Του Γιάννη Μπασλή δρ.φ
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας σε πολλές πόλεις όσοι Έλληνες ασκούσαν το ίδιο επάγγελμα, π.χ. του χρυσοχόου, του γουναρά, του χτίστη, του εμπόρου κ.λπ., δημιουργούσαν επαγγελματικές ενώσεις και οργανώνονταν σε συντεχνίες, σινάφια (από την τουρκική λέξη esnaf), για να περιφρουρήσουν τα επαγγελματικά και οικονομικά τους συμφέροντα. Τέτοια π.χ. ήταν η συντεχνία, το σινάφι, των γουναράδων της Καστοριάς, των χρυσοχόων στα Γιάννενα κ.λπ. Οι συντεχνίες αυτές αποτέλεσαν τον κινητήριο μοχλό στην οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων. Σε πολλά ορεινά κυρίως χωριά με αμιγή ελληνικό πληθυσμό, όταν ένα επάγγελμα άρχισε να «έχει πέραση», ήταν επόμενο αυτό να διαδίδεται ταχύτατα σ’ όλο το χωριό και το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων να ασχολείται μ’ αυτό το επάγγελμα. Συνέπεια αυτού ήταν οι τεχνίτες να οργανωθούν σε συντεχνία.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των τριών ορεινών χωριών, που βρίσκονται στις δυο πλευρές της κοιλάδας των Τεμπών, τα Αμπελάκια, η Ραψάνη και η Κρανιά, των οποίων οι κάτοικοι έχοντας εξασφαλίσει ειδικά προνόμια ανέπτυξαν την υφαντουργία και το εμπόριο υφασμάτων. Οι κάτοικοι της Κρανιάς είχαν κατορθώσει από τα χρόνια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή (1522-1566) να θέσουν το χωριό τους κάτω από την προστασία της κόρης του, της Μιχριμάχ σουλτάνας, να γίνει δηλαδή «βακούφιον της Σουλτάνας». Έτσι μπόρεσαν ν’ αναπτύξουν την υφαντική μεταξωτών υφασμάτων και το εμπόριό τους, στο βαθμό, που λίγο πριν από την επανάσταση του 1821 το χωριό ν’ αριθμεί 500 σπίτια. Φυσικό ήταν οι υφαντήδες και οι έμποροι να οργανωθούν σε συντεχνίες.
Πρώτη γραπτή αναφορά για ύπαρξη συντεχνίας ανυφαντάδων γίνεται σε μια εικόνα, που σώζεται στην εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών της Κρανιάς. Στην εικόνα απεικονίζεται ο «Χριστός Μέγας Αρχιερεύς Ένθρονος». Η εικόνα είναι σπουδαίας καλλιτεχνικής ποιότητας και αντιγράφει το πρότυπο του σπουδαίου ζωγράφου Εμμανουήλ Τζάνε. Στο κάτω αριστερό τμήμα της παράστασης υπάρχει μια πολύστιχη επιγραφή με κόκκινο κιννάβαρι, που αναφέρει τα εξής:
«H IERA K(AI) CΕ/ ΒΑΣΜΙΑ/ ΕΙΚΟΝΑ…/ ΡΙCΤΟ…/ ΤΗC ΑΡΧΙΕΡΑ/ ΤΕΙΑC T(OY) ΘΕ/
ΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ Κ(ΑΙ)/ ΛΟΓΙΟΤΑΤΟΥ/ ΕΠΙCΚΟΠΟΥ/ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ/ ΚΥΡΙΩ Ν/ ΕΟΦΥΤ(ΟΥ)/
Κ(ΑΙ) ΔΩΡΙΩΝ/ ΕΞΟΔΩΝ Κ(ΑΙ) ΔΑΠΆ/ ΝΗC ΤΩΝ ΕΥΛΑΒΕCΤΑ/ ΤΩΝ IEΡEΩΝ/
Κ(ΑΙ) ΤΙΜΙΩΤΑΤΩΝ ΑΝΙ/ ΦΑΤΑΔΩΝ/ 1729».
«Η ιερά και σεβασμία εικόνα (Χ)ριστο(ύ) της αρχιερατείας του θεοφιλεστάτου και λογιοτάτου επισκόπου Πλαταμώνος κυρίου Νεοφύτου και δωριών, εξόδων και δαπάνης των ευλαβεστάτων ιερέων και τιμιωτάτων ανυφα(ν)τάδων, 1729».
Η επιγραφή δίνει τρεις πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες.
α) το έτος δημιουργίας της, 1729. Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες μέχρι τότε χρονολογημένες πληροφορίες για τα χωριά της περιοχής.
β) Το χωριό ανήκει στην επισκοπή Πλαταμώνος, η οποία υπάγεται στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης κι όχι της Λάρισας.
γ) Επίσκοπος είναι ο Νεόφυτος, ένας γνωστός και σημαντικός ιεράρχης.
δ) Η χρηματoδότηση της σημαντικής και ακριβής, καθώς φαίνεται, εικόνας έγινε από τη συντεχνία των ανυφαντάδων. Η πληροφορία είναι πολύ σημαντική, γιατί είναι η πρώτη γραπτή μαρτυρία που έχουμε για ύπαρξη τέτοιας συντεχνίας πενήντα χρόνια πριν από το καταστατικό της «Συντροφίας» των Αμπελακίων, που έγινε το 1780. Ασφαλώς ανάλογες συντεχνίες ανυφαντάδων θα υπήρχαν και στη Ραψάνη και τα Αμπελάκια, αλλά πρώτη γραπτή αναφορά έχουμε μόνο σ’ αυτήν την εικόνα της Κρανιάς Ολύμπου.
Δεν ξέρουμε βέβαια πότε ιδρύθηκε η οργανωμένη συντεχνία της Κρανιάς, αλλά, για να συμβεί κάτι τέτοιο, χρειάζεται μια μακροχρόνια σταδιακή εξέλιξη από τον αργαλειό που παράγει για την οικογένεια στον επαγγελματικό αργαλειό, που παράγει για το εμπόριο, κάτι που οδηγεί στη δημιουργία της συντεχνίας κι από κει στη «συντροφία» του 1780. Φαίνεται λοιπόν ότι από τα πρώτα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς οι Κρανιώτες άρχισαν ν’ ασχολούνται με την κατασκευή και εμπορία μεταξωτών υφασμάτων και, για να δουλεύουν απρόσκοπτα, επιδίωξαν και πέτυχαν στα χρόνια του Σουλεϊμάν να μπουν κάτω από την προστασία της κόρης του Μιχριμάχ. Κρανιώτες, Ραψανιώτες και Αμπελακιώτες δεν κάθισαν να κλαίνε τη μοίρα τους και να τσακώνονται για το ποιος έφταιγε που σκλαβώθηκαν, όπως κάνουν οι σημερινοί μας πολιτικοί. Ανασκουμπώθηκαν στη δουλειά, οργανώθηκαν και μέσα στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς έφτασαν σε μέγιστη ακμή στα χρόνια 1780-1820. Τέτοιους προγόνους είχαμε. Καλό λοιπόν είναι να το ’χουμε στο νου μας μήπως και πάρουμε λίγη από τη δημιουργική τους φλόγα, που τόσο χρειαζόμαστε.