Αχιλλέας Ε. Κούμπος – συγγραφέας
Όταν ξεκινούσα τη συγγραφή του αφιερώματος «αναζητώντας την ελληνική ταυτότητα», αυτόματα θεώρησα σκόπιμο να ξεκινήσω με την έρευνα των ονομάτων «Ελλάδα» και «Έλληνας». Τι πιο φυσικό, είπα, από το να προσδιορίζει την ταυτότητά μας το όνομά μας; Όμως μετά από ορισμένες δεύτερες σκέψεις, συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Το όνομα, πολλές φορές, μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας απόφασης που δεν στηρίζεται σε κάτι στέρεο, όπως, για παράδειγμα, το όνομα ενός παιδιού που πρόκειται να γεννηθεί σύντομα. Κάποιος με παραδοσιακές αρχές θα προτείνει το όνομα του παππού ή της γιαγιάς του πατέρα∙ οι πιο προοδευτικοί διαλέγουν ένα όνομα που άκουσαν και τους άρεσε∙ οι πιο φανατικοί πάνε μια βόλτα στην αρχαία Ελλάδα και γυρίζουν με τις αποσκευές γεμάτες από τα ονόματα «Περικλής», «Μιλτιάδης», «Νεφέλη», «Αχιλλέας» (για να ευλογήσω τα λαρισαϊκά γένια!) και πάει λέγοντας. Έτσι και στις ονοματοδοσίες των Εθνών (και των λέξεων γενικά), οι προτιμήσεις του λαού καθορίζουν το όνομά τους.
Υπάρχει διάχυτη η αίσθηση σήμερα ότι οι λέξεις διατηρούν την ίδια σημασία ενώ οι εποχές αλλάζουν και η ιστορία εξελίσσεται. Αυτή είναι μια πεποίθηση που οι άνθρωποι θεωρούν σωστή μόνο και μόνο γιατί η λέξη βρίσκεται σε καθημερινή χρήση. Όταν, ας πούμε, χρησιμοποιούμε στην καθομιλουμένη τη λέξη «πολιτισμός», η επανάληψή της μάς αποσπά από το περιεχόμενό της, ώστε την ενσωματώνουμε στις φράσεις και στις σκέψεις μας. Όμως, πόσοι γνωρίζουμε ότι η λέξη σημαίνει «το σύνολο των πνευματικών και υλικών επιτευγμάτων του κοινωνικού συνόλου» και είναι μια επινόηση του Κοραή, που εμφανίστηκε το 1804 στη γλώσσα μας;
Οι «λέξεις» είναι παιδιά της εποχής τους που μας βοηθούν να επικοινωνήσουμε, ενώ η «ετυμολογία» των λέξεων είναι μια μορφή αρχαιολογικής έρευνας που βοηθά στην αναζήτηση της πηγής τους. Όπως σκάβουμε στο χώμα για να ανακαλύψουμε αντικείμενα, με τον ίδιο τρόπο σκάβουμε μέσα στις λέξεις (στο «έτυμον», την αλήθεια δηλαδή) και στα κείμενα ώστε να μας αποκαλύψουν το παρελθόν μας.
Το όνομα «Έλληνας». Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη, «Έλληνας είναι ο πολίτης του Ελληνικού κράτους» και «το πρόσωπο που ανήκει στο ελληνικό έθνος (ανεξάρτητα αν είναι Έλληνας πολίτης)». Στον Όμηρο, ο Έλλην ήταν ο τοπικός κάτοικος της θεσσαλικής Φθίας, της περιοχής της Λαμίας δηλαδή. Στον Θουκυδίδη ο μυθικός ήρωας Έλληνας ταξίδευε εδώ και εκεί σε πολλές πόλεις, ενώ ο Ηρόδοτος πιστεύει ότι ο όρος Έλληνας χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει την κοινή προέλευση των διαφόρων φυλών τού ελληνικού χώρου. Τώρα από πού ήρθαν αυτές οι φυλές και ποιες είναι, το αφήνουμε στη φαντασία των Ελλήνων!
Αργότερα, κατά τα χρόνια του πρώιμου χριστιανισμού, Έλλην ή Εθνικός ήταν ο ειδωλολάτρης. Οι σημερινές περιστασιακές αναβιώσεις του δωδεκαθεϊσμού μάς θυμίζουν εκείνη τη μακρινή εποχή, ενώ θα πρέπει να συμπληρώσω ότι με την επισημοποίηση του χριστιανισμού και την αναγωγή του από ιδεολογία σε θρησκεία με ιεραρχία και τελετουργικό, καθετί ελληνικό, όπως τα κείμενα και η τέχνη, αποκηρύσσεται. Τέλος, Αχαιοί, Δαναοί, Αργείοι, αλλά και Γραικοί και Ρωμιοί, συμπληρώνουν το καρέ της ονοματολογικής σύγχυσης. Επίσης, ο ιστορικός Κωνσταντίνος Κούμας (Βιέννη 1832) μάς λέει ότι οι φαναριώτικες οικογένειες αναπροσδιορίζονταν ως «το περίβλεπτον γένος των Ρωμιών» και «βλασφημίαν ήκουαν αν τους ωνόμαζε τις Γραικούς ή Έλληνας»! Μύλος με το όνομα!
Όμως τι μας καθιστά «Έλληνες», «Αφγανούς», «Κινέζους» κ.λπ.; Θα επιχειρήσω να δώσω έναν σύγχρονο ορισμό, μιας και οι εποχές αλλάζουν. Το όνομα ενός έθνους, όπως το «Ελλάδα» για παράδειγμα, συμπεριλαμβάνει όλα «εκείνα τα κοινά χαρακτηριστικά μιας ομάδας ανθρώπων, που εκουσίως και αυτοβούλως θέτουν τον εαυτό τους ως μέρος της ομάδας, τόσο στην πίστη σε αξίες, σκοπούς και παραδόσεις, όσο και στις προσδοκίες και τα όνειρα για το μέλλον. Η γλώσσα, η καταγωγή, η θρησκεία δεν είναι πλέον απαραίτητα στοιχεία για να είσαι μέρος της ομάδας που αποτελεί το έθνος αλλά η συνείδηση και κυρίως η πολιτογράφηση μέσα από νόμιμες διαδικασίες γίνονται τα θεμέλια πάνω στα οποία θα χτιστεί το νέο έθνος».
Όμως τα πράγματα αλλάζουν καθώς αλλάζουν οι καιροί. Σήμερα για να είσαι Έλληνας, δεν χρειάζεται να έχεις γεννηθεί στην Ελλάδα, δεν χρειάζεται να είσαι ορθόδοξος, δεν χρειάζεται να είσαι λευκός, δε χρειάζεται να μιλάς καν ελληνικά. Αν κάποιος έχει αντίρρηση, ας ρίξει μια ματιά στα κριτήρια ιθαγένειας ή στις ελληνοποιήσεις των αθλητών στις εθνικές ομάδες. Φαίνεται ότι μόνη προϋπόθεση είναι μια υποτυπώδης καταγωγή, και αν αυτή δεν φτάνει, αρκεί η πίστη ότι είμαι Έλληνας. Αυτό με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο, όχι μόνο γιατί δε χρειάζονται «πιστοποιητικά ελληνικότητας» αλλά γιατί μόνο η συνείδησή μας μπορεί να μας κατατάξει σε ποιο έθνος θα ανήκουμε. Αν επιθυμώ να είμαι Γάλλος, τότε ασπάζομαι τους κανόνες και τις ιδέες της Γαλλίας και πηγαίνω να ζήσω εκεί. Το ίδιο αν θέλω να γίνω Αμερικανός. Το ζητούμενο σήμερα είναι ότι ελάχιστοι θέλουν να γίνουν Έλληνες και ο λόγος δεν είναι μόνο οικονομικός, αλλά πρωτίστως ότι δεν μπορούμε να εμπνεύσουμε ξεκάθαρα τις δικές μας αξίες, την ελληνικότητά μας.
Στην τελική επικράτηση του ονόματος «Έλληνας» έπαιξαν δύο παράγοντες αποφασιστικό ρόλο. Ο ένας είναι ότι οι Ευρωπαίοι μάς θεώρησαν αυτούσιους απόγονους των αρχαίων Ελλήνων. Ο δεύτερος είναι ότι εμείς το πιστέψαμε! Ήδη έχω κάνει αναφορά στο προηγούμενο άρθρο στην παρανόηση των ιδεωδών της γαλλικής επανάστασης. Μήπως τελικά είμαστε προϊόν μιας ιστορικής παρανόησης που όμως υπήρξε αναγκαία; Οι περιηγητές της εποχής αποκαθιστούν εν μέρει την αλήθεια για το ποιους έψαχναν και ποιους βρήκαν, αλλά το κακό είχε γίνει. Ποτέ δεν θα συμβιβαστεί η πίστη μας ότι είμαστε απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων με την ιδέα ότι είμαστε κάτι εντελώς διαφορετικό. Αυτό που πράγματι είμαστε αναζητώ και σίγουρα δεν είμαστε Αρχαίοι Έλληνες. Αν έχετε αντίρρηση κοιτάξτε τον γείτονά σας! Δύσκολα θα βρείτε κάτι που να θυμίζει έστω «Αριστοτέλη» ή «Θουκυδίδη»!
ΥΓ την επιμέλεια των κειμένων κάνει η φιλόλογος Αγγελική Γρούτα
www.ak.gr