Η συγκατάθεση αυτή έγινε πραγματικότητα με την αυξανόμενη συμμετοχή στη διανομή του παραγόμενου πλούτου τόσο των δυνάμεων της εργασίας και των υψηλόβαθμων στελεχών των επιχειρήσεων, όσο και με την προσφορά νέων ευκαιριών επενδύσεων του κεφαλαίου. Οι κοινωνικοί εταίροι, διάλεξαν συνειδητά να συνεργασθούν μέσω θεσμικής νομιμοποίησης, προαγωγής και δημόσιας διαβούλευσης και τελικά τη συμφωνία για συμπόρευση. Παράλληλα ο δημόσιος τομέας ακολούθησε έναν ορθολογικό και λειτουργικό πρότυπο δομημένης ιεραρχίας και συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων για να υπηρετεί τον πολίτη και να στηρίζει την οικονομική του δραστηριότητα. Κάτω από το βάρος των ιδεολογικών τοποθετήσεων κομμάτων διακυβέρνησης, ο δημόσιος τομέας επέκτεινε τη δράση του και στη σφαίρα του επιχειρείν, με ολότελα καταστροφικά αποτελέσματα, τα οποία οδήγησαν τον δημόσιο τομέα στα υπερβολικά ελλείμματα, στην αδυναμία δανεισμού, στην κρίση χρέους, στην επαπειλούμενη χρεοκοπία, στην προσφυγή στον μηχανισμό στήριξης της τρόικας (ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ) και επέφεραν αναληθείς φόρους και δυσβάστακτα προγράμματα λιτότητας στους πολίτες. Τελικά κεφάλαιο και δυνάμεις εργασίας, κράτος και αγορά, διοίκηση και επενδυτές, εγγυήθηκαν με τη σύναψη συμφώνων και συμβάσεων τη δημοκρατική ομαλότητα, τη φιλελεύθερη οικονομία, την καθολική συμμετοχή στη διανομή του πλούτου με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης. Στη σύγχρονη εποχή της κοινωνίας της πληροφορίας, των ραγδαίων τεχνολογικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, οι σταθερές και τα δεδομένα της εποχής, την οποία πριν από χρόνια οι περισσότερες χώρες, εγκατέλειψαν, ωθούμενες από το κύμα της παγκοσμιοποίησης, δεν ισχύουν. Διαμορφώνεται μια ετεροβαρής σχέση ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους. Υπέρ της ενίσχυσης του κεφαλαίου και σε βάρος του κράτους το οποίο αδυνατεί να προσαρμοστεί στις εξελίξεις. Τα καθιερωμένα και αποδεκτά πρότυπα εκπροσώπησης, τα οποία προϋποθέτουν την αποδοχή της συλλογής δράσης, τη γραφειοκρατική οργάνωση και τις δεσμευτικές, αλλά ανελαστικές συμφωνίες ως τελικό επίτευγμα, δοκιμάζοντας και αμφισβητούντας. Κάτω από το βάρος των οικονομικών εξελίξεων, την ανάδειξη συγκριτικών πλεονεκτημάτων χαμηλών κόστους εργασίας και μέσων παραγωγής στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού και στην Ανατολή, η ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου αναδεικνύει σοβαρούς κινδύνους απώλειας θέσεων εργασίας στη Δύση και θέτει άλλους όρους συμφωνίας και συνεργασίας. Ο ατομικός ορθολογισμός προτάσσεται ως επιδιωκόμενο, η απαίτηση για απελευθέρωση από γραφειοκρατικές δομές και πολιτικές αγκυλώσεις φέρνει ως αποτέλεσμα την άρνηση της κομματικής ένταξης, την άρνηση της συνδικαλιστικής συμμετοχής και δράσης. Ο συνδικαλισμός κινδυνεύει να υποστεί από εκείνους από τους οποίους καλείται να εκπροσωπήσει γιατί πέραν από όλα τα προαναφερθέντα εμφανίζεται εγκλωβισμένος σε ένα διεκδικητικό πλαίσιο το οποίο αντιπροσωπεύει τη δυναμική μιας εποχής η οποία έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Οι νέες συνθήκες τοποθετούν τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση των δυνάμεων εργασίας απέναντι σε νέες προκλήσεις, υψηλές ευθύνες και κυρίως στην αδήριτη απαίτηση της προσαρμογής, και της αξιοποίησης των νέων ευκαιριών και δυνατοτήτων οι οποίες προσφέρονται. Το ζήτημα των δικαιωμάτων και ο σεβασμός στην αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν μπορούν να αποτελούν εμπόδιο στην επένδυση της ατομικής αξιοσύνης. Βεβαίως αποτελούν ομπρέλα προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και εμπόδιο στην κοινωνική περιθωριοποίηση και γι΄ αυτό αναγκαία αλλά και ασυμβίβαστα με τις αδιαπραγμάτευτες αλήθειες της σημερινής οικονομικής πραγματικότητας. Ένας καινούριος, δυναμικός, ραγδαία μεταβαλλόμενος κόσμος έρχεται. Απειλητικός για όσους αρνούνται να προσαρμοστούν, ελπιδοφόρος για τις χώρες, οι οποίες σπεύδουν με τομές και μεταρρυθμίσεις να αποκτήσουν ευελιξία. Η κοινωνική συγκατάθεση αποτελεί εκ νέου την αναγκαία και ικανή συνθήκη ατομικής και συλλογικής προόδου. Χρειάζεται να συμφωνήσουμε στη διαπίστωση ότι από τα στερεότυπα της εποχής, της οποίας ο κύκλος έκλεισε, η μετάβαση στο νέο περιβάλλον απαιτεί γενναίες αναθεωρήσεις. Η ηθική και πολιτική δέσμευση των κομμάτων επί των διαφόρων αιτημάτων δεν θα πρέπει να εγκαταλείπεται στους αχανείς και αδιαφανείς εσωτερικούς μηχανισμούς τους, αλλά θα αποτελεί δημόσια υποχρέωση. Η Ελλάδα, δυστυχώς, βρίσκεται σε απόσταση από αυτήν την προοπτική. Ο συνδικαλισμός πολλές φορές έχει επιλεκτική σχέση με τις κυβερνήσεις και τα κόμματα. Έχει επιλεκτικές ευαισθησίες για την οικονομική πολιτική, τα νοσηρά φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής, την αξιοκρατία και τη μεταρρύθμιση στη δημόσια διοίκηση. Αρνείται να αποδεχθεί ότι η οικονομία της αγοράς και οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες δημιουργούν ανάπτυξη, απασχόληση και κοινωνική συνοχή. Πολλές φορές οι συνδικαλιστικές υγείες τοποθετούν εαυτούς υπεράνω της θεϊκής, ετυμηγορίας αρνούμενες να αναγνωρίσουν στην εκάστοτε κυβέρνηση, το δικαίωμα να νομοθετεί και να εφαρμόζει το πρόγραμμά της. Το κοινωνικό μέλλον εργαζομένων και επιχειρήσεων, διοίκησης και κυβέρνησης ορίζει το νέο πλαίσιο της νέας κοινωνικής συγκατάθεσης με όρους ανοιχτής κοινωνίας, φιλελεύθερης οικονομίας, γνώσης, ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητας και σε αυτό καλούμαστε να ανταποκριθούμε για περισσότερη ευημερία στους νέους και στις επερχόμενες γενιές. Υπό τις παρούσες συνθήκες της γενικευμένης κρίσης στη χώρα μας, η κοινωνική συγκατάθεση προβάλλει ως αναγκαία για να βγούμε από το "φαύλο κύκλο" των αδιεξόδων μας.