Από τον Νίκο Κύρκο
Κάθε φορά που βλέπω στην τηλεόραση τις πολύχρωμες μικρές σκηνές των προσφύγων, στημένες στις διάφορες περιοχές της χώρας, φέρνω στον νου μου την εποχή που εξαναγκασμένοι λόγω συνθηκών, να 'ρθουμε στη Λάρισα ζούσαμε για μεγάλα διαστήματα, για χρόνια, μέσα σε σκηνές. Σκηνές χοντρές, βαριές, αντοχής, των τριάντα σαράντα μπορεί και περισσότερων ατόμων, στρατιωτικές, χρώματος χακί, προς το βαθύ πράσινο. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο μεγάλες σκηνές, εκτός αυτών που έστηναν οι γύφτοι στα μπαΐρια όταν κατασκήνωναν έξω απ' το χωριό.
Την πρώτη μέρα του ερχομού μας στην πόλη, μας οδήγησαν, ολόκληρες οικογένειες, πολυμελείς, άγνωστες μεταξύ τους, από διαφορετικά χωριά η κάθε μία, στην περιοχή όπου χρόνια μετά, λειτούργησε η Ακαδημία. Εκεί περάσαμε αρκετές βδομάδες. Πόσες, δεν θυμάμαι να πω. Συνθήκες διαβίωσης, στοιχειώδεις. Μία βρύση εξυπηρετούσε εκατοντάδες ανθρώπους. Βροχές, λάσπες, χιόνια, κρύο, γκρίνιες, απλυσιά, αξυρισιά. Φτώχια και των γονέων. Με γουρουνοτσάρουχα στα πόδια οι τυχεροί, με τσιρέπια και γουρουνοτσάρουχα οι τυχερότεροι.
Μετά, ύστερα μας στρίμωξαν σε σκηνές πάλι, εκεί όπου αργότερα υψώθηκε το κτίριο του ΙΚΑ. Πάλι από την αρχή. Στρώσιμο ξεστρώσιμο. Καινούρια γειτονιά. Καινούριοι συνσκηνίτες. Τρία χρόνια περιπλάνηση στην ίδια πόλη. Πρόσφυγες στην ίδια μας τη χώρα. Μόλις τακτοποιούμασταν και κοιμόμασταν μερικά βράδια, ερχόταν μια διαταγή, μαζεύαμε τα μπογαλάκια μας, τα φορτώναμε σε στρατιωτικά τζέιμς κι από δω πάνε κι άλλοι. Σήκω πάπια μ' σήκω χήνα μ'. Γύρω, οι ντόπιοι. Άλλοι μας καλοκοίταζαν, άλλοι μας εχθρεύονταν. Γιατί μας εχθρεύονταν; Δεν ήθελαν να μας βλέπουν. Σάμπως εμείς θέλαμε να τους βλέπουμε;
Σήμερα το ΙΚΑ ως κτίριο στη θέση εκείνη δεν υπάρχει. Κατεδαφίστηκε. Ο χώρος είναι όπως τότε ένα μεγάλο οικόπεδο, αχρησιμοποίητο, εν αναμονή υποθέτω ανέγερσης νέου κτίσματος. Στη θέση αυτή ξοδέψαμε από την πολύτιμη ζωή μας κανένα εξάμηνο, ώσπου μίαν ωραία πρωία ή ένα βροχερό απόβραδο, μας μεταφέρανε εκεί όπου τώρα βρίσκεται το Κουτσίνειο Λύκειο. Εκεί ήταν καλά. Μπήκαμε σε παράγκες. Φτιαγμένες από σανίδια. Χωρίσματα από απέλες. Σκεπή από πισσόχαρτο. Οι "τουαλέτες" βρίσκονταν στο βάθος και αριστερά. Επί της Λογιωτάτου. Πέρα, μακριά, υπήρχε αντιπλημμυρικό ανάχωμα. Καλύπτεται από την οδό Ηρώων Πολυτεχνείου. Κοντά ήταν το 4ο Δημοτικό όπου φοίτησα τις τρεις πρώτες τάξεις.
Ήταν πολλές παράγκες. Σε δέκα δεκαπέντε παράλληλες μακριές σειρές. Άνθρωποι βουνίσιοι, καμπίσιοι. Με διαφορετικά χούγια ο καθένας. Ανακατωμένοι. Πολλοί κοντοχωριανοί, γνωρίζονταν μεταξύ τους. Μια μεγάλη πολυπληθής χωριατοπαραγκούπολη. Η κάθε οικογένεια είχε το δικό της διαμέρισμα. Ένα δωμάτιο με χώρισμα για κουζίνα. Στρώσαμε κουρελούδες δεξιά-αριστερά. Διάδρομος στη μέση, ίσα που χωρούσε να περάσεις. Μαγειρεύαμε έξω, μπροστά στην πόρτα μας. Εκτός από μας τους χωριάτες στεγάζονταν και άλλοι. Υπάλληλοι, αξιωματούχοι. Το πρωί με τρόπο τραβούσαμε στο βάθος για την ανάγκη μας, περιμένοντας, όπως συμβαίνει, να τελειώσει ο προηγηθείς τυχερός. Δε θυμάμαι αν το άγαλμα του Ρήγα Φεραίου, το οποίο φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γεντέκος, που τον είχαμε καθηγητή των τεχνικών στο Β΄ Γυμνάσιο λίγα χρόνια κατόπιν, ήταν από τότε εκεί ή τοποθετήθηκε αργότερα. Μάλλον αργότερα. Λίγο.
Δύσκολα χρόνια. Δύσκολη ζωή. Στο χωριό δεν πηγαίναμε. Οι αποστάσεις φαίνονταν μακρινές. Δεν υπήρχε μέσον. Η πόστα έκανε δύο ώρες για να διανύσει απόσταση τριάντα χιλιομέτρων και μόνο εάν οι τρενογραμμές ήταν ακέραιες. Εγώ πάντως ως μικρός τα περνούσα φίνα και ωραία, όπως όλοι οι μικροί του κόσμου. Μάλιστα βοηθούσα και στο κουρείο του πατέρα, ξεσκονίζοντας τους πελάτες. Είχε καταφέρει να στήσει στο πεζοδρόμιο, επί της Ηπείρου, μπροστά από την παράγκα, ένα μικρό κουρείο. Βρήκε παλιά άδεια βαρέλια που το περιεχόμενό τους, η πίσσα, είχε χρησιμοποιηθεί από την εταιρία ΜΠΟΥΤ, για ασφαλτόστρωση δρόμων, τα ίσιαξε και έκανε το κουρείο. Κουρείο Λουξ. Τσίγκια από πάνω, τσίγκια από δίπλα. Το καλοκαίρι η ζέστα έλιωνε τα υπολείμματα της πίσσας, αλλά η βαριά ατμόσφαιρα, μετριαζόταν από το δροσερό άρωμα της λεβάντας δικής του επινόησης, που την έτριβε με δύναμη στα μάγουλα και προ παντός στο σβέρκο των πελατών. Ο πατέρας δεν ήταν ούτε λυκοτσάκαλος, ούτε λυκοστράτης. Δεξιός ψάλτης στο χωριό, καλός βιολιστής, μαραγκός, κουρέας. Πολλά ταλέντα είχε. Νοικοκύρης. Τα καλά τα χρόνια, έπαιζε με τον συχωριανό του τον Βάιο το Μαλλιάρα, το πρώτο κλαρίνο στον τόπο μας. Πήγαιναν σε πανηγύρια, σε γάμους. Όταν γνωρίστηκε με το σινάφι του εδώ, σύχναζε στο Τσούγκαρη, στο "Καφενείο των Μουσικών", χωρητικότητας εννιά-δέκα τραπεζιών. 'Ολοι αυτοί οι καλλιτέχνες το στρώνανε από το πρωί στην πρέφα, στο τάβλι, και στο τσίπουρο, περιμένοντας να φανεί κα 'νας γαμπρός για να τους καλέσει να παίξουνε στο γάμο του. Κάποιες Κυριακές μας μοίραζαν οι επιτετραμμένοι τρόφιμα, ρούχα, παπούτσια, όπως γίνεται τώρα με τους πρόσφυγες. Θυμάμαι το γάλα σκόνη, το πρωινό ρόφημα στο σχολείο που δεν το χόρταινα. Τελικά καταλήξαμε στην πιο όμορφη, την πιο κοντινή στο κέντρο συνοικία της Λάρισας. Τα Ταμπάκικα.
'Όσο περνούσε ο καιρός, οι μέρες, οι μήνες, τα πράγματα καλυτέρευαν. Κάθε πρωί ξυπνούσαμε με την ελπίδα παραμάσχαλα. Στον ορίζοντα φωσφόριζε το μέλλον. Τα κέντρα διασκέδασης, το Φρούριο, η Όασις, το Αλκαζάρ, ξανάνοιξαν. Έφεραν μεγάλες ορχήστρες κι ο κόσμος, χορεύοντας ξανάβρισκε το βηματισμό του. Τα Α΄ Β' Γ΄ μνημόνια δεν υπήρχαν ούτε ως λέξη. Ορθοποδήσαμε. Βγάλαμε τα γρουνοτσάρουχα και φορέσαμε σκαρπίνια. Πατήσαμε ξανά στα πόδια μας. Όπως όλη η Ελλάδα.
Τ' ακούς Χαρικλειό;