Διήγημα

Της γειτονιάς ο περίγυρος

Δημοσίευση: 14 Οκτ 2016 16:15

* Από την Κωνσταντίνα Δ. Κότση

Θα γυρίσουμε πίσω στο χρόνο για να πάμε σε μια γειτονιά εκεί ανάμεσα στη δεκαετία του 1960 με 1970.

Ακόμα δεν είχε ξεκινήσει η ξέφρενη ανοικοδόμηση των γκρίζων τσιμεντένιων άχαρων πολυκατοικιών γκρεμίζοντας ό,τι πιο ωραίο για μένα. Τα σπίτια τα χαμηλά, τις μονοκατοικίες με την άπλα της αυλής τους, γεμάτα δέντρα, λουλούδια ποικίλα, παντού πανδαισία χρωμάτων και αρωμάτων.Και οι στέγες τους από κεραμίδια, μαζί με την ξύλινη αυλόπορτα, μια εικόνα λες βγαλμένη από κάποιο ζωγραφικό πίνακα.

Αυτά και τόσα άλλα να μας θυμίζουν την γειτονιά που χάθηκε, η επαφή, η συντροφικότητα των ανθρώπων που ζούσαν εκεί τότε. Τώρα κλεισμένος στο διαμέρισμα παύεις να βλέπεις, δεν ξέρεις τι γίνεται γύρω σου. Η αποξένωση, μην έχοντας καμιά επικοινωνία, νιώθεις πολλές φορές να σε πνίγει.

Όμως πάνω σε αυτό θα δούμε ότι υπήρχαν τα υπέρ και τα κατά. Από την άποψη της διασφάλισης της ιδιωτικής σου ζωής ίσως να είναι καλύτερα. Αισθάνεσαι πιο ελεύθερος μακριά από τις κρίσεις και τις επικρίσεις, την περιέργεια, το αδιάκριτο μάτι των γειτόνων πάνω σου. Ορισμένες φορές χωρίς να το επιδιώκουν αφού τα σπίτια ήταν τόσο κοντά και όλα χαμηλά και άφηναν εύκολα κάποιον να παρατηρεί πώς ζει, τι κάνει ο διπλανός του. Θέλω λοιπόν να τονίσω πως τίποτα δεν έμενε κρυφό αφού κυριαρχούσε το «κοινωνικό σχόλιο».

Εγώ μεγάλωσα σε γειτονιά κι έφυγα από εκεί πριν πολλά χρόνια και τώρα γυρίζω πάλι σε αυτή για να θυμηθώ και διηγηθώ, σε λίγες γραμμές, μια ερωτική ιστορία. Μια ιστορία που θα μας πάει στην εποχή εκείνη, της «τάξης και ηθικής», του φαινομενικά άμεμπτου βίου, της ασφυκτικής κοινωνίας μιας μίζερης ζωής. Με κινήσεις πάντοτε περιορισμένες καθώς σκεφτόσουν τι θα πει ο κόσμος, μη σε δει η γειτονιά. Και συνεχίσουμε για να βρεθούμε μέσα σε αυτή, σε ένα μικρό χαμηλό σπίτι, λίγα μέτρα να μας χωρίζουν από το δικό μου πατρικό.

Σ' αυτό ζούσε μόνη μια νέα γυναίκα, χήρα από αρκετά χρόνια. Είχε δυο γιους που έλειπαν για σπουδές. Σαν πέθανε ό άντρας της ανέλαβε εκείνη τη διαχείριση μιας μικρής επιχείρησης που της άφησε.

Ήταν πάνω στο λόφο του Φρουρίου, σε απόσταση ελάχιστη από εκεί που υπήρχε παλιά το στρατιωτικό αρτοποιείο. Σήμερα αυτό έχει μεταφερθεί λόγω του Αρχαίου Θεάτρου. Όλα έχουν αλλάξει ριζικά σε όλο αυτό το χώρο που κάποτε γινόταν η λαϊκή της Τετάρτης, τότε μια και μοναδική σ' όλη τη πόλη της Λάρισας.

Στη μεγάλη σκάλα που οδηγεί, από τη γειτονιά μου στο Φρούριο κι έπειτα στο σχολείο μου, το 2° Δημοτικό, μικρούλα τότε, καθώς την ανέβαινα καθημερινά με τη μαθητική τσάντα στο χέρι, συναντούσα τη νεαρή χήρα να περνά βιαστική δίπλα μου πηγαίνοντας στη δουλειά της. Θυμάμαι να τη κοιτάω με θαυμασμό. Ήταν πανέμορφη. Με μάτια μεγάλα μαύρα λαμπερά και μαλλιά πλούσια να πλαισιώνουν το όμορφο πρόσωπο της. Το σώμα της λεπτό, αρμονικό και η κορμοστασιά της, η περπατησιά της υπέροχη, αγέρωχη. Φορούσε μαύρα αλλά την έκαμαν ακόμη πιο όμορφη τονίζοντας το κατάλευκο δέρμα της.

Όμως ήταν τόσο μόνη. Μέσα της κάτι την βάραινε, ένιωθε ένα κενό, μια θλίψη. Η ζωή της κυλούσε άδεια και μονότονη. Λαχταρούσε λίγη αγάπη, ένα χάδι που θα την έκανε να αισθανθεί καλύτερα, μια συντροφιά να διώξει την ερημιά της.

Και δεν άργησε να έρθει στο πρόσωπο του νεαρού έφεδρου ανθυπολοχαγού που έκανε τη θητεία του δίπλα της στο στρατιωτικό αρτοποιείο. Ήταν κι αυτός μόνος, ξένος και αποζητούσε μια σχέση να περάσει ευχάριστα τον λίγο χρόνο που θα έμενε εδώ. Έτσι σαν περνούσε κάθε πρωί έξω από το γραφείο της χήρας να μοιράσει με τα στρατιωτικά αυτοκίνητα κουραμάνα, ψωμί για τους φαντάρους στους στρατώνες του Πυροβολικού και των άλλων στρατιωτικών μονάδων, η ματιά του έπεσε πάνω της, του άρεσε. Και εκείνη τον πρόσεξε αμέσως. Ήταν ωραίος, ψηλός λυγερός μέσα στη στολή του αξιωματικού.

Γρήγορα αγαπήθηκαν, φούντωσε ο έρωτας στις καρδιές τους κι έδιωξαν τη μοναξιά τους περνώντας τις νύχτες μαζί στο σπίτι της και τους έβρισκε η αυγή αγκαλιά. Ζούσαν ανεπανάληπτες στιγμές ευτυχίας και δόθηκαν με πάθος σ' αυτό που τους ένωνε. Τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τη φλόγα που έκαιγε μέσα τους. Η αγάπη τους ήταν πέρα από τα όρια της λογικής. Τους συνεπήρε τόσο, ώστε να αγνοούν, να αδιαφορούν για τα σχόλια, των γειτόνων που είχαν αντιληφθεί από καιρό τι γινόταν. Είπαμε, στο στενό περίγυρο της γειτονιάς «ουδέν κρυπτόν»

Πέρασε αρκετός χρόνος έτσι. Να χαίρονται την αγάπη τους όσο μπορούσαν, με όλο τους το είναι γιατί ήξεραν κι δυο καλά πως κάποτε όλα τέλειωναν και ο χωρισμός τους θα ήταν αναπόφευκτος. Εκείνου η θητεία θα έληγε και θα επέστρεφε πάλι στον τόπο του. Τους πονούσε και τους δυο, μα πιο πολύ εκείνη που θα έμενε ξανά μόνη, να μαζέψει τα κομμάτια της καρδιάς της, τον πόνο της ψυχής της και να κλειδώσει τον εαυτό της για πάντα. Αυτό ήθελε. Άλλωστε τα παιδιά της θα γύριζαν σύντομα από τις σπουδές τους και δεν έπρεπε να φανεί τίποτα. Θα έδιωχνε την λύπη που σκιάζε το φως των ματιών της, την ύπαρξη της ολόκληρη και θα συνέχιζε την άχαρη μοναχική και άδεια προηγούμενη ζωή της κάτω από τα επικριτικά βλέμματα και σχόλια όλων γύρω της.

Το γνώριζε καλά πως έτσι θα γινόταν.

* Η Κωνσταντίνα Δ. Κότση είναι μέλος της ΕΛΟΣΥΛ και συνεργάτης του περιοδικού «Πνευματική Λάρισα»

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass