Οι γυναίκες των οίκων ανοχής και τα «παιδιά του κάμπου»…

Δημοσίευση: 17 Απρ 2016 8:45

Από τον Αχιλλέα Τραγούδα

Ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ήταν εξαντλημένος εκείνο το βράδυ του Αυγούστου του ‘86… Μόλις είχε τελειώσει η συναυλία του στο Κηποθέατρο του Αλκαζάρ και τώρα, καθισμένος σε μια καρέκλα, κάτω από τα πανύψηλα δέντρα του «Φρουρίου» προσπαθούσε να ηρεμήσει. Απόλαυσε ένα ποτήρι με δροσερό νερό και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του με ένα λευκό υφασμάτινο μαντήλι. Όμως οι θερμοί κυματισμοί του αέρα που ξεχύνονταν από τον θεσσαλικό κάμπο, έκαναν την ατμόσφαιρα της λαρισινής νύχτας αποπνικτική… Και μόνο το φεγγάρι, καρφιτσωμένο στον ουρανό, έμοιαζε να απολαμβάνει τη σιγαλιά και τη νηνεμία της νύχτας…

Έμεινε σιωπηλός για λίγα λεπτά της ώρας… Ύστερα, έστρεψε το βλέμμα του προς τη σκοτεινή πλευρά των δέντρων. Σαν κάτι να αναζητούσε… Σαν κάτι ν’ αναπολούσε… Σαν κάτι να προσπαθούσε να επαναφέρει στη μνήμη του… Το καταλάβαινες στα μάτια του, στις συσπάσεις του προσώπου του, στο αμήχανο παιχνίδισμα των δακτύλων του γύρω από το στόμιο του ποτηριού… Ύστερα, γύρισε προς το μέρος μας, διέτρεξε το βλέμμα του στον καθένα μας ξεχωριστά και με κείνη την ιδιότυπη προφορά και την ευγενική-ήρεμη φωνή του, είπε:

«Σήμερα, έπρεπε να τιμήσω κάποιους ανθρώπους… Τους το χρωστάω… Χρόνια τώρα… Το χρωστάω σε κάποιες γυναίκες των οίκων ανοχής, που κάποτε ήταν εδώ δίπλα και έναντι ευτελούς τιμήματος πρόσφεραν τον αγοραίο έρωτα… Και σε κάποια παιδιά της Λάρισας, τα γνωστά «παιδιά του κάμπου»… Σ’ αυτούς έπρεπε να είναι αφιερωμένη η βραδιά», είπε, δείχνοντας φανερά ενοχλημένος με τον εαυτό του…

Εμείς, μη καταλαβαίνοντας τι ήθελε να πει, τον κοιτάζαμε απορημένοι. Νιώθαμε, όμως, ότι από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο θα ξεσπούσε ορμητικά με αφηγήσεις και μνήμες για να φωτίσει τα αινιγματικά του λόγια, να ξεδιαλύνει την περιέργειά μας. Κι έτσι έγινε…

«Ίσως κανείς σας δεν γνωρίζει ότι με τη Λάρισα με δένει μια ιδιαίτερη σχέση… Ότι εδώ, σε ταραγμένα χρόνια, έζησα μια τραυματική περιπέτεια, στιγμές βαναυσότητας, σκληρές μέρες…Αλλά, κι ότι εδώ γνώρισα την ανθρωπιά, πέρασα υπέροχες στιγμές και συνάντησα πραγματικά ανιδιοτελείς ανθρώπους… Κάποιες φορές, όταν το σκέφτομαι, θα μπορούσα να πω ίσως σ’ αυτήν την πόλη να οφείλω τη ζωή μου»…

ΠΕΡΑΣΑΝ κάποιες στιγμές σιωπής κι ύστερα σαν χείμαρρος άρχισε την αφήγησή του…

«Θυμάμαι τις μέρες εκείνες με κάθε λεπτομέρεια. Ήταν μέρες του Πάσχα του ΄45, Μεγάλη Πέμπτη… Βρέθηκα στη Λάρισα με τους Ηνωμένους Καλλιτέχνες –τον Καλλέργη, τον Δαμιανό, τον Σεβαστίκογλου, την Παΐζη, την Παπαθανασίου- παρουσιάζοντας έργα του Αρμπούζωφ και του Δαμιανού, στα οποία εγώ είχα γράψει τη μουσική. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω ότι οι παραστάσεις θα δίνονταν στον κινηματογράφο «Παλλάς». Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στη Λάρισα. Οι στενοί της δρόμοι, τα χαμηλά σπίτια και οι αυλές, με συνεπήραν… Έτσι, το πρώτο βράδυ, βρέθηκα να περιπλανιέμαι στα σοκάκια της. Ωστόσο, η ατμόσφαιρα που με εντυπωσίασε, ήταν αυτή που δημιουργούσαν τα σπίτια του έρωτα, εδώ πιο κάτω. Ανηφορικά στενοσόκακα, χαμηλός φωτισμός, φιγούρες που φεύγουν και χάνονται βιαστικά στο σκοτάδι… Κινηματογραφικές εικόνες… Θυμάμαι πως είχα ξεμείνει κάτω από ένα ασθενικό φανάρι, όταν είδα κάποιους ΕΣΑτζήδες να με πλησιάζουν. Με ρώτησαν ποιος είμαι, τι δουλειά κάνω. Και, τότε, αναίτια και χωρίς να μου πουν έστω και μια λέξη, άρχισαν να με δέρνουν αλύπητα, με τα γκλοπς, τις γροθιές τους και τις σκληρές μπότες που φορούσαν. Ήταν προφανές πως είχαν ενημερωθεί για τον ερχομό και το «ποιόν» του θιάσου. Αριστεροί! Κι εγώ, οργανωμένος στην ΕΠΟΝ. Με έδερναν αλύπητα. Απάνθρωπα. Ασταμάτητα. Δεν νομίζω να έζησα πιο φρικτές και οδυνηρές στιγμές. Πονούσα παντού. Ούρλιαζα. Τα αίματα έτρεχαν από το πρόσωπό μου. Ένιωθα παραλυμένος. Και τότε, ξαφνικά, έγινε κάτι που εγώ δεν περίμενα… Μέσα στις ακαθόριστες εικόνες που έβλεπα, πεσμένος αιμόφυρτος στον δρόμο, είδα να πλησιάζουν γυναίκες… Φώναζαν δυνατά!… Βρίζοντας!… Ουρλιάζοντας!… Απειλώντας!… Ήταν οι γυναίκες των σπιτιών με τα κόκκινα φανάρια. Οι φωνές μου τις είχαν τρομοκρατήσει. Άνοιξαν τις πόρτες και τα παράθυρα να δουν τι συμβαίνει. Κι όταν συνειδητοποίησαν αυτό που έβλεπαν, βγήκαν στο δρόμο… Έτρεξαν σε βοήθεια. Τις έβλεπα να πλησιάζουν απειλητικές και βρίζοντας τους ΕΣΑτζήδες. Εκείνοι τα έχασαν. Τρομοκρατήθηκαν. Φοβήθηκαν. Με άφησαν λιπόθυμο στον δρόμο και χάθηκαν στη νύχτα»…

«ΟΤΑΝ ΑΝΟΙΞΑ τα μάτια μου, διαπίστωσα πως ήμουν σ’ ένα από τα «σπίτια», ξαπλωμένος σε ένα ταλαιπωρημένο ντιβάνι κι εκείνες πάνω μου να με περιποιούνται. Μου καθάρισαν τα αίματα, μου έδεσαν τα τραύματα και με κράτησαν ολόκληρη τη νύχτα κοντά τους… Την επόμενη μέρα, ειδοποίησαν τον θίασο (έπρεπε να συνεχίσει την περιοδεία του) και την οργάνωση της ΕΠΟΝ, κι εγώ τρομοκρατημένος, πήρα τα πράγματά μου και νοίκιασα ένα άλλο δωμάτιο σε ένα φτηνό ξενοδοχείο, μέχρι να συνέλθω. Επί δύο μέρες ήμουν κλεισμένος σ’ εκείνο το δωμάτιο. Φόβος και πόνος. Ανησυχία και αβεβαιότητα. Άγνωστος σε μια ξένη πόλη.Ώσπου δύο μέρες μετά, χτύπησε η πόρτα μου. Κι όταν την άνοιξα, αντίκρισα κάποια παιδιά, κάποιους έφηβους… Ήταν αδέλφια και παιδιά ΕΠΟΝιτών που τα ‘στειλαν για να μου κρατήσουν συντροφιά! Τι υπέροχη, ανθρώπινη κίνηση! Ήταν τόσο αυθόρμητα και ζωηρά, με κείνη την επαρχιώτικη ντομπροσύνη, που ένιωσα αμέσως σαν να τα γνώριζα χρόνια. Καταλάβαιναν την κατάστασή μου και προσπαθούσαν να μ’ ευχαριστήσουν. Περιποιούνταν τα τραύματά μου. Μου έφερναν φαγητό. Με σκλάβωναν με την προθυμία και την ευγένειά τους. Κι όταν εγώ αισθάνθηκα καλύτερα, με συνόδευαν στις εξόδους. Ό,τι θυμάμαι περισσότερο ήταν εκείνες οι υπέροχες περιπλανήσεις μας στον Πηνειό. Καταπράσινο το ποτάμι, με τα κλαδιά των δέντρων να γέρνουν στο νερό. Και γύρω χορτάρι. Θα πρέπει και τώρα ο Πηνειός να είναι όμορφος την άνοιξη…».

«ΠΟΤΕ δεν ξέχασα εκείνα τα παιδιά. Ούτε την επιθυμία μου και την ευγνωμοσύνη μου να τα πω ευχαριστώ. Το έκανα κάποια στιγμή γράφοντας τη μουσική και τους στίχους ενός τραγουδιού, που το βάφτισα με το όνομά τους: «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο». Για κείνα τα παιδιά της Λάρισας του ‘45 είναι γραμμένο αυτό το τραγούδι. Και το κράτησα αρκετά χρόνια φυλαγμένο στο μυαλό και την ψυχή μου. Δεν ξέρω γιατί. Σαν να ήξερα, σαν να ένιωθα ότι κάποτε θα έρθει η κατάλληλη στιγμή να απελευθερωθεί από μένα… Και ήρθε εκείνη η στιγμή. Το 1974, με την ταινία του Dusan Makavejev, το Sweet Movie…».

ΣΩΠΑΣΕ…Ένιωσα ότι όλοι μας είχαμε και μια ερώτηση στα χείλη μας, αλλά κανείς μας δεν τόλμησε να μιλήσει. Από σεβασμό στην ιερή στιγμή της διήγησης, η σιωπή σφράγισε με θρησκευτική ευλάβεια τα χείλη μας. Ύστερα εκείνος, έστρεψε πάλι το βλέμμα του προς τη σκοτεινή πλευρά των δέντρων και είπε: «Πολλές φορές αναρωτήθηκα, πού να βρίσκονται και πώς ζουν σήμερα εκείνα τα παιδιά»… Και σώπασε ξανά.

…Ένιωσα τη νοσταλγική μουσική του τραγουδιού να παιχνιδίζει με το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα, να διαχέεται τρυφερά στη σιγαλιά της προχωρημένης νύχτας, να περιδιαβαίνει τα σοκάκια της «Τετάρτης», να χαϊδεύει το άγριο χορτάρι στις όχθες του Πηνειού, να γλιστρά πάνω από τα νερά του ποταμού πριν βρουν διέξοδο στο Αιγαίο και κάποιες αέρινες σιλουέτες γυναικών και παιδιών να χάνονται στο σκοτάδι!…

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass