. Μα είναι αναμενόμενο και λογικό επίσης για πολλαπλούς λόγους. Διότι το 70% και πλέον που τάσσεται στο πλευρό της Κυβέρνησης, σαφώς δεν αντανακλά το ποσοστό αυτών που ψήφισαν τη νέα Κυβέρνηση, παρότι εξελέγη με ευρεία πλειοψηφία. Διότι το ποσοστό αυτό είναι διπλάσιο και βάλε. Αυτό σημαίνει τι; Ότι οι πολίτες στο συντριπτικό τους ποσοστό είτε ψήφισαν αυτή την Κυβέρνηση, είτε όχι, συντάσσονται στην κρίσιμη ώρα πίσω από αυτήν. Γιατί πλέον το θέμα είναι «εθνικό», όχι «κομματικό» και γιατί ο πηδαλιούχος είναι ένας, αυτός που αναδείχθηκε από τις πρόσφατες εκλογές. Συνεπώς το να επιτύχει στις επιδιώξεις που έχει θέσει προφανώς αφορά όλους και έχει αντίκτυπο σε όλους, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Άρα η συσπείρωση, σε μία τόσο κρίσιμη περίοδο στην πραγματικότητα δεν είναι επιλογή αλλά ανάγκη. Κοινή για όλους.
Αυτές οι εκλογές δεν ήταν πολιτική, ήταν ψυχολογία.
Το έχουμε ξαναπεί και θα το επαναλάβουμε για μία ακόμη φορά, γιατί από τις εξελίξεις επιβεβαιώνεται πανηγυρικά.
Οι ψηφοφόροι, οδηγήθηκαν στις κάλπες και υπό το κράτος του φόβου (ας μην κοροϊδευόμαστε, φόβος και βεβαίως υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει για τα μελλούμενα, γιατί αν δεν υπάρχει τότε έχουμε πάρει διαζύγιο από τη λογική), αλλά και μέσα σε κλίμα οργής για όσα έχουμε υποστεί τα τελευταία χρόνια και ανάγκης να υπάρξει ελπίδα (όχι «ελπίδας» σκέτης), ότι κάποια πράγματα μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο. Άλλωστε δεν είναι τυχαία η φράση που πολλοί χρησιμοποίησαν, μετά το αποτέλεσμα των εκλογών, σχολιάζοντας την ανάδειξη του Α. Τσίπρα σε πρωθυπουργό της χώρας: «…και τα μισά να κάνει από αυτά που λέει, πάλι καλά θα ‘ναι». Δείγμα δυσπιστίας κατ’ αρχήν ότι οι πολιτικοί τηρούν τις προεκλογικές τους υποσχέσεις, απελπισίας σε σχέση με τα όσα μέχρι σήμερα έχουμε βιώσει και προσδοκίας ότι έστω και τα μισά να γίνουν, τα πράγματα θα είναι πολύ καλύτερα.
Κατά συνέπεια, από τη στιγμή που οι εκλογές ανέδειξαν μία Κυβέρνηση η οποία έχει-θεωρητικά τουλάχιστον, γιατί πρακτικά δεν ξέρουμε ακόμη πού θα οδηγήσει όλο αυτό- διαφορετική προσέγγιση στα πράγματα, οι πολίτες οφείλουν να σταθούν πίσω από τον διαπραγματευτή τους, ελπίζοντας στο καλύτερο. Και υποδηλώνοντας και με τη φυσική τους παρουσία στις πλατείες αυτή τη στήριξη, αλλά και την ανάγκη και τη θέληση να αλλάξουν τα πράγματα. Άλλωστε το βασικό μήνυμα των πρόσφατων εκλογών από τους Ελληνες πολίτες προς τους δανειστές, ήταν ακριβώς αυτό: «φθάνει πια».
Ας μην απορούμε λοιπόν.
Κάνουμε αυτό που οι συνθήκες επιτάσσουν για την ίδια την επιβίωσή μας.
Από κει προκύπτει το 70% και πλέον, διότι μπορεί να είμαστε απειθάρχητοι και καβγατζήδες (επ’ αυτού δεν υπάρχει αμφιβολία) αλλά προ του κοινού κινδύνου «γροθιά», έστω και για λίγο. Γιατί, όπως η ιστορία έχει αποδείξει, μετά την πάροδο του όποιου εθνικού κινδύνου επιστρέφουμε τάχιστα στις αγαπημένες μας… συνήθειες: καβγάδες, διαφωνίες και λοιπές «δημιουργικές» εθνικές επιδόσεις, που μας έφθασαν και εδώ που είμαστε σήμερα.