Από τον Φώτη Κων. Γιαννούλα
Κοντεύουμε να κλείσουμε δύο μήνες διαμαρτυρίας οι δικηγόροι της χώρας για το προσχέδιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για το ασφαλιστικό και ο τρόπος που η κυβέρνηση απαντά στις αιτιάσεις των εκπροσώπων των δικηγόρων και των ελεύθερων επαγγελματιών καθιστά βέβαιο ότι είτε δεν έχει στοιχειώδη αντίληψη της πραγματικότητας, είτε την έχει και σκοπίμως διαστρεβλώνει την πραγματικότητα σε όσους δεν έχουν άμεση γνώση των δεδομένων του προβλήματος. Στις γραμμές που θα ακολουθήσουν θα μιλήσουμε για τους δικηγόρους, καθώς ο γράφων ως δικηγόρος αυτόν τον επαγγελματικό κλάδο γνωρίζει καλά, τα γραφόμενα, όμως, ισχύουν σε γενικές γραμμές και για το σύνολο των ελεύθερων επαγγελματιών.
Το προσχέδιο της κυβέρνησης επιβάλλει συνολικές ασφαλιστικές εισφορές ύψους 38,5% του εισοδήματος (για τους δικηγόρους πλην της Αθήνας είναι 34,5%). Στο ποσοστό αυτό προστίθεται το 29% του φόρου εισοδήματος, το 8% περίπου της εισφοράς αλληλεγγύης, το τέλος επιτηδεύματος, ενώ στα ανωτέρω ποσά δεν υπολογίζουμε ούτε τον ΕΝΦΙΑ, ούτε την αυξημένη προκαταβολή φόρου για το τρέχον και το επόμενο έτος, ούτε και την επιβάρυνση που προκαλεί η επιβολή Φ.Π.Α.. Είναι εντελώς αδιανόητο να αξιώνεις από έναν οιοδήποτε φορολογούμενο να αποδίδει το 75% του εισοδήματός του. Πολλώ δε μάλλον, όταν μιλούμε για ένα εισόδημα ούτε σταθερό, ούτε δεδομένο στις αρχές του κάθε μήνα και που για να παραχθεί απαιτούνται πολλές φορές πάνω από 12 ώρες δουλειάς την ημέρα. Δεν είναι δε δυνατόν οι ασφαλιστικές εισφορές να ξεπερνούν σε ποσό και ποσοστό τις φορολογικού χαρακτήρα επιβαρύνσεις. Υπό φυσιολογικές συνθήκες η συζήτηση θα έπρεπε να σταματά εδώ και να μην χρειάζεται περαιτέρω αιτιολόγηση του γιατί αυτό το σχέδιο δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό.
Δυστυχώς, όμως, οι συνθήκες δεν είναι φυσιολογικές. Και εξηγούμαι: Για αμιγώς εκλογικούς και ψηφοθηρικούς λόγους η κυβέρνηση ενδιαφέρεται ο όποιος λογαριασμός στο ασφαλιστικό να πληρωθεί από συγκεκριμένη και περιορισμένη αριθμητικά ομάδα του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, το αγαπημένο της θύμα που με συνέπεια στοχοποιεί, τους ελεύθερους επαγγελματίες. Για να απομακρύνει την συζήτηση από την παραπάνω αυτονόητη παραδοχή (δεν μπορείς να παίρνεις το 75% του εισοδήματος από οποιοδήποτε οικονομικά ενεργό μέλος της κοινωνίας), αρχίζει να ρίχνει τη μπάλα στην κερκίδα. Ορίστε μερικά από τα βασικά της επιχειρήματα, για να αιτιολογήσει το σχέδιό της και η άμεση απάντηση σε αυτά.
- «Οι δικηγόροι φοροδιαφεύγουν»: Η απάντηση είναι κάποιοι ναι, κάποιοι όχι. Γιατί αυτός που δεν φοροδιαφεύγει (είτε δεν μπορεί, λόγω της φύσης της πελατείας του, είτε δεν θέλει) να καταβάλλει σχεδόν το σύνολο του παραγόμενου πλούτου του στο Δημόσιο και αυτός που πράγματι φοροδιαφεύγει να «νομιμοποιείται» να εισφοροδιαφεύγει; Άλλωστε, και με το κυβερνητικό προσχέδιο βάση υπολογισμού των εισφορών είναι το δηλούμενο εισόδημα. Αν λοιπόν η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτε να διασφαλίσει, ώστε το δηλούμενο εισόδημα να είναι το πραγματικό, κατά ποια λογική η διαμόρφωση του ύψους των εισφορών ως ποσοστού του (ψευδεπίγραφου) δηλούμενου εισοδήματος τιμωρεί τους φοροδιαφεύγοντες;
- «Το προσχέδιο διασφαλίζει αναλογικότητα εισφορών και εισοδήματος, κάτι που δεν ισχύει τώρα»: Εδώ υπάρχει μια δόση αλήθειας. Το σημερινό σύστημα που επιβάλλει εισφορές με βάση τα έτη δικηγορίας και αδιαφορεί για την ικανότητα αποπληρωμής έχει στοιχεία αδικίας. Οι συντελεστές, όμως, που επιβάλλει η κυβέρνηση είναι ληστρικοί και εκτός κάθε πραγματικότητας και οδηγούν κυριολεκτικά σε δήμευση εισοδήματος. Εξάλλου, η διαμόρφωση του ύψους των εισφορών ως ποσοστού του δηλούμενου εισοδήματος λειτουργεί ως αντικίνητρο για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής: Όσο περισσότερα δηλώνεις, μεγαλώνει όχι μόνο ο φόρος, αλλά και οι εισφορές. Συνεπώς, ένα σύστημα με ασφαλιστικές κλάσεις στις οποίες κανείς θα εντάσσεται με βάση το δηλούμενο κατ’ έτος εισόδημα, θα μπορούσε να αποτελέσει, κατά την γνώμη του γράφοντος, βάση συζήτησης, εφ’ όσον εξασφαλίζεται η αναγκαία ανταποδοτικότητα μεταξύ εισφοράς και τελικά καταβαλλόμενης σύνταξης.
- «Οι ‘μικροί’ πληρώνουν λιγότερα, οι ‘μεγάλοι’ είναι αυτοί που θα έχουν το πρόβλημα»: Σε γενικές γραμμές, το προσχέδιο της κυβέρνησης επιφέρει επιβαρύνσεις σχεδόν σε όλους τους ασφαλισμένους δικηγόρους. Οι επιβαρύνσεις είναι μικρότερες σε όσους έχουν χαμηλότερα εισοδήματα και αδιανόητα υψηλότερες σε όσους έχουν εισοδήματα από 20.000,00€-70.000,00€. Από εισόδημα από 70.000,00€ και πάνω οι εισφορές «παγώνουν» στο επίπεδο που αφορούν όσους δηλώνουν 70.000,00€. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ένας δικηγόρος που αποκερδαίνει 50.000,00€ το έτος την ώρα που καταβάλλει σήμερα περίπου 5.000,00€ το έτος ως συνολικές ασφαλιστικές εισφορές, με το νέο καθεστώς θα πρέπει να καταβάλλει κατ’ έτος 19.250,00€.
Συμπέρασμα: όλοι επιβαρύνονται, αλλά αυτοί που πραγματικά «τινάζονται στον αέρα» είναι οι δικηγόροι που παράγουν από 20.000,00€-70.000,00€. Πρόκειται για δικηγορικά γραφεία που συνήθως απασχολούν 1-2 δικηγόρους και ίσως κάποιον γραμματέα, άρα δίνουν δουλειά σε 2-3 άτομα. Για αυτούς, οι εισφορές αυξάνονται κατά 400% κατά μέσο όρο. Αν λάβει κανείς, μάλιστα, υπ’ όψιν κατά τις προτάσεις των… φωστήρων της κυβέρνησης, ότι οι εργοδότες αυτοί πέραν των δικών τους εισφορών πρέπει να πληρώσουν και το μεγαλύτερο μέρος των εισφορών των δικηγόρων που απασχολούν «με μπλοκάκι», είναι απολύτως αδύνατο για ένα τέτοιο δικηγορικό γραφείο να παραμείνει ανοικτό τηρώντας την νομιμότητα, που σκοπεύουν να επιβάλουν. Πολλοί δε από τους «μικρούς» που επιβαρύνονται λιγότερο, τελικά θα πληρώσουν πολύ βαρύτερο τίμημα, γιατί ο «μεγάλος» θα αναγκαστεί να διακόψει την συνεργασία μαζί τους.
- «Τουλάχιστον έτσι θα λυθεί το ασφαλιστικό». Το κυβερνητικό προσχέδιο δεν αποτελεί ούτε σχέδιο, ούτε οδηγεί σε λύση. Το προσχέδιο της κυβέρνησης αποτελεί ένα τσαπατσούλικο φτιασίδωμα που θα οδηγήσει σε 1-2 χρόνια να ξαναπροσπαθούμε να λύσουμε το ασφαλιστικό. Θα παραθέσουμε δύο μόνο ενδεικτικά στοιχεία: (α) Η κυβέρνηση έβγαλε ένα αρχικό σχέδιο, στη συνέχεια δε έκανε διάφορες «παραχωρήσεις» (για τους «νέους», για τα «μπλοκάκια», για τους αγρότες κλπ.) χωρίς να ακουστεί ούτε μια λέξη πώς θα αναπληρώσει τις εκπτώσεις που έκανε από άλλους πόρους. Είτε όλα είναι «στο πόδι», είτε κοροϊδεύει τους πάντες μέρα μεσημέρι. (β) Αν για να βγουν τα νούμερα, πρέπει να πάρεις το 75% του εισοδήματος ενός ενεργού επαγγελματία την μια χρονιά, πράγμα που θα τον οδηγήσει την επόμενη χρονιά στο κλείσιμο, είναι σαφές ότι το «σχέδιο» αυτό υπολογίζει ως εισπραχθησόμενα ποσά που δεν πρόκειται ποτέ να εισπραχθούν. Σημειώνεται ότι σήμερα το ποσό εισπραξιμότητας των εισφορών των δικηγόρων είναι περίπου στο 50% (πληρώνει 1 στους 2), για να γίνει αντιληπτό ότι με την μικρότερη ή μεγαλύτερη αύξηση των εισφορών αυτών, το ποσοστό εισπραξιμότητας θα πέσει περισσότερο και δεν θα ανέβει.
Κλείνοντας αξίζει να επαναλάβουμε ότι το προσχέδιο Κατρούγκαλου (που αποτελεί σχέδιο αμιγώς της ελληνικής κυβέρνησης και καμίας Τρόικα, όπως η ίδια η κυβέρνηση αρέσκεται να επαναλαμβάνει) δεν αποτελεί ούτε σχέδιο, ούτε λύνει το ασφαλιστικό πρόβλημα. Αυτό το σχέδιο που δημοσιοποιήθηκε στις αρχές Ιανουαρίου εξυπηρετεί απλώς την κοντόθωρη και διχαστική στρατηγική της κυβέρνησης που νομίζει ότι μπορεί να επιβιώνει πολιτικά μόνο μέσα από την δημιουργία εχθρών, αδιαφορώντας για τα οικονομικά και πρακτικά αποτελέσματα της πολιτικής της. Το αισιόδοξο είναι ότι ποτέ και κανένας δεν κατάφερε να μακροημερεύσει με μια τέτοια στρατηγική.
* Ο Φώτης Κων. Γιαννούλας είναι δικηγόρος Αθηνών, μέλος των Δ.Σ. του Συνδέσμου Λαρισαίων Αθηνών και της Εταιρείας Θεσσαλικών Μελετών (Ε.ΘΕ.Μ.), fgiannoulas@pag-law.gr