Μα είναι δυνατόν αδερφέ μου εμείς οι άντρες (οι άντρηδες, που λένε και στην Ελασσόνα) να μην σου δώσουμε ώμο να κλάψεις τον χωρισμό σου με την... τέλος πάντων, την ακατανόμαστη, την – σιγά το φρόκαλο-Αντζελίνα;
Μην στενοχωριέσαι παλίκαρε, -ναι ρε ΠΑΛΙΚΑΡΟΣ είσαι, Αχιλλέας με τα όλα σου, στητός, ντούρος και τσαμπουκαλεμένος, καθώς ταιριάζει στον εκ Φαρσάλων πρόγονό μας. Με τις χρυσές περικνημίδες σου, τη χρυσοκεντημένη ασπίδα σου, τα κοφτερά σπαθιά σου. Μην το βάζεις μέσα για μια άτιμη γυνή, για μια σουρτούκω όπως είχε καταντήσει η ακατανόμαστη. Σιγά μην κλάψεις κιόλας, το μοναστήρι να ναι καλά- και τι μοναστήρι, κολάζει και ηγουμένη, άμα χτενιστείς, σινιαριστείς, φορέσεις τα σμόκιν σου τα πιγκουίνικα και ξυρίσεις κείνο το απαίσιο μουσάκι που αφήνεις μερικές φορές και σε μετατάσσει στην κατηγορία του τράγου.
Και δω που τα λέμε ρε συ Πιτ, τι κατάλαβες τόσα χρόνια γάμου μαζί της; Ό,τι καταλάβαμε όλοι μας. Και καλά εμείς, μέχρι κει φτάνει ο ίσκιος μας, μέχρι κει περνάει η μπογιά μας. Φορτωνόμαστε ένα γυναικάκι οι μάπες – που νομίζουμε ότι το έχουμε ερωτευτεί κιόλας, πως έχουμε εμπρός μας τη θεά Αθηνά και Αφροδίτη μαζί, εμ σαμπουάν εμ κοντίσιονερ, και καθόμαστε τα καλοκαίρια και κοιτάμε τα’ άστρα σαν χάχες που είμαστε και αναστενάζουμε ερωτικώς. Αλλά άπαξ και φαγωθεί ο αφρός της κρέμας, τότε καταλαβαίνουμε τον ζυγό, τότε παίρνουμε πρέφα πως μας έχουν ζέψει σαν μουλάρια σε μαγγανοπήγαδο, να γυρνά, όλο στα ίδια και στα ίδια και να μην σώνουμε. Τότε καταλαβαίνουμε ότι εμείς, τα μουλάρια έχουμε γεννήσει κι άλλους «μούλους», που δεν σώνουν από φαΐ και απαιτήσεις, μπαμπά φέρε κείνο, πατέρα πιάσε τα’ άλλο, ρε συ γέρο θα μιλάω πολύ ακόμη; - άι σιχτίρ πια, τη μάνα και τον πατέρα που τους γέννησε...
Αμ και συ μωρέ αδερφέ μου, δεν σου έφταναν τα δύο τα μούλικα που σ’ ‘έβαλε και της σκάρωσες, πήγες και κουβάλησες σπίτι άλλα τέσσερα, λες και ήταν τίποτε κουταβάκια που τα βρήκες πεταμένα και τα σ’μάζωξες; Τι ήθελες τάχα μου; Να μας παραστήσεις τον πολύτεκνο; Γιατί; Είχες μήπως ανάγκη από επίδομα πολυτέκνου ή σου λείπανε τίποτε μόρια για διορισμό στο δημόσιο; Μα δεν το ‘νιωθες φουκαρά μου; Όλα για το ίματζ το δικό της ήταν, όλα για την εικόνα, σιγά μην της βγήκε μητρικό ένστικτο της παλαβιάρας. Μωρέ καλά έκανε και στα φόρτωνε και έπαιρνε τα σοκάκια, όλο Λέσβους, Μυτιλήνες, Ιορδανίες και Σουδάν και δηθενιές ότι και καλά εγώ είμαι ανθρωπίστρια. Βέβαια, οφείλω να της αναγνωρίσω μεγάλο κουράγιο, διότι ξέρεις τι είναι μέσα σε μια μέρα να δεις Τσίπρα, Όλγα Γεροβασίλη και Τέρενς Κουικ μαζί; Δράμα και των γονέων...
Τεσπα και ενιγουέη, μεγάλε Μπραντ, η ουσία είναι πως εσύ την έτρωγες τη λέζα, σπίτι να ξεσκατώνεις τα μωρά και να παίζεις – εσύ, ο ατρόμητος Αχιλλέας Φαρσάλων, ο γιος της Θέτιδας- να παίζεις λέω... αλογάκια μαζί τους.Να σε καβαλάνε και συ να γελάς σαν κάνας χαζοχαρούμενος μεγαλομπεμπές, ντέι, ντέι, ντέι γαιδαράκο’ μ’ ντέι... Εσύ σπίτι, κανονική νταντά, αυτή πρέσβειρα καλής θελήσεως, κατηγορία Μαργαρίτα Παπανδρέου και βάλε. Αλήθεια ρε συ Μπραντ, έστρωσε ποτέ κώλο μέσα; Σου έψησε κάνα αβγό να λαδώσεις το αντεράκι σου; Σου έπλενε κάνα σώβρακο, όπως οφείλει να κάνει κάθε προκομμένη και συμμαζεμένη γυναίκα;
Και να πω, άντε, πάει στην ευχή, πήρες τη γυναικάρα, ε, μην έχεις και απαίτηση να γίνει η δουλάρα σου! Γιατί ρε συ Μπραντ; Εμείς τι πήραμε; Δύο μέτρα γυναικάρες με δύο στρέμματα (περιφέρεια) πήραμε, δεν τις στρώσαμε κάτω, «φτιάξε καφέ μωρή» που θέλεις και δικαιώματα; Κι έπειτα, ποια γυναικάρα; Που από την πολλή την ωραιοπάθεια και τη δίαιτα έγινε κινούμενος σκελετός, ούτε πιασίματα ούτε τίποτε, κάτι ανάμεσα Γεωργία Βασιλειάδου και Κρουέλα Ντε Βιλ;
Και τώρα – δεν κατάλαβα- τι χαλεύει η μαντάμ; Τι τσιρίζει σαν την κότα που της όρμησε ο κόκορας; Τολμά και μας κατηγορεί κι από πάνω; Δεν ήσουνα, λέει, στοργικός father! Γιατί; Έπνιξες μήπως κανένα από την εξάδα που φύλαγες; Ε, άντε καμιά φάπα, διότι ως γνωστόν «μικρό κώλο δεν έδειρες, μεγάλο μην γυρεύεις», αυτό λέει η κλασική παιδαγωγική και τα άλλα τα μοντέρνα να τ’ αφήσουν κατά μέρος οι ξεδιάντροπες.
Πήγαινες λέει σε όργια και με Ρωσίδες καλλονές – με τι να πάω πες της με... Ρώσους καλλονούς; Και ακόμη σου προσάπτει πως τα ‘πινες τα σέα σου, τα μέα σου, τα ουίσικα σου και τα... χορταρικά σου τα μυρωδάτα. Αμ εκεί που με κατάντησες πες της, όλο το βαπόρι απ’ την Περσία και πάλι δεν θα μου’φτανε- τόσο πολύ μ’ έριξε στα σκληρά ο παλιοχαρακτήρας της.
Μόνο εγώ πες της (και η Κοτιγιάρ που ενίοτε με παρηγορούσε) ξέρω τι δράμα που περνούσα μαζί σου... Μόνο εγώ ξέρω τι δράμα θα περάσω και τώρα, μόνος και έρημος, μακριά από τα παιδάκια μου, με 200 εκατομμύρια μόλις στο λογαριασμό, να βγω ξανά μανά στην πιάτσα να ψάξω πίσω –πίσω για την επόμενη...
Τέλος πάντων, θα το αντέξω κι αυτό, τι να γίνει, θα πάω μάλλον να κλειστώ άλλα «Επτά χρόνια στο Θιβέτ». Να πνίξω τον πόνο μου στο πιοτό και τον διαλογισμό... Και κει, μέσα στην απόλυτη μοναξιά και την απεραντοσύνη του θιβετιανού ορπεδίου, ανάμεσα στων βουνών τις κορφές και των νεφών τα σμήνη να βγάλω φωνή σπαρακτική:
- Μό-νος μό- νος μό- νος... Γιούπιιιιιιιιιιι!
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr