Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο
"Το δε την πόλιν σοι δούνου ουτ' εμόν εστί, ούτ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου εισόμεθα της ζωής ημών" (απόκριση Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου προς Μωάμεθ Β' τον Πορθητή).
Οι κυριότεροι Βυζαντινοί ιστορικοί χρονογράφοι, οι οποίοι κατέγραψαν και διέσωσαν αυθεντικά και τεκμηριωμένα τα γεγονότα, πριν, κατά και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης είναι ο Δούκας, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ο Γεώργιος Φραντζής και ο Μιχαήλ Κριτόβουλος. Με γνώμονα την ιστορική γραφή των παραπάνω χρονογράφων συντίθεται το "Χρονικό της Άλωσης" μέχρι την 29η Μαΐου του 1453, ημέρα που σφράγισε επί αιώνες την πορεία του ευσεβούς Γένους μας. Τον Οκτώβριο του 1448 εκοιμήθη ο Βυζαντινός αυτοκράτωρ Ιωάννης Η' Παλαιολόγος και διάδοχος αυτού ορίσθηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ' ο Παλαιολόγος, ο οποίος εστέφθη στο Δεσεποτάτο του Μυστρά και "εγένετο παρά πάντων δεκτός" στην Κωνσταντινούπολη. Από την άλλη πλευρά, κατά το έτος 1451, είχε πεθάνει ο Σουλτάνος των Οθωμανών Μουράτ Β', ο μετέπειτα Πορθητής της Κωνσταντινούπολης. Από τον Μάρτιο μέχρι και τα τέλη Αυγούστου του 1452 οικοδομείται υπό την απόλυτη επίβλεψη του Μωάμεθ το νέο φρούριο των Οθωμανών στο πιο στενό και δύσπλευστο σημείο του Βοσπόρου προκειμένου να ελέγχεται απολύτως από τους Οθωμανούς η δίοδος του Βοσπόρου. Ταυτόχρονα οι Οθωμανοί προβαίνουν σε σκληρές λεηλασίες στον ευρύτερο χώρο του νέου φρουρίου και δημιουργούν τα πρώτα σοβαρά πλήγματα στους Βυζαντινούς. Τότε ακριβώς (Ιούλιος του 1452) ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος αναγκάζεται να σφραγίσει τις πύλες της Κωνσταντινούπολης. Την ίδια περίοδο ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β' αγωνιά και υποφέρει επειδή βλέπει ότι οι Ρωμιοί είναι αποφασισμένοι να υπερασπισθούν πολεμώντας τα ιερά και τα όσια του Γένους. Είναι δε χαρακτηριστική των τότε ιστορικών, οι οποίοι αναφέρουν ότι ο Μωάμεθ στην Αδριανούπολη "οίκοι διάγων ουκ εδίδου ανάπαυσιν τοις βλεφάροις, αλλά και εν νυκτί και ημέρα την πάσαν φροντίδα της πόλεως είχε, πως αυτήν καταλάβοι, πως κύριος αυτής γένοιτο". Τότε συμβαίνει αναπάντεχα ακόμη ένα κακό. Κάποιος ικανότατος μηχανικός - πιθανότατα Ούγγρος - μεταπηδά από τους Βυζαντινούς στους Οθωμανούς έναντι αδράς αμοιβής και αναλαμβάνει να κατασκευάσει ένα τεράστιο σε μέγεθος κανόνι του οποίου η αποτελεσματικότητα να καταστρέφει τα τείχη της Κωνσταντινούπολης απεδείχθη εφιαλτική από την πρώτη στιγμή. Από την πλευρά τους οι Βυζαντινοί με την αποστολή πρέσβεων ζητούν βοήθεια από την Ιταλία και την Ουγγαρία, αλλά ο Ιωάννης Ουνειάδης για την παροχή στρατιωτικής ενίσχυσης υπέρ των Βυζαντινών ζητεί ως αντάλλαγμα τουλάχιστον την πόλη της Μεσημβρίας στον Εύξεινο Πόντο. Κατά τους μήνες Νοέμβριο - Δεκέμβριο του 1452 ενεργοποιούνται στοιχειωδώς και βαθμιαία η Βενετία και η Γένοβα ύστερα από σειρά σοβαρών εχθρικών επιθέσεων των Οθωμανών εναντίον δικών τους υπηκόων. Υποβάλλουν αιτήσεις για παρέμβαση του Πάπα Νικολάου Ε' προς τους Δυτικούς ηγεμόνες και τελικώς αποφασίζουν τη στρατιωτική ενίσχυση μόνον των δικών τους εγκαταστάσεων στον Εύξεινο Πόντο και στη συνοικία Πέραν της Κωνσταντινούπολης. Τον Δεκέμβριο του 1452 γίνονται στην Κωνσταντινούπολη δεκτοί από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ο ελληνικής καταγωγής εξωμότης Επίσκοπος του Κιέβου Ισίδωρος ως απεσταλμένος του Πάπα και ο Λεονάρδος Χίος, Λατίνος Επίσκοπος Μυτιλήνης. Με τους δύο αυτούς παπικούς απεσταλμένους στις 12 Δεκεμβρίου 1452 με συναίνεση και παρουσία του Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου κηρύσσεται στην Αγία Σοφία η ένωση των δύο Εκκλησιών προκαλώντας την εντονότατη δημόσια αντίδραση της μερίδας των Ορθοδόξων ανθενωτικών, οι οποίοι γνώριζαν ότι τίποτε δεν μπορούσε ν' αναμένουν ως βοήθεια από τους Λατίνους. Γράφεται μάλιστα ότι το ανοσιούργημα της ψευδοενώσεως των Εκκλησιών θεωρήθηκε από τους πνευματικούς ανθρώπους της Πόλης ως πράξη ασυγχώρητη από τον Θεό, ο οποίος απέστρεψε το πρόσωπο αυτού από τους Βυζαντινούς και η Πόλη έπεσε στα χέρια των αλλοθρήσκων Οθωμανών. Στα τέλη Δεκεμβρίου 1452 αποφασίζεται να παραμείνουν στην Κωνσταντινούπολη και να συμμετάσχουν στην άμυνά της όσα πλοία είχαν ελλιμενισθεί για εμπορικούς λόγους αλλά ένας αριθμός από αυτά - κυρίως βενετικά - δεν πειθαρχεί και αποχωρεί φυγαδεύοντας και εκατοντάδες ένοπλους άνδρες. Στα τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου του 1453 οι Οθωμανοί μεταφέρουν το μεγάλο κανόνι από την Ανδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη και συγκεντρώσουν σταδιακά τα στρατιωτικά σώματα του Μωάμεθ. Λαμβάνουν θέσεις απέναντι από τα χερσαία τείχη της Κωνσταντινούπολης και σταδιακά αποκλείουν την πόλη από ξηράς. Οι Βυζαντινοί ενισχύουν με κάθε μέσο τα τείχη, χερσαία και θαλάσσια και στις 2 Απριλίου κλείνουν με τη μεγάλη αλυσίδα την είσοδο του Κερατίου Κόλπου. Παρά την κρισιμότητα των στιγμών η αντιπαράθεση ενωτικών και ανθενωτικών είναι πάντοτε αισθητή. Γράφεται μάλιστα ότι ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς, όταν είδε τον αναρίθμητο στρατό των Οθωμανών είπε: «Κρειττότερον εστί ειδένας εν μέση τη Πόλη φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων η καλύπτραν Λατινικήν». (Είναι καλύτερο να δει κάποιος στη μέση της Πόλης να βασιλεύει τούρκικο φακιόλιο παρά παπική τιάρα).
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος προασπίζεται μάχιμες θέσεις, τη γνωστή ως πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ σώμα ενόπλων κινείται παντού στο εσωτερικό της Πόλης. Στο πεδίο της μάχης δηλαδή η αναλογία ήταν ένας Ρωμιός προς είκοσι Οθωμανούς.
Στις 5 - 7 Απριλίου έχουμε την έναρξη της πολιορκίας της Πόλης και στις 12 Απριλίου αρχίζουν συνεχείς κανονιοβολισμοί των χερσαίων τειχών, ημέρα και νύχτα από τους Οθωμανούς. Οι Βυζαντινοί αμύνονται σθεναρά εξουδετερώνοντας τις βολέ τους - φτιάχνονταν με επινοητικότητα ειδικές κατασκευές στους χώρους αντίστασης - και δημιουργούν νέα προκαλύμματα και προμαχώνες.
Στις 18 Απριλίου ξημερώματα, η πρώτη εισβολή των Οθωμανών στα τείχη αλλά απωθούνται επιτυχώς από τους Βυζαντινούς. Εξοργισμενος τότε ο Μωάμεθ αντικαθιστά και τον αρχηγό του στόλου του. Στις 7 Μαΐου γίνεται αποτυχημένη επίθεση κατά χερσαίων τειχών με 30.000 άνδρες και ισχυρές απώλειες των Οθωμανών. Στις 12 Μαΐου ο Μωάμεθ τυφλωμένος από το πάθος να κατακτήσει την Πόλη διατάζει ισχυρή δύναμη 50.000 ανδρών μεσ’ τα μεσάνυχτα και επιτίθεται λυσσαλέα. Κι από τις δύο πλευρές οι απώλειες υπήρξαν μεγάλες. Ο αυτοκράτορας εκείνη τη νύχτα - παρά τις πιέσεις που δέχεται από το στενό περιβάλλον του να εγκαταλείψει την Πόλη - δεν υποχώρησε.
Αξιο, ιδιαίτερης μνείας, είναι το γεγονός ότι κατά την ημέρα της ονομαστικής του εορτής των Κωνσταντίνου και Ελένης (21 Μαΐου) η πρόταση του Μωάμεθ προς τον αυτοκράτορα να παραδώσει την Πόλη με αντάλλαγμα την ελευθερία και την περιουσία του ίδιου, της οικογένειάς του και των αρχόντων του. Τότε ο γενναίος και μαρτυρικός Ρωμιός αυτοκράτορας αποκρίνεται στον Μωάμεθ με τις παραπάνω «ανδρειωμένες φράσεις» που περιγράψαμε στο ξεκίνημά μας, αυτού του άρθρου - αφιερώματος, για το Χρονικό της Αλωσης.
Μεταξύ 25ης και 26ης Μαΐου συμβαίνουν διάφορα εντυπωσιακά δυσοίωνα, όπως η πτώση της Ιεράς Εικόνας της Θεοτόκου κατά τη λιτάνευσή της και «τούτο παράδοξον γεγονός πάσιν αλέβαλεν». Παράλληλα ισχυρή καταιγίδα με αστραπές και χαλάζι αναστατώνει τους Βυζαντινούς, ενώ την επομένη «έλος βαθύ την Πόλιν πάσαν περιεκάλυψε από πρωίας βαθίας έως εσπέρας».
Κατά τις δύο τελευταίες ημέρες (26 και 27 Μαΐου) προς της Άλωσης ο οθωμανικός στρατός προετοιμαζόταν με νηστεία και προσευχή. Φωτοχυσίες και θορυβώδεις νυχτερινοί εορτασμοί στο οθωμανικό στρατόπεδο έσπερναν τον πανικό στους πολιορκημένους Ρωμιούς. Η μεγάλη και τελική επίθεση.
Κατά τα ξημερώματα της 19ης Μαΐου ημέρα της μάρτυρος Αγίας Θεοδοσίας, αρχίζει η επίθεση των Οθωμανών με κύριο στόχο την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Παρά τη σθεναρή αντίσταση των πολιορκημένων σχεδόν ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η διείσδυση των Οθωμανών γενιτσάρων από την Κερκόπορτα και από την Πύλη του Χαρισίου.
Επικρατεί παντού πανικός και όλοι κατακτητές και μη κατευθύνονται στο κέντρο της Πόλης. Θρίαμβος, λεηλασία, αγριότητα και βιαιοπραγίες για τους κατακτητές. Σφαγή, αιχμαλωσία και κάθε είδους ατίμωση για τους κατακτημένους.
Τότε πεθαίνει μαχόμενος μέχρι το τέλος επί των επάλξεων και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος. Αξιοσημείωτη η περιγραφή του χρονογράφου Φραντζή για τη πίστη και την ταπεινότητα του αυτοκράτορα: «Ερχόμενος ο Κωνσταντίνος στον πάνσεπτο ιερό ναό της Του Θεού Σοφίας για την τελευταία θεία λειτουργία προσευχήθηκε κλαίγοντας και γονυπετής, μετάλαβε τα Αχραντα και Θεία Μυστήρια. Έπειτα μετέβη στα ανάκτορα, σταμάτησε για λίγο και ζήτησε συγχώρεση από τους πάντες. Ποιος να διηγηθεί τα κλάματα και τους θρήνους στο παλάτι εκείνη την ώρα; Ακόμη κι αν υπήρχε άνθρωπος σκληρόκαρδος ήταν αδύνατον να μην θρηνήσει».
Αξιοπρόσεκτο επίσης των χρονογράφων ότι ο Κωνσταντίνος βλέποντας την Αλωση της Πόλης είπε γοερά τις εξής φράσεις: «Δεν υπάρχει κανείς Χριστιανός να πάρει το κεφάλι μου; Χίλιες φορές να πεθάνω παρά να ζήσω και να δω την Αλωση της Πόλης». Ο ίδιος ο Φραντζής δεν είναι υπερβολή όταν γράφει ότι: «ολόκληρη τη Πόλη δεν φαινόταν σπιθαμή χώμα από τις σωρούς των νεκρών».
Ο δε Μωάμεθ Β΄ο Πορθητής αφού εισήλθε έφιππος στον ιερό ναό της Του Θεού Σοφίας για να προσευχηθεί για τη νίκη του μετέβαλε τη «Μεγάλη Εκκλησία» όπως λέγεται σε τέμενος. Η Πόλη Εάλω και ήταν Μάιος του 1453.
Κατά μήνα Μάιο είχαν γίνει τα εγκαίνια των Κωνσταντινούπολης και πάλι κατά μήνα Μάιο «επάρθεν η Ρωμανία». Κωνσταντίνος ο Μέγας την έχτισε και επί Κωνσταντίνου εάλω. Η Κωνσταντινούπολη ήταν και παραμένει Πόλη της Θεοτόκου, η πόλη των θρύλων, των δακρύων και των στεναγμών του ευσεβούς γένους μας.
Τελικά η Πόλη των πόλεων διαχρονικά αποτελεί την «κιβωτό της ρωμιοσύνης και της Ορθοδοξίας».