Από τον Δημήτρη Κολοκοτρώνη
Το μοτίβο των αλλαγών στις εκπαιδευτικές «μεταρρυθμίσεις» των τελευταίων 30 ετών συνήθως προέβλεπε την αμφισβήτηση των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων ως αναποτελεσματικές και την υιοθέτηση κάποιων αλλαγών σε επιφανειακό κυρίως επίπεδο (π.χ. εξεταστικό σύστημα Πανελλαδικών, αξιολόγηση των μαθητών, αλλαγή της διδακτέας ύλης, διαμόρφωση αναλυτικών προγραμμάτων σπουδών συγκεντρωτικού χαρακτήρα και στη συγγραφή κάποιων νέων σχολικών βιβλίων).
Επιχειρούνταν δηλαδή μια «αναβάθμιση» της εκπαιδευτικής διαδικασίας κυρίως μέσα από την υιοθέτηση νέων τρόπων εντοπισμού των καλύτερων μαθητών. Αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι το τι προσφέρει το σχολείο και όχι το πως θα το αποτιμήσουμε σε κάθε παιδί χωριστά. Και αυτό που το σχολείο προσφέρει είναι συνυφασμένο με το τι πολίτες θέλουμε και, κατ’ επέκταση, τι κοινωνία επιζητούμε να διαμορφώσουμε.
Κάθε ουσιαστική μεταρρύθμιση θα πρέπει πρώτιστα να κινείται στην κατεύθυνση ενίσχυσης ενός μαθητοκεντρικού κλίματος που θα θεωρεί το μαθητή και το δάσκαλο ως μια μοναδική ιδιαίτερη προσωπικότητα. Η προσφορά της ίδιας μορφής εκπαίδευσης σε όλους τους μαθητές δεν αμβλύνει την κοινωνική ανισότητα, αλλά ίσα-ίσα την αναπαράγει.
Επιπλέον, οι «αντικειμενικοί» τρόποι μέτρησης των ικανοτήτων των μαθητών μέσα από γραπτές δοκιμασίες και εξετάσεις είναι επιστημονικά αμφίβολο αν βοηθούν στον εντοπισμό των ικανότερων μαθητών. Είναι διαπιστωμένο ότι οι μεγαλύτεροι επιστήμονες είχαν συνήθως αποκλίνουσα μορφή σκέψης και ιδιαίτερη συμπεριφορά, τα οποία δεν μπορούν να αναγνωριστούν ή να «μετρηθούν» με τον υπάρχοντα τρόπο εξέτασης των μαθητών.
Η επιβολή της απομνημόνευσης συγκεκριμένων τμημάτων του σχολικού βιβλίου, το «φορμάρισμα» της μαθητικής λογικής χωρίς εστίαση στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης, είναι ένα μοντέλο που έχει τις ρίζες του ουσιαστικά πίσω στη βιομηχανική επανάσταση, μετά από την οποία πολλές χώρες επεδίωξαν να διαμορφώσουν εκπαιδευτικά συστήματα και πολίτες που να υπηρετούν την παραγωγή.
Συνεπώς, τα δύο βασικά στοιχεία στα οποία μια ουσιαστική μεταρρύθμιση οφείλει να εστιάζει είναι:
1)Ενίσχυση του μαθησιακού περιβάλλοντος μέσα από την ενίσχυση του δασκάλου: ο πιο βασικός παράγοντας της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι ο εκπαιδευτικός. Κανένας κεντρικός εκπαιδευτικός σχεδιασμός, καμιά οδηγία και καμιά αλλαγή δεν θα είναι προς όφελος των μαθητών αν ο δάσκαλος δεν καταθέσει «ψυχή» μέσα στη σχολική αίθουσα.
Και αυτό φυσικά δεν επιβάλλεται με εγκυκλίους ή με διοικητικά μέτρα, αλλά είναι προϊόν προσωπικής του έμπνευσης (το λεγόμενο «μεράκι»), η οποία όμως ενισχύεται και προωθείται μέσα από τη συνεργασία με τους μαθητές και τους άλλους εκπαιδευτικούς φορείς (διοίκηση, σχολικούς συμβούλους, γονείς, τοπική αυτοδιοίκηση κ.ά.).
Ο κατάλληλα εκπαιδευμένος δάσκαλος είναι εκείνος που θα δώσει ζωή στους νόμους και στα Προεδρικά Διατάγματα, θα πάρει πρωτοβουλίες και θα αυτοσχεδιάσει με κριτήριο τις ανάγκες των μαθητών του, θα προσαρμόσει τους διδακτικούς στόχους, θα προσφέρει την κατάλληλη μαθησιακή σκαλωσιά ανάλογα με την περίσταση, θα μετατρέψει μια απρόσωπη τάξη σ’ ένα παραγωγικό εργαστήριο και σ’ ένα περιβάλλον παιδικής δημιουργίας.
2) Προώθηση καινοτόμων δράσεων στην εκπαίδευση: Συνήθως, ως εκπαιδευτική καινοτομία εννοούμε κάθε μέθοδο, παρέμβαση ή δράση η οποία αποκλίνει από τα συνήθη και στοχεύει στην ενίσχυση της δημιουργικής έκφρασης των μαθητών, του πειραματισμού και της αναζήτησης νέων ιδεών και λύσεων. Π.χ. η διαθεματικότητα είναι ένα οργανωτικό σχήμα που θεσπίστηκε για το σκοπό αυτό.
Η επινόηση καινοτόμων δράσεων από τον εκπαιδευτικό προϋποθέτει συνήθως την αλλαγή στάσης του ίδιου και τη διαμόρφωση κατάλληλης κουλτούρας. Είναι γεγονός, ότι οι εκπαιδευτικοί πολλές φορές μιμούμαστε και αναπαράγουμε διδακτικές συνήθειες και πρακτικές που μας μεταφέρθηκαν βιωματικά από τον καιρό που ήμασταν μαθητές.
Συνήθως, ο δημιουργικός εκπαιδευτικός δεν προσφέρει έτοιμες λύσεις, αλλά δίνει χρηστικές πληροφορίες που θα λειτουργήσουν ως πηγές και εργαλεία στην επίλυση προβλημάτων, χρησιμοποιεί συμμετοχικούς τρόπους διδασκαλίας (π.χ. καταιγισμό ιδεών, παιχνίδι ρόλων), αξιοποιεί τη συνεργασία με τους γονείς, εκμεταλλεύεται το «λάθος» του μαθητή και το εκλαμβάνει ως ευκαιρία κατάλληλης ανατροφοδότησης, απευθύνει ερωτήσεις ανοιχτού τύπου που εξάπτουν τη φαντασία των παιδιών και, γενικότερα, προσπαθεί να αξιοποιήσει και να ενισχύσει τις ιδιαίτερες κλίσεις και δεξιότητες του κάθε μαθητή μέσα από πολλές και διαφορετικού τύπου δραστηριότητες.
Όμως, τα κλειστά και υπερφορτωμένα σχολικά προγράμματα, η «ακαδημαϊκού» τύπου εργασία στο σπίτι, η αυστηρή πειθαρχία συμμόρφωσης σε κατευθυνόμενη εργασία, η επανάληψη ίδιου τύπου ασκήσεων και η απόδοση επαίνου μόνο στην παραγωγή του ίδιου τύπου «προϊόντος», δημιουργούν συνήθως ένα καταπιεστικό περιβάλλον για το μαθητή, το οποίο περιορίζει τη δημιουργικότητα.
Τα παιδιά στην πρώιμη νηπιακή ηλικία έχουν πλούσια φαντασία, αποκλίνουσα σκέψη, μεγάλη παραγωγή πρωτότυπων ιδεών και αυθόρμητο λόγο. Μεγαλώνοντας όμως, η φορμαλιστική μορφή της παρεχόμενης εκπαίδευσης, τους οδηγεί να φοβούνται να ρισκάρουν να δώσουν μια λάθος απάντηση. Αν όμως δεν πάρουν αυτό το ρίσκο δεν θα γίνουν ποτέ δημιουργικοί.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να διαμορφώσουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο να απελευθερώνει όλες τις δημιουργικές δυνάμεις και να ενισχύει τις ιδιαίτερες κλίσεις κάθε μαθητή, προσφέροντας πλούσια και πολύπλευρα ερεθίσματα και ποικίλες δράσεις, είτε ενσωματώνοντάς τες στα υπάρχοντα γνωστικά αντικείμενα είτε και έξω απ’ αυτά.
Και προκειμένου όλα αυτά να γίνουν πράξη, ο παράγοντας – κλειδί είναι ο κατάλληλα επιμορφωμένος εκπαιδευτικός, χωρίς την ουσιαστική συνδρομή του οποίου καμία εκπαιδευτική αλλαγή δεν θα πάρει σάρκα και οστά.
Ο Δρ. Δημήτρης Κολοκοτρώνης, είναι Πρόεδρος της Επιστημονικής Ένωσης για την Προώθηση της Εκπαιδευτικής Καινοτομίας (Ε.Ε.Π.Ε.Κ.) και Σχολικού Συμβούλου Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Λάρισας-Καρδίτσας.