Αγαπητή «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»
Τα ρητά και οι ρήσεις των μεγάλων σοφών, φιλοσόφων, κοινωνιολόγων, Ανθρωπιστών και όσων άλλων έδωσαν ίσως και τη ζωή τους για την καλυτέρευση της ζωής των ανθρώπων και τη λέπτυνση των συναισθημάτων που πάρα πολύ συνετέλεσαν στην κοινωνική αντίληψη, είναι πραγματικά πολύτιμα πετράδια διδακτικής σοφίας και θα μείνουν τέτοια. Θα ήταν όμως παράλειψη εάν μεταξύ τούτων δεν συμπεριληφθούν και οι θυμοσοφικές ρήσεις και παροιμίες του άγνωστου λαϊκού λέκτορα. Μέσα σε αυτές επιβραβεύονται, καυτηριάζονται, δίδονται συμβουλές προς μίμηση ή αποφυγή και είναι απαυγάσματα των συντελουμένων εντός της κοινωνίας από ανθρώπους που είναι δυνατόν να προβούν σε πράξεις οιασδήποτε νοοτροπίας. Από τις τελευταίες τάξεις του οκταταξίου Γυμνασίου προέβαινα σε συλλογή αυτών των λαϊκών παροιμιών και σχεδόν τις συμπλήρωσα όταν σαν έφεδρος Αξιωματικός έζησα μαζί με τους καλούς, άδολους και τίμιους κατοίκους ενός χωριού της Κεντροδυτικής Μακεδονίας για έξι περίπου μήνες.
Από αυτή τη συλλογή μου και η παροιμία που σήμερα θα σας απασχολήσω. Την άκουσα για πρώτη φορά σε αυτό το χωριό και θέτω στην ανάγνωσή σας το ιστορικό. Θα μάθετε και την παροιμία, είναι μια παροιμία που καλύπτει μια τεράστια γκάμα από τα δρώμενα των σημερινών ανθρώπων ένεκα της άρδην αλλαγής των ανθρώπινων αξιών, της σκέψης και των επιδιώξεων. Σχεδόν είναι ξεχασμένη. Ούτε θα τη γράψω. Θα τη μάθετε από την τότε ζωντανή συνομιλία δύο κορασίδων που εκτελούσαν το επάγγελμα της οικιακής βοηθού στους τσιφλικάδες της εποχής που νέμονταν τον Θεσσαλικό κάμπο. Η παροιμία αυτή είναι ακριβώς σε αφήγηση ό,τι υφίσταται η χώρα μας με την οικονομική κρίση και τις αδίστακτες και απάνθρωπες απαιτήσεις των δανειστών μας, που μπροστά τους ο Σαίλον θα ήταν υποψήφιος άγιος.
Μια Κυριακή μετά τη λειτουργία ο Παπαδάσκαλος αιδεσιμότατος κ. Νικόδημος μου πλησίασε και μου έκανε πρόταση για το μεσημεριανό γεύμα. Θα είναι συμπλήρωσε ο Πρόεδρος, ο Ενωμοτάρχης και ο Δασικός της περιοχής. Το δέχθηκα με αγαστή προθυμία. Το μεσημεριανό θαυμάσιο. Η κυρία δασκαλοπαπαδιά έκανε ένα πλούσιο τραπέζι με αρνάκι γάστρας. Φάγαμε με όρεξη, ήπιαμε ντόπιο κρασί κατά διάθεση και σε λίγο που οι γλώσσες λασκάριζαν τα δεσμά της δεοντολογίας άρχισαν τα απλά ανέκδοτα και σε λίγο ήλθαν τα σκαμπρόζικα με προτίμηση τοπικές ιστορίες. Από κουβέντα σε κουβέντα λέχθηκαν και κάτι παλιές ιστορίες για τους τότε τσιαμικάδες που ήταν απόλυτοι κυρίαρχοι και αφέντες. Τότε ο Δασικός που δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση σήκωσε το χέρι και είπε. Μη νομίζετε πως και οι τσιφλικάδες περνούσαν όλοι ζωή χαρισάμενη. Θα σας αφηγηθώ, για να περάσει και η ώρα, ένα δραματικό γεγονός που συνέβη στο χωριό μου προ ογδόντα περίπου χρόνων. Είναι από την αρχή μέχρι το τέλος αλήθεια. Στο χωριό μου υπήρχαν δύο τσιφλικάδες και οι περισσότεροι σήμερα το γνωρίζουν από τις ιστορίες των γερόντων και τις αγροτικές εξεγέρσεις. Και οι δύο φέρονταν προς τους κολίγους με τον ίδιο τρόπο. Μαστίγιο και καρότο. Ο ένας από τους δύο είχε μία ωραιότατη σύζυγο που ήταν πολύ σπάταλη αφού τα καπρίτσια της ωραίας είναι διαταγές. Ξόδευε αλόγιστα. Συμπτωματικά όμως για δυο τρεις χρονιές οι σοδειές δεν ήταν οι αναμενόμενες και ο κάτοχος της ωραίας αναγκάσθηκε να καταφύγει στο διπλανό του τσιφλικά για δανεικά, σημειωτέον ότι εκείνος έβλεπε την ωραία κυρία ως έπαθλο. Τα δάνεια συν τω χρόνω έγιναν μεγάλα και η ωραία όχι με πολύ κόπο έπεσε στην αγκαλιά του δανειστή. Το πράγμα έγινε γνωστό αλλά ο δανειζόμενος τσιφλικάς δεν είχε ούτε αφτιά ούτε μάτια. Η μόνη που υπέφερε και δεν αποδέχονταν αυτή την κατάσταση ήταν η ψυχοκόρη τους η Χάιδω που αγαπούσε το αφεντικό της γιατί φέρονταν απέναντί της σαν να ήταν παιδί του, αφού βέβαια παιδιά δεν έκαναν. Έσκαζε, άλλα που σε ποιον να το πει. Κάποια μέρα όμως που στο διπλανό χωριό γίνονταν πανηγύρι πήγε μαζί με την κυρά της για να αγοράσει ό,τι χρειάζονταν και ίσως κάποιο καλό φουστάνι. Εκεί συναντηθήκανε με την εξαδέλφη της Χρυσούλα που και αυτή ήταν ψυχοκόρη σε άλλον τσιφλικά. Χαιρετήθηκαν, είπαν για τα ενδιαφέροντά τους και συνέχισαν με το πώς περνούν με τα αφεντικά τους. Εκεί η Χάιδω σκοτείνιασε, χλόμιασε, ξεροκατάπιε και με φωνή που έτρεμε από λύπη και φόβο είπε στην εξαδέλφη της Χρυσούλα τα όσα συνέβαιναν στο σπίτι του αφεντικού της όλα μαζί με την πιο κάτω παροιμία. Χρυσούλα, «ο αφέντης μου έχει αφέντη και η κυρά μου άλλον άντρα». Αυτή είναι η παροιμία που περιέχει όλα για όλα με δέκα λέξεις για τα επικρατούντα στο σπίτι του χρεωμένου και!! τσιφλικά. Την κατάστασή του πάντως πανομοιότατα ζούμε και εμείς σήμερα, όπως προαναφέρω. Ζούμε υπό το κράτος του ζόφου διότι ο λαός και όλος ο πολιτικός κόσμος δεν κατάλαβαν πόσο απέχουν τα σύνορα του Γελοίου από το Μεγαλείο. Στον ίδιο άξονα κινείται το σοβαρό με το αστείο, η κωμωδία από την τραγωδία και το γέλιο από το κλάμα. Ας προσέχουν οι Κυβερνώντες, οι μεγάλες καρέκλες δημιουργούν και ανθρώπους που η ιστορία τους γράφει με μαύρα γράμματα.
Βασίλειος Λέτσικας