Από τον Αχιλλέα Τραγούδα
ΤΟΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ μετά από αρκετά χρόνια, εντελώς τυχαία. Παρέμενε ακόμη κομψός, γοητευτικός και απαστράπτων –ένας πραγματικός σταρ της εποχής του, της εποχής της μεγάλης δόξας του. Η αλήθεια είναι ότι συγκινήθηκα μόλις τον αντίκρισα. Για μια μεγάλη περίοδο της ζωής μου ήμασταν ένα, οι δρόμοι μας παράλληλοι και η σχέση μας αλληλεξαρτώμενη. Μέχρις εκείνη την Τετάρτη που κάνοντας μια νέα αρχή, τον έβγαλα βίαια από τη ζωή μου.
Τον ανέσυρα από το βάθος του συρταριού και τον κράτησα τρυφερά στην παλάμη μου, σαν κάτι πολύτιμο. Ένιωσα να με κοιτά με συμπόνια, με άφησε να καθρεφτιστώ στην ασημένια επιφάνεια του και μετά με παρακίνησενα γλιστρήσω στις κοινές αναμνήσεις μας.
ΘΥΜΑΜΑΙ σαν τώρα την πρώτη μας συνάντηση. Ήταν Μάης του ’76, ανήμερα της ονομαστικής μου εορτής και λίγο πριν αφήσω ανεπιστρεπτί την εφηβεία μου. Η παρέα είχε συγκεντρωθεί στο σπίτι για το πολυπόθητο πάρτι. Το δωμάτιο φωτιζόταν αμυδρά από ένα μικρό λαμπατέρ, ο Πώλ Άνκα στριφογύριζε μελωδικά στο πλατό του πικάπ και το βερμούτ προσπαθούσε να απελευθερώσει τα ερωτικά μας σκιρτήματα. Τότε ήταν που με πλησίασε ο Σπύρος κι άφησε χαμογελαστός στην παλάμη μου το μικρό κουτάκι με το χρυσαφένιο αμπαλάζ. Το άνοιξα με ακατανίκητη λαχτάρα, ικετεύοντας την διαίσθησή μου να μη με προδώσει. Πάνω-πάνω δέσποζε μια λευκή κάρτα με την αφιέρωση: «Στον εορτάζοντα απ’ όλη την παρέα, η οποία ανιχνεύουσα την επιθυμία του, συμπέρανε ότι έχει ανάγκη από την θύμηση της Τζούλιας».
Ναι, αυτό επιθυμούσα. Έναν ασημένιο Ronson, με λεία επιφάνεια σαν μωρού παιδιού και επιθυμία ζωηρή σαν έρωτα ανικανοποίητου. Τον κράτησα στην παλάμη μου σαν ανεκτίμητο πετράδι, τον έτρεψα προς το χαμηλό φως του λαμπατέρ και αφέθηκα στη λαγνεία του. Ύστερα, πίεσα απαλά τον αντίχειρά μου το μπουτόν και μια γαλαζοπράσινη φλόγα αναδύθηκε από τα σπλάχνα του, φωτίζοντας γλυκά το δωμάτιο και γοητεύοντας με την καλλίγραμμη αισθητική του.
Δεν ξέρω αν τον θυμάστε κι εσείς. Ήταν ο σταρ μιας ολόκληρης εποχής, το αντικείμενο-φετίχ κάθε άντρα «που ήθελε να ξεχωρίζει». Μαγνήτιζε τα βλέμματα όλων και τον συναντούσες σχεδόν παντού: πάνω από ένα πακέτο τσιγάρων, στα τραπεζάκια των καφετεριών, στις προθήκες των κοσμηματοπωλείων... Και κάθε βράδυ, σχεδόν, ξεπρόβαλε στην οθόνη της ασπρόμαυρης τηλεόρασης: Ένας καλοντυμένος, αρχοντικός και γοητευτικός άντρας τον κρατούσε με θρησκευτική ευλάβεια στα δάκτυλά του, καθισμένος σε μια πολυθρόνα... Βύθιζε το βλέμμα του στην αστραφτερή, ασημένια επιφάνειά του, απ’ όπου αναδυόταν η μορφή μιας πανέμορφης γυναίκας με καθάρια μάτια και σαγηνευτικό χαμόγελο...
«Αυτός ο Ronson μου θυμίζει την Τζούλια», έλεγε με τρυφερότητα και γλυκύτητα ο άντρας...
Νεόκοπος καπνιστής τότε, δεν μπορούσα να αντισταθώ στην πρόκληση της υποτιθέμενης μοναδικότητάς του. Η απόκτηση ενός ασημένιου Ronson μου είχε γίνει έμμονη ιδέα και η απατηλή μορφή της Τζούλιας κατέκτησε το μυαλό μου. Και να που τώρα, ο Ronson της παρέας, άγγιζε τη ματαιοδοξία μου.
ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΗ τη βραδιά γίναμε κολλητοί, γίναμε ένα. Για πολλά χρόνια. Αναπτύξαμε μια σχέση πάθους και εξάρτησης. Δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ στιγμή, ούτε να τον αντικαταστήσω με τους πλαστικούς BIC που κατέκλυσαν την δεκαετία του ’80. Αλλά κι όσες φορές προσπάθησα να σταματήσω το κάπνισμα, η μορφή της Τζούλιας πάντα καθρεφτιζόταν στην ασημένια επιφάνεια του Ronson, γεμίζοντάς με ενοχές για τον επικείμενο (απο)χωρισμό μας.
«Μη μ’ αφήσεις!», ένιωθα να μου λέει παρακλητικά...
Κι εγώ, αναζητώντας άλλοθι, υπέκυπτα γλυκά και αβασάνιστα στην έξη μου.
Ώσπου έφτασε εκείνη η Τετάρτη, που ο επίμονος και σπαρακτικός βήχας, με οδήγησε στον γιατρό. Έμεινε έκπληκτος να του λέω ότι φτάνω τα 90 τσιγάρα την ημέρα.
«Σαν να λέμε, κανονική τσιμινιέρα», είπε σοβαρά... αστειευόμενος!
Ο πνευμονολόγος, αφού με εξέτασε εξονυχιστικά, κάθισε πίσω από το γραφείο του, κρέμασε στον λαιμό του το στηθοσκόπιο, πήρε από το τεράστιο τασάκι –με τουλάχιστον είκοσι γόπες μέσα του- το τσιγάρο που σιγόκαιγε λίγο πριν το φίλτρο του, τράβηξε μια γερή τζούρα, ύστερα το έσβησε με αργές κινήσεις και με ύφος αυστηρού δικαστή αποφάνθηκε:
«Πρέπει να κόψεις το τσιγάρο τώρα! Μαχαίρι!»
Άκουγα την παραίνεσή του με το βλέμμα μου να βολτάρει μια στο πρόσωπό του και μια στο τιγκαρισμένο τασάκι... Σαν να κατάλαβε τη σκέψη μου, είπε:
«Το μαύρο των πνευμόνων, δεν ταιριάζει με την ηλικία σου. Μην κοιτάς εμένα. Μην κοιτάς τους άλλους. Κοίτα την αλήθεια. Κοίτα μπροστά. Το κάπνισμα σου καταστρέφει τη ζωή, σε οδηγεί σε αργό θάνατο».
Άφησα πίσω μου τη σουρεάλ σκηνή του ιατρείου και βγήκα στον δρόμο. Και –δεν πίστευα τον εαυτό μου!- το πρώτο που σκέφτηκα ήταν ο αποχωρισμός μου από τον Ronson! Όμως, έπρεπε να πάρω τη μεγάλη απόφαση, να κάνω μια νέα, δύσκολη αρχή. Στη διαδρομή για το σπίτι, ζύγιζα τις αμέτρητες, αποτυχημένες προσπάθειες του παρελθόντος και τις πιθανότητες, αυτή τη φορά,να κατανικήσω το πάθος και την έξη μου. Η αυστηρή προειδοποίηση του γιατρού και η καλή μου πρόθεση, μου έδειχναν θετικό πρόσημο. Έτσι, φτάνοντας στο σπίτι, είχα πάρει την απόφασή μου: Κάπνισμα στοπ! Μαχαίρι!
Κοίταξα με συμπόνια τον ασημένιο Ronson, κρατώντας τον απαλά στην παλάμη μου... Η σκέψη μου να τον αποχωριστώ διά παντός, δωρίζοντάς τον σε κάποιο φίλο, μου φάνηκε σκληρή – θα ήταν σαν να απαρνιόμουνα την πολύχρονη ιστορία και παρέα μας κι ας τον θεωρούσα υπαίτιο για την ακατανίκητη έξη μου. Αποφάσισα να τον κρατήσω –κι αν, τελικά, κατανικούσα το πάθος μου, θ’ αποτελούσε για μένα την πιο γλυκιά θύμηση της νίκης μου, το «τρόπαιό» μου! Πόσο εγωιστικό, αλήθεια!
Τον φυλάκισα βίαια στο βάθος του συρταριού, μαζί με τις ενοχές μου και τη μορφή της Τζούλιας. Κι έμεινε εκεί ξεχασμένος, κάτω από σκόρπια χαρτιά και μικροαντικείμενα του παρελθόντος, για πολλά, πολλά χρόνια...
ΚΑΙ ΝΑ ’ΜΑΙ σήμερα εδώ, πάνω από το ανοιχτό συρτάρι, να τον συναντώ εντελώς τυχαία ξανά, σκονισμένο και ξεχασμένο. Τον ανέσυρα από το βάθος του συρταριού και τον κράτησα τρυφερά στην παλάμη μου, σαν κάτι πολύτιμο. Ήταν πολύτιμος! Είναι πολύτιμος! Ένα κομμάτι από τη ζωή μου!
Με ένα μεταξωτό πανάκι γυαλιών, έδιωξα τις σκόνες και τα σημάδια του χρόνου από πάνω του. Το σώμα του απόκτησε ξανά την ασημένια λάμψη του και οι γραμμές του γοήτευσαν και πάλι τα μάτια μου. Παρέμενε ακόμη κομψός, γοητευτικός και απαστράπτων –ένας πραγματικός σταρ της εποχής του. Ένιωσα να με κοιτά με συμπόνια, με ένα αδιόρατο παράπονο... Καθρεφτίστηκα στην ασημένια επιφάνειά του κι ύστερα, σαν να ζωντάνευαν και πάλι οι εικόνες στην ασπρόμαυρη οθόνη της τηλεόρασης, αισθάνθηκα να ξεπροβάλλει από τη λεία επιφάνειά του η μορφή της Τζούλιας, σαγηνευτική και πανέμορφη. Και τότε αισθάνθηκα τόσο ένοχος! Ένιωσα την ντροπή να κοκκινίζει το πρόσωπό μου και την ανάγκη να της ζητήσω ένα ειλικρινές συγγνώμη, για τα τόσα χρόνια απόρριψης και απομόνωσής της! Γιατί, τελικά, δεν ακύρωνε η Τζούλια τις προσπάθειές μου να κατανικήσω το πάθος μου, αλλά η αδυναμία μου να την ξεπεράσω!...