Μ.Ε .Λαγκουβάρδου
«εντρεφόμενος τοις λόγοις της πίστεως
και της καλής διδασκαλίας...
τους δε βεβήλους και γραώδεις μύθους παραιτού» (Α’Τιμ.Δ΄6,7)
‘Ένα παιδί φωνάζει έξω απ’ το κουρείο μιας μικρής πόλης του Τέξας: «Θείε Τζων, θείε Τζων, το σπίτι σας καίγεται.» Ο θείος Τζων πετιέται έξω απ΄ το κουρείο, με τις σαπουνάδες στο πρόσωπο και τρέχει σαν τρελός. Τρέχοντας σκέφτεται «μα, εγώ δεν έχω σπίτι ούτε είμαι ο θείος Τζων»
Είμαστε ένα είδος «θείου Τζων» στο Τέξας ή κάποιου συφοριασμένου των Τρώων του Καβάφη, που κομμάτι παίρνουμε θάρρος επάνω στα τείχη της Τροίας, αλλά μόλις δούμε τον Αχιλλέα αρχίζουμε τους θρήνους.
Δευτέρα μετά την Κυριακή των Εκλογών. «Καινούρια μέρα, καινούριο μπάλωμα» λέει μια παροιμία στη Δεσκάτη. Το μπάλωμα στη Δεσκάτη το λέμε «λανγκιόλι». Μια άλλη παροιμία (αυτή λέγεται για τους χαζούς) , λέει «αυτόν του λείπει μάνα δεν του λείπει λανγκιόλι». «Μάνα» είναι όλο το ύφασμα, ενώ «λανγκιόλι» είναι το κομμάτι που μπαίνει «μπάλωμα». Δηλαδή ένας που δεν έχει ούτε τρύπιο παντελόνι δεν στενοχωριέται που δεν έχει μπάλωμα να το μπαλώσει.
Πέρα απ΄ το ποιος είναι ο νικητής και ποιος είναι ο νικημένος στις εκλογές εμένα με απασχολεί κάτι άλλο. Μια αίσθηση αχρηστίας, που δεν μου αρέσει καθόλου. Για να πω την αλήθεια, ίσως είναι το μόνο αίσθημα που φοβάμαι περισσότερο από όλα. Η ιδιότητα του ψηφοφόρου προσδίδει κάποια αξία στον πολίτη. Ενώ το αίσθημα ότι δεν σε χρειάζονται ούτε ως ψηφοφόρο μας φθείρει και μας αρρωσταίνει.
Ως πιστοί μαθητές του Χριστού νιώθουμε σεβασμό για τον άνθρωπο ως εικόνα του Θεού και ως αξία αυτή καθ’ εαυτή.. Δεν χρειάζεται να αποδείξεις ότι αξίζεις, για να ζεις με αξιοπρέπεια, αν προσπαθείς να μοιάσεις το πρότυπο του αληθινού ανθρώπου, τον Ιησού. Ο Ισπανός ποιητής Μιγκέλ ντε Ουναμούνο στο ποίημά του «Η Προσευχή ενός Αθέου» γράφει στον τελευταίο στίχο του: «Αν δεν υπάρχεις Ιησού ούτε εγώ είμαι αληθινός».
Τώρα αγωνιζόμαστε με ένα πνεύμα που εκμηδενίζει την αξία του ανθρώπου. Δεν σέβεται τον άνθρωπο ως αξία αυτή καθ’ εαυτή. Αυτό μας σπρώχνει στην αυτολύπη, στην αρρώστια, ακόμα και στην αυτοκτονία. Για να πολεμήσουν το καταλυτικό αυτό συναίσθημα που διαλύει τον άνθρωπο και τις κοινωνίες φτάνουν ακόμα και στην αυτοκτονία. Πολλοί αυτοκτονούν γιατί δεν συγκινείται κανείς μαζί τους. Γιατί κανείς δεν συγκινείται ακόμα και με την πιο μεγάλη δυστυχία. « Κανέναν δεν συγκινεί η ζωή μου. Ίσως ο θάνατός μου συγκινήσει κάποιον.» Τον πιστό φίλο, τον καταλαβαίνεις στους κινδύνους, λέει ένα αρχαίο γνωμικό. Ο αυτόχειρας πεθαίνει για να γνωρίσει τους πιστούς φίλους του.
Είμαστε άραγε σε θέση να κατανοήσουμε πόσο μεγάλο κακό κάνουμε στους νέους , όταν τους καταδικάζουμε στη ανεργία; Είναι τόσο μεγάλο κακό, που μπορεί να καταστρέψει τον σημερινό κόσμο, όπως η δουλεία κατέστρεψε τον κόσμο της αρχαιότητας, γιατί δεν μπορούσε να κατανοήσει το μεγαλύτερο από όλα τα προβλήματα αυτού του κόσμου.
Η σημερινή ανεργία των νέων δεν είναι όπως η παλιά . Η παλιά, αυτή που ξέραμε, ήταν προσωρινή και δεν έφταιγαν οι άνεργοι νέοι για την ανεργία τους. Τώρα είναι μόνιμη και για τον άκαρδο κόσμο μας φταίνε οι άνεργοι νέοι για την ανεργία τους. Ένας άγιος λέει γι΄ αυτόν τον κόσμο: «Ή φεύγων φεύγε, ή εμπαίζων έμπαιζε τον πονηρό και μάταια αυτόν κόσμο».
Μια Δευτέρα μετά την Κυριακή των Εκλογών, νιώθουμε ότι δεν μας χρειάζονται, και δεν μπορούμε να υποφέρουμε την πικρή γεύση της αχρηστίας. Θα ’πρεπε η γενιά αυτή που καταδικάζει τους νέους στην ανεργία, να νιώθει διαρκώς τη ναυτία για την ύπαρξή της αντί να νιώθει ο άνεργος νέος τη ναυτία της ύπαρξης.
Κάποιος είπε, και το πιστεύω, πως την εποχή που δεν τηρείται η οδός, οι τιμές είναι ντροπή.