Από τον Κώστα Χατζή
Η συζήτηση και ο προβληματισμός για την «κάβα των μέτρων» είχαν τις άμεσες συνέπειές τους. Μια από αυτές και η αρρυθμία στην πληροφόρηση. Έτσι ανανεώθηκε το: «Κάψε ξερά ξύλα, βρες παλιούς φίλους, πιες παλιό κρασί, διάβασε παλιά βιβλία…». Ευτυχώς, παραμένει διαθέσιμη και προσιτή, για πολλούς από εμάς, η άλλη ‘κάβα’. Αυτή η συντροφιά με τα σκονισμένα-αναπόφευκτα-βιβλία, τα διαβασμένα ή «εν αναμονή», με τον αραχνιασμένο-αναπόφευκτα-αλλά ταξινομημένο Τύπο.
Προκαλεί την επιλογή από τα «παλιά» και η οσμή από το πολυκαιρισμένο χαρτί. Ιδιαίτερα, αν το κριτήριο επιλογής είναι η διάρκεια και η αντοχή κάποιων μαρτυριών. Με αυτά κατά νου, προτείνονται τρία… προσανάμματα σκέψης για τις ημέρες που έρχονται. Τρεις είναι οι λέξεις «κλειδιά»: Α) Τιμή (μπέσα)- Β)Βουλευτής (βουλευτιλίκι)-Γ)Εξουσία (αμοιβαιότητα).
Α) Από το βιβλίο του Ν. Π. Ανδριώτη «Ιστορία της ελληνικής γλώσσας»(*) ένα έξοχο δείγμα ιδιωματικού λόγου. Από το Πάπιγκο της Ηπείρου.
[Έκαμαν μια φουρά συντροφιά η τιμή, η φουτιά κι του νιρό. Ικεί π’ πιρβατούσαν, λεν τς φουτιάς οι άλλ’ δυό οι συντρόφ’ τς - Άμα σι χάσουμι, πού θα σι ματαβρούμι; - Όπ’ ιδείται καπνό, τς λέει, ικεί μι βρίσκιτι. Ρουτούν κι του νιρό – Σα σι χάσουμι εσένα, πού θα σι ματαβρούμι; - Όπ’ χλουρό λ’ βάδ’, ικεί είμι κι ιγώ. Λεν στου τέλους κι τς τιμής. – Ισένα, κυρά τιμή, σα σι χάσουμι, πού θα σι ματαβρούμι; - Ιμένα, τς είπι, να μη μ’αφήνιτι απού του κουντό. Άμα μι χάσιτι μια φορά, π’ θινά δε θα μι βρείτε.]
Το κοινοβουλευτικό μας σύστημα δίνει τη δυνατότητα της επιλογής των αντιπροσώπων μας. Και την επιβράβευση των μπεσαλήδων, όπως και την απαξίωση όσων πατούν την τιμή τους. Και, μάλιστα, με δυό τρόπους. Είτε με αυτοδιάψευση, αν το τραβάει η καρδούλα τους, κάτι που συνηθίζεται πολύ τώρα τελευταία, είτε με τον δημόσιο έλεγχο. Επειδή, όμως, το παραπάνω κείμενο επαναλαμβάνεται, αφού δημοσιεύτηκε στη στήλη, πριν από πολλά-πολλά χρόνια, συμπεραίνεται ότι το σύστημα χρειάζεται βελτιώσεις…
Β)Από το βιβλίο «Ιδού ο άνθρωπος» του Ανδρέα Λασκαράτου(**) ένα απόσπασμα από το κείμενο «Ο υποψήφιος βουλευτής»(1886). Με την αυθεντική ορθογραφία του.
[Ο υποψήφιος τούτος πολύν καιρόν πριν της ψηφοφορίας αρχίζει να χαιρετά, τους μεν εγκαρδίως, τους δε βαθυσεβάστως, όλους όσους έχουν ψήφο. Κάποτε βάνει απάνου κ’ εφημερίδα, με την οποία κατακρίνει αυστηρώς τας πράξεις της κυβερνήσεως, ως ασύμφορες δια τον λαόν. Αν ημπορέση και ατομικώς να χτυπήσει υπαλλήλους της κυβερνήσεως, θαν ήναι μια τύχη δι’ αυτόν. Αφού εξεσπάθωσεν υπέρ του λαού, όσους περισσότερους υπέρ του λαού θανατώση, τόση περισσότερη η αξιομισθία του.
Πηγαίνει στα χωριά και γλυκομιλεί του χωριάτωνε: «Αδελφάκια μου και αϊταιράκια μου…». Τις ύστερες μέρες βγάνει και πρόγραμμα. Στο πρόγραμμά του υπόσχεται όσα και ο πρωθυπουργός υπόσχεται στον βασιλικόν λόγον και, εννοείται, με την ιδίαν ιδέαν εχτελέσεως.
Αν ήναι πλούσιος, ή αν έχη πλούσιους υποστηριχτάς, οι φτωχοί ψηφοφόροι εκείνες τες ημέρες οικονομούνται με 5-10-15 φράνκα ο καθένας δια την ψήφον του. Επειδή ο υποψήφιος αγοράζει, πότε φτηνά, και πότε ακριβά, κατά τους ανθρώπους, και κατά την ώρα.
Τελειωμένο έτσι και πιτυχημένο το έργον του εις τον τόπο του, φεύγει τότε δια τας Αθήνας. (Ω, Αθήνα μου, βουλευτάδες οπού σου στέλνουμε!...). Στας Αθήνας, ο εις τον τόπο του μεγαλέμπορος εκλογικών ψήφων παρουσιάζεται μεταπράτης, αλλά θησαυρού μεταπράτης, επειδή φέρνει χιλιάδες ψήφους συμπυκνωμένας εις μιαν μόνην, αλλά πολύτιμην ψήφον, δυναμένην να συντελέσει εις την στερέωσην, ή εις την φτώσην του υπουργείου.
Μια τέτοια ψήφος, ένας τέτοιος πολύτιμος αδάμας, δεν αγοράζεται με 5-10-15 φράνκα. Αλλά, με δημόσιες θέσεις του υιού, του αδελφού, του ξαδέλφου, με μετάθεσες μη ευνοούμενων υπαλλήλων, με παύσες, με διορισμούς, με ρουσφέτια άλλα. Και έτσι, τελειωμένη και τούτη η δεύτερη πράξη, τελειώνει μαζύ της και όλο το βουλευτικό στάδιο του βουλευτή μας.
Οποίο κατόρθωμα δια τον τόπο, και δια το έθνος!]
Οποία περηφάνια για την διατήρηση των εθνικών μας παραδόσεων!
Γ)Μας φταίει η εξουσία, γενικώς. Μας φταίει το σύστημα, γενικώς. Μας φταίνε και οι πολιτικοί μας, γενικώς. Είναι γνωστός ο τρόπος για να βρούμε το άλλοθι που στηρίζει τη δική μας αθωότητα, παραγνωρίζοντας την αμοιβαιότητα στη σχέση εξουσίας-εξουσιαζόμενου.
Τη διάγνωση, όμως, την είχε κάνει εύστοχα, από τον 18ο αιώνα ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος(***), συνεκδότης με τον Βλάση Γαβριηλίδη, του σατιρικού ‘Ραμπαγά’:
«Βρε Μούσα, ασ’ τον βασιλιά,
Ο βασιλιάς δε φταίει.
Φταίει μονάχα ο λαός
που βασιλιά διαλέει».
(*)-Έκδοση του Ινστιτούτου Νεοελληνικών σπουδών (1992)
(**)-Εκδόσεις ‘Ερμής’-(1993)
(***)-Θ. Καρζή ‘Η σάτιρα και η παγκόσμια ιστορία της’-Εκδόσεις Καστανιώτη (2006)
xatzis@hotmail.com