Η θεωρία του ήταν ηδονιστική. «Η ηδονή, έλεγε, είναι η αρχή και το τέλος του μακαρίως ζήν». Βέβαια δεν εννοούσε
την ηδονή της σάρκας. Εννοούσε την ηδονή της ευχαρίστησης, που βέβαια είχε σαν όχημα τις αισθήσεις. Έλεγε σχετικά με την ηδονή: «Ηδονή νιώθω, όταν γεύομαι κάτι καλό. Όταν απολαμβάνω μια καλή παρέα. Όταν χαίρομαι ένα ευχάριστο θέαμα ή άκουσμα. Όταν απολαμβάνω τη θαλπωρή της εστίας...».
Στη ζωή του ο Επίκουρος ήταν λιτός και απέριττος. Ήταν ευτυχισμένος με ένα καλό γεύμα ή και με λίγο ψωμί και ελιές. Στον κήπο του, στο Δήμο της Μελίτης μεταξύ Αγοράς και λιμανιού του Πειραιά, ζούσε ήρεμα, απολαμβάνοντας μια καλή συντροφιά φίλων. Θεωρούσε μεγάλο αγαθό την Ελευθερία, τη σκέψη και τη φιλία.
Αντίθετα κατέκρινε τη φήμη, την εξουσία, την πολυτέλεια των σπιτιών ή τα συμπόσια. Η ευτυχία έλεγε βασίζεται περισσότερο στην ύπαρξη ενός ταιριαστού συντρόφου, στην αρμονία των διαπροσωπικών σχέσεων.
Αυτά λοιπόν για να θυμόμαστε και τους καλούς μας προγόνους, που με τη γραφίδα και τη σκέψη τους δημιούργησαν τον κλασικό πολιτισμό. Αν λοιπόν τηρούσαμε τη διδαχή του Επικούρου, ίσως σήμερα να ζούσαμε καλύτερα. Πριν από λίγα χρόνια, πολλοί από μας, θεωρούμασταν δεσμώτες της τέρψης. Καθένας μας με ελάσσονες προσπάθειες και κυρίως με ξένη βοήθεια, είχαμε κτίσει - τον μικρό μας παράδεισο. Μέσα σ’ αυτόν αχόρταγα απολαμβάναμε μια πρωτόγνωρη υλιστική ευτυχία. Μια ευτυχία χωρίς καν να διανοούμαστε, πως αυτή ήταν πλασματική, ψεύτικη, αβάσιμη και για τούτο εγκυμονούσα μεγάλη τραγωδία.
Η σκέψη πως ήταν δυνατόν, κάποια στιγμή να έλθουν όλα τα πάνω κάτω φάνταζε ουτοπική. Στον μικρό μας αυτόν παράδεισο δεν χωρούσε όποιος δεν έπαιρνε δάνεια, δεν είχε χρυσές κάρτες ή δεν ήταν καταναλωτικά εξαρτημένος. Όλη μας η ζωή είχε διαμορφωθεί σε μια επιφανειακή ηδονή της ευτυχίας. Αυτό όμως το τρελό, επίπλαστο και ψεύτικο καθεστώς, είχε και παρενέργειες. Η ευζωία, η άνετη αντιμετώπιση κάθε δυσκολίας ή δυστροπίας της ζωής, η εύκολη απόκτηση στέγης, αυτοκινήτου, εξοχικού και άλλων αγαθών, μας τραυμάτισε ανεπανόρθωτα. Αποδυνάμωσε σταδιακά τον ορθολογισμό των ανθρώπων. Έκαμψε την ικανότητά μας να εκτιμούμε σωστά τα πράγματα. Ζώντας αυτόν τον παράδεισο με όλα τα καλούδια του, ατόνισε και η έφεσή μας για δράση και δημιουργία. Γίναμε σαν τα περιστέρια έξω από τη Βουλή μας, που άκοπα βρίσκουν την τροφή τους, αλλά αχρήστευσαν τα φτερά τους.
Προς τι λοιπόν ο κόπος, η εργασία, το πρόγραμμα, το όραμα; Προς τι η συστράτευση των φυσικών και πνευματικών δυνάμεων, ν’ αποκτήσουμε κάτι, όταν αυτό μας δίνεται με τρόπο προσιτό και εύκολο; Πέσαμε στην ηδονή της ευζωίας, της μαλθακότητας και της απραξίας.
Η Επικούρειος λιτότητα και η θεωρία του, περί ηδονής εκ των απλών και ωραίων πραγμάτων της ζωής, μας ήταν εντελώς άγνωστη. Τα θέλαμε όλο και πιο πολλά, όλο και πιο πλούσια. Ακόμα κι όταν ήρθαν τα πρώτα μηνύματα της επερχόμενης καταιγίδας. Όταν ο κίνδυνος του υπερδανεισμού έκρουε τη θύρα μας. Κι ακόμα όταν οι εισπρακτικές εταιρίες, μας έκαναν το νόημα της επιστροφής των οφειλομένων, εμείς εξακολουθήσαμε να είμαστε ηδονιστές του ευτυχισμένου παραδείσου, που κτίσαμε άφρονες στην άμμο. Κάτι ακόμα παρέμειναν στις κάρτες μας.
Καιρός πια ν’ αλλάξουμε. Να κάνουμε μια προσπάθεια διαχωρισμού, ανάμεσα στην ηδονιστική κατανάλωση και στις σοφές συμβουλές του Επικούρου.
«Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
κοκκινίσατε άραγε, για την τόση ευτυχία σας
έστω και μια φορά;... (Ντίνος Χριστιανόπουλος)
Διαβάζοντας λίγο τον Επίκουρο, συνειδητοποιούμε, πως η ομορφιά της ζωής, κρύβεται κυρίως πίσω, από τις μεγάλες πανανθρώπινες αξίες, αλλά και σε μικρές άπειρες κι ανέξοδες απολαύσεις, που θα μπορούσαν να γλυκάνουν τη ζωή μας. Ιδιαίτερα μάλιστα σήμερα.