Το βράδυ της περασμένης Παρασκευής, τμήματα στρατού κινήθηκαν εναντίον της εκλεγμένης κυβέρνησης της Τουρκίας και του προέδρου της, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ήταν τυπικό στρατιωτικό πραξικόπημα, που σχεδιάστηκε λάθος. Διαβάσαμε ότι απέτυχε επειδή οι αξιωματικοί που το υποκίνησαν δεν έλαβαν υπόψη τη δυναμική της πληροφορίας, όπως έχει αλλάξει σήμερα με τα social media. Προσωπικώς θεωρώ αβάσιμη αυτή την εκτίμηση. Δεν κράτησαν στην εξουσία τον Ερντογάν ούτε το facebook και το twitter ούτε τα κινητά τηλέφωνα με τη δυνατότητα βιντεοκλήσης. Το πραξικόπημα απέτυχε επειδή δεν είχε ληφθεί πρόνοια εξουδετέρωσης των βασικών πολιτικών εναντίον των οποίων στράφηκε. Όταν πρόεδρος, πρωθυπουργός, αλλά και πολλοί ακόμα παράγοντες της δημόσιας ζωής της Τουρκίας (όπως ο πρώην πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ και ο πρώην πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου) κινούνται ελεύθεροι και, επιπλέον, έχουν τη δυνατότητα να κάνουν δηλώσεις και εκκλήσεις, είναι δεδομένο ότι δύσκολα θα ακολουθήσουν ευρύτερες στρατιωτικές δυνάμεις τους στασιαστές. Επίσης, είναι αδιανόητο να κάνεις πραξικόπημα, ιδίως στην Κωνσταντινούπολη, την ώρα που ο κόσμος είναι στους δρόμους, τρώει, πίνει και διασκεδάζει. Μια στρατιωτική κίνηση τόσο υψηλού ρίσκου δεν είναι λογικό να επιτρέπει τη διακινδύνευση της ζωής και της ακεραιότητας τόσων ανθρώπων. Οι πραξικοπηματίες έπαιξαν ένα πολύ τολμηρό παιχνίδι και έχασαν.
Αλλά στο μεταξύ, η επιλογή τους να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα έχει ευρύτερες επιπτώσεις.
***
Εν αρχή ην ο Ερντογάν. Ένας πολιτικός που ήρθε από το πουθενά, με διαπιστευτήρια θρησκευτικότητας: οπαδός ενός ήπιου σουνιτικού Ισλάμ, εισάγει στο κράτος θρησκευτικά χαρακτηριστικά, με έμφαση στην εκπαίδευση. Επίσης, περιορίζει τη δύναμη του στρατού, που ήταν η κυρίαρχη ελίτ της πριν απ’ αυτόν περιόδου. Ιδρυτής και πρώτος αρχηγός του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, εξελέγη πρωθυπουργός το 2003 και, έκτοτε, έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στη μεταμόρφωση της Τουρκίας σε μια αναπτυσσόμενη δύναμη.
Κάποια στιγμή, ο Ερντογάν είχε τη μεγάλη ευκαιρία να προσδέσει τη χώρα του στην κοινή ευρωπαϊκή μοίρα. Οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρέθηκαν αρωγοί σε αυτή την προσπάθεια, ενώ ταυτόχρονα επιτηρούσαν την προσαρμογή της Τουρκίας στους δυτικούς κανόνες, σε μια σειρά θέματα που έχουν να κάνουν με το Δίκαιο αλλά και με τις ελευθερίες – μεταξύ των οποίων κυρίαρχη είναι η ελευθερία της έκφρασης. Η αποδυνάμωση του στρατού εύρισκε στρατηγικά σύμφωνη την Ευρώπη, στην οποία επικρατούσε αισιοδοξία ότι με κάποιον συμβιβαστικό τρόπο και βοηθούσης της συγκυρίας, θα επιταχυνόταν η διαδικασία ένταξης σε περίπτωση λύσης του Κυπριακού – κάτι που στην αρχή είχε διαφανεί πριν από το δημοψήφισμα του 2004 στην Κύπρο.
Αλλά ο εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας καθυστερούσε, ενώ βαθμιαία στην Ευρώπη άρχισαν να κερδίζουν έδαφος ευρωφοβικές δυνάμεις που ενισχύθηκαν μετά το 2008 και την κρίση στις παγκόσμιες αγορές. Πρωτίστως η Γαλλία του Νικολά Σαρκοζί, με τη Γερμανία να ακολουθεί, πάγωσαν την ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας, η οποία μπροστά στην προοπτική μιας ειδικής σχέσης με την Ευρώπη άρχισε να αναζητεί αλλού εταίρους και συμμάχους. Για ένα διάστημα, ο Ερντογάν πίστεψε ότι θα τους βρει στον ισλαμικό κόσμο, ιδίως μετά τη λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη», την οποία επιχείρησε να προσεταιριστεί. Η εκτροπή της προς φονταμενταλιστικές αυταρχικές λύσεις, το πραξικόπημα Σίσι στην Αίγυπτο και η ανάδυση του Ισλαμικού Κράτους (το οποίο, πιθανόν, στο όνομα της εναντίωσης στην ίδρυση αυτόνομου κουρδικού κράτους, ο Ερντογάν στήριξε) σε Ιράκ και Συρία άλλαξαν τα σχέδιά του. Αλλά την ίδια στιγμή που ο ίδιος, ως πρόεδρος πλέον, επιχειρούσε να διευρύνει την παντοδυναμία του στη χώρα, αλλάζοντας το πολίτευμα, οι συγκρούσεις του με τη Ρωσία του Πούτιν και με το Ισραήλ, συν το προσφυγικό κύμα από τη Συρία, ανέκοψαν ακόμα ένα σχέδιό του, την προβολή της χώρας ως ισχυρής δύναμης σε ένα στρατηγικής σημασίας σημείο, στη νέα γεωπολιτική κατάσταση που διαμορφώνεται.
Σε αυτή την καμπή έδρασαν οι πραξικοπηματίες.
***
Υποκινήθηκαν άραγε οι στασιαστές από τον εξόριστο στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ, ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, όπως διατείνεται ο Ερντογάν; Ίσως ναι, ίσως όχι. Ωστόσο, η δράση τους, ήδη, φέρνει περισσότερο αυταρχισμό. Επιλέγοντας ο Τούρκος πρόεδρος να διαλύσει τμήμα του κεμαλικού κράτους (δικαστικό σώμα και ευρύτερο Δημόσιο) και πιεζόμενος να κάνει πιο αυταρχική τη νομοθεσία (και πιο αυθαίρετη, δηλαδή ανεξέλεγκτη την απονομή της δικαιοσύνης) οδηγεί την Τουρκία ακόμα πιο μακριά από τη δημοκρατική Δύση. Το μέλλον της θα εξαρτηθεί από πολλά, μεταξύ άλλων κι από το βαθμό αύξησης της θρησκευτικής επιρροής στα πράγματα του κράτους.
Η πιθανότητα ο Ερντογάν να επενδύσει σε έναν αυξανόμενο θρησκευτικό φανατισμό, προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία, είναι προφανές ότι σε πρώτο στάδιο θα δημιουργήσει μια συνθήκη εσωτερικής αναταραχής. Οι κοσμικοί στο εσωτερικό της χώρας, και ιδίως στη μητροπολιτική Κωνσταντινούπολη, ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτούν αδιαμαρτύρητα μια τέτοιου τύπου ισλαμοποίηση. Πώς θα αντιδράσουν; Και τι θα κάνει το Ισλαμικό Κράτος;
Αν η Τουρκία ήταν μια μακρινή, εξωτική χώρα, όλα αυτά θα ήταν απλές ερωτήσεις. Να ’χουμε να λέμε. Ατυχώς, είναι η ισχυρότερη γείτων χώρα. Επί πρωθυπουργίας Ερντογάν, εμπεδώθηκε ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία μια πολιτική ήπιας συμπόρευσης, χωρίς εντάσεις και χωρίς τις βαθιές διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες να επηρεάζουν το κλίμα καλής γειτονίας.
Το θέμα είναι τι θα διαδεχτεί αυτό το κλίμα αν οι πολιτικές εξελίξεις αποβούν αποσταθεροποιητικές. Ανεξαρτήτως της κατεύθυνσης που θα λάβει η τουρκική πολιτική, δυτικόστροφη ή πιο ισλαμιστική, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε η Ελλάδα αυτή τη στιγμή θα ήταν μια κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το μέλλον διαρκεί πολύ.