Για το «Κυπριακό» ο Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας έγραψε ένα δίτομο βιβλίο με τίτλο «Ιστορίες χαμένων ευκαιριών» όπου, περιγράφει την προσωπική του εμπειρία γι’ αυτό, ως Υπουργού Εξωτερικών. Είναι πραγματικά ασύλληπτο τι δεν μάθαμε από την εμπειρία που, αποκτήσαμε στον χειρισμό του «Κυπριακού». Η παροιμία «Κάθε πέρυσι και καλύτερα» βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή της. Θα προσπαθήσω επιγραμματικά και συνοπτικά να σας δώσω μια σύντομη ανασκόπηση επισημαίνοντας ορισμένες από τις πλέον χαρακτηριστικές στιγμές της ιστορίας μας, οι οποίες δεν είναι στο κοινό πολύ γνωστές.
Η Αγγλία ως είναι γνωστόν «αγόρασε» την Κύπρο από την Τουρκία το 1878. Από τότε δημιουργήθηκαν βάσιμες ελπίδες στους αδελφούς μας Κυπρίους για την Ένωση της με την Ελλάδα. Τον Ιούλιο του 1903, οι Ελληνοκύπριοι που, ήταν μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου ψήφισαν υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα ενώ, οι Τουρκοκύπριοι απείχαν τότε, από αυτήν την ψηφοφορία.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1912 στην πρώτη επίσκεψη του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Λονδίνο συζητήθηκε τότε με τον Λουϊντ Τζώρτζ, Υπουργό Οικονομικών και τον Ουΐλσον Τσώρτσιλ, πρώτο λόρδο του Ναυαρχείου, η παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα με αντάλλαγμα μια ναυτική βάση στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς.
Στις 16 Οκτωβρίου 1915 κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ο Βρετανός Υπουργός των Εξωτερικών, Έντουρντ Κρέϊ με τηλεγράφημα του, προς τον τότε Πρωθυπουργό της Ελλάδος Αλέξανδρο Ζαΐμη και τον Κυβερνήτη της Κύπρου Τζων Κλάυσον τους ενημέρωνε ότι, η Μεγάλη Βρετανία είναι έτοιμη να παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα, με την προϋπόθεση όμως η χώρα μας να εγκαταλείψει την ουδέτερη στάση της και να συνταχθεί με τους Συμμάχους (ΑΝΤΑΝΤ). Η Ελληνική Κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση αυτή, γιατί ο Γερμανόφιλος Βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν ήθελε να πολέμησε ενάντια στους Γερμανούς (Διχασμός). Αυτή ήταν σίγουρα η κρισιμότερη στιγμή στη διαδρομή «Του Κυπριακού». Όταν αργότερα το 1917 η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο η ευκαιρία αυτή είχε χαθεί πλέον οριστικά.
Στο Δημοψήφισμα του 1950 το 95,7% υποστήριξε την Ένωση με την Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι 800 Τουρκοκύπριοι ψήφισαν υπέρ της Ένωσης. Απ’ εδώ ξεκινάει νέος κύκλος χαμένων ευκαιριών. Οι Άγγλοι πρότειναν διάφορα σχέδια λύσης τα οποία περιλάμβαναν μια μεταβατική όμως περίοδο 5 ετών και στη συνέχεια «Αυτοδιάθεση», δηλαδή της πολυπόθητης Ένωσης. Οι «ανένδοτοι» όμως δεν ήθελαν και επέβαλαν τα μαξιμαλιστικά αιτήματα για «εδώ και τώρα άμεση Ένωση» (Μητροπολίτης Κυρήνειας Κυπριανός, εκδότης εφημερίδας «Πατρίς» Πολύκαρπος Ιωαννίδης).
Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Ξεκίνησε ο ένοπλος αγώνας της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) την 1η Απριλίου του 1955, κατά τη διάρκεια του οποίου απορρίψαμε μια σειρά από προτάσεις οι οποίες δεν ικανοποιούσαν απολύτως αλλά ήσαν πολύ κοντά στον επιδιωκόμενο σκοπό της Ένωσης. Ίσως η μεγαλύτερη ευκαιρία μετά το 1915, να χάθηκε τον Ιανουάριο του 1956 όταν ύστερα από έντονες διπλωματικές ενέργειες διαμορφώθηκε το «Σχέδιο Χάρντιγκ», το οποίο ήταν κοντά στα επιδιωκόμενα από τη χώρα μας. Οι γνωστοί όμως ανένδοτοι συμπεριλαμβανομένου και του Αρχηγού της ΕΟΚΑ Γρίβα Διγενή ήταν εναντίον του συμβιβασμού αυτού που, προέβλεπε σταδιακή αυτοδιάθεση μέσα σε 15 χρόνια δηλαδή το 1971. Έτσι τορπιλίσθηκε για άλλη μια φορά από τους υπερπατριώτες ένα αποδεκτό σχέδιο λύσης του «Κυπριακού» που, δεν είχε καμία απολύτως σχέση και συνάφεια με τη σημερινή καθ’ όλα απαράδεκτη κατάσταση.
Κάπως έτσι φτάσαμε στις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου του 1959. Καλές οι κακές ήταν πάντως μια λύση. Στη συνέχεια οι ανένδοτοι και οι υπερπατριώτες προσπάθησαν και πάλι να επιβάλουν της μαξιμαλιστικές και ανεδαφικές πλέον διεκδικήσεις (Υποβολή από τον Μακάριο προτάσεων 13 σημείων στους Τουρκοκυπρίους για την αναθεώρηση του δοτού Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας), με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν αιματηρές ταραχές τότε μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, τη δημιουργία της σημερινής «Πράσινης Γραμμής στη Λευκωσία» το 1963, το Πραξικόπημα από τη Χούντα της 15ης Ιουλίου 1974 ενάντια του Μακαρίου, στη συνέχεια την εισβολή της Τουρκίας την 20η Ιουλίου του ιδίου έτους και την κατοχή έκτοτε απ’ αυτήν του 37% του Κυπριακού εδάφους. Από το 1974 απορρίπτουμε συνεχώς προτάσεις και διευθετήσεις του «Κυπριακού» γιατί κανένας δεν θέλει να κατηγορηθεί για ενδοτισμό και μειοδοσία με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η σημερινή πέρα για πέρα απαράδεκτη κατάσταση και η «Κυπριακή Δημοκρατία» να έχει σήμερα με ότι αυτό συνεπάγεται πλήρως «Ταϊβανοποιηθεί».
Έτσι χωρίς να το πολυκαταλάβουμε φθάσαμε στο περιβόητο Σχέδιο «ΑΝΑΝ» το οποίο εν αντιθέσει με τους Τουρκοκυπρίους οι Ελληνοκύπριοι ως γνωστόν με συντριπτική πλειοψηφία 75% το απέρριψαν την 24η Απριλίου του 2004. Αν το Σχέδιο αυτό που, φαντάζει σήμερα ως μια χαμένη ακόμα ευκαιρία είχε τότε εγκριθεί θα είχε ήδη ολοκληρωθεί η επιστροφή της Αμμοχώστου και της Μόρφου, θα είχαν επιστρέψει αρκετές χιλιάδες Ελληνοκύπριοι στα σπίτια τους στο βορρά και θα είχαν αποχωρήσει 37.000 Τούρκοι στρατιώτες από τους 45.000 που υπάρχουν. Σήμερα οι Τούρκοι συζητούν ως λύση τη δημιουργία δύο ανεξαρτήτων ισότιμων Κρατών, με χαλαρή όμως συνομοσπονδία και παραχωρούν μόνο την Αμμόχωστο και μάλιστα με όρους (Μακάριοι οι κατέχοντες).
Οι τελευταίες δηλώσεις του Ερντογάν για την ανάγκη αναθεώρησης υπέρ της Τουρκίας της συνθήκης της Λωζάνης, σίγουρα θα επηρεάσουν τη λύση του «Κυπριακού» σε βάρος φυσικά της Ελληνοκυπριακής πλευράς γιατί η γειτονική χώρα ορέγεται και την υπόλοιπη Κύπρο με το Σχέδιο Αττίλας - 3.
Στο θέμα της ονομασίας των Σκοπίων φαίνεται να ακολουθούμε περίπου τα ίδια βήματα με το «Κυπριακό». Το 1992 είχαμε την ευκαιρία να διαπραγματευθούμε ένα συμβιβαστικό, σύνθετο όνομα του οποίου δεν θα υποβάθμιζε καθόλου την Ελληνικότητα της Μακεδονίας. Το Συμβούλιο των πολιτικών Αρχηγών τότε υπό την προεδρία του Προέδρου αειμνήστου Κων/νου Καραμανλή, κανένας δεν ήθελε να φάει τη «ρετσινιά» του Εθνικού μειοδοτικού και προδότη και έτσι όλοι υπερθεμάτιζαν για την πλέον Εθνικά υπερήφανη στάση. Δηλαδή ότι το Κρατίδιον αυτό, δεν μπορεί να φέρει το όνομα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» ή παράγωγα αυτού. Και έτσι απορρίψαμε το Σχέδιο «ΠΙΝΕΪΡΟ» το οποίον έδιδε στα Σκόπια σύνθετη ονομασία όπως «Σλαβομακεδονία» ή «Νέα Μακεδονία» ή «Άνω Μακεδονία» κ.τ.λ. Από τότε έχουν περάσει 24 ολόκληρα χρόνια, στα οποία στηρίξαμε για τα καλά οικονομικά το Κρατίδιο των Σκοπίων, αφήσαμε όμως να περάσει πολύτιμος χρόνος και σχεδόν όλες οι χώρες του κόσμου περισσότερες απο150 το έχουν αναγνωρίσει με το Συνταγματικό του όνομα. Δηλαδή «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ». Το χειρότερο είναι ότι όσο περνάει ο καιρός τα Σκόπια λόγω των γεγονότων και των συγκυριών γίνονται περισσότερο αδιάλλακτα, ώστε λύσεις που, μπορούσαν να υιοθετηθούν στο παρελθόν δεν γίνονται πλέον αποδεκτές απ’ αυτά σήμερα.
Η πραγματικότητα είναι δυστυχώς για εμάς αδυσώπητη. Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο όπου, μια χώρα να θέλει να επιβάλει πως, θα ονομάζεται μια άλλη χώρα. Ένας έντιμος συμβιβασμός είναι προτιμότερος από τη «μη λύση» η οποία ισοδυναμεί με τη de Facto αναγνώριση των Σκοπίων ως «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» και ουσιαστικά η χώρα μας να υποστεί τη μεγαλύτερη δυνατή διπλωματική ήττα του αιώνα.
Υπάρχει διέξοδος στο πρόβλημα αυτό; Δεν νομίζω. Είδατε τι έγινε τον Απρίλιο τρέχοντος έτους όταν, ένας Υπουργός χρησιμοποίησε για τα Σκόπια την απαγορευμένη γι’ αυτά ονομασία «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (πΓΔΜ) όπως την έχει βαφτίσει προσωρινά ο ΟΗΕ αυτή. Κόντεψε να πέσει η σημερινή Κυβέρνηση ή τουλάχιστο έτσι φάνηκε, για να προβληθεί έτσι ο Πατριωτισμός ορισμένων του καναπέ και της πολυθρόνας. Κανένας πολιτικά δεν θα τολμήσει να υπογράψει έναν συμβιβασμό για τον οποίο οι αντίπαλοι του θα τον κατηγορούν για μειοδοσία και ενδοτισμό. Βλέπετε έχουμε το ταλέντο να αυτοεγκλωβιζόμαστε σε αδιέξοδες καταστάσεις όπως στο «ΚΥΠΡΙΑΚΟ» και «ΣΚΟΠΙΑΝΟ».
Με την ευκαιρία υπενθυμίζω στο αναγνωστικό κοινό ότι με τη δημοσιότητα που, είχε πάρει, πρόσφατα η κατάσταση στην Ειδομένη λόγω προσφυγικού όλα τα ξένα ΜΜΕ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» αποκαλούσαν και όχι πΓΔΜ τα «Σκόπια. Ακόμα οι πρόσφυγες και οι μετανάστες όταν μιλούσαν στα δικά μας ΜΜΕ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» αποκαλούσαν τα «ΣΚΟΠΙΑ». Ενοχλήθηκε κανένας από τους υπερπατριώτες, του καναπέ και της πολυθρόνας που, διαθέτουμε εν αφθονία;
Σημείωση: Σήμερα στην Κύπρο ο πληθυσμός των Ελληνοκυπρίων είναι 700.000 και των Τουρκοκυπρίων στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι έποικοι περίπου 250.000 - 300.000 έναντι 90.000 που, ήσαν πριν την εισβολή. Οι Τουρκοκύπριοι κατείχαν πριν την εισβολή το 12% του Κυπριακού εδάφους και όχι το 37% που, κατέχουν σήμερα τα Τουρκικά στρατεύματα. Το 3% το κατέχουν οι Αγγλικές βάσεις. Ένα άλλο 3% είναι η αποστρατικοποιημένη Ζώνη και το 57% το κατέχει σήμερα η Ελληνοκυπριακή πλευρά.