Σαν μεγαλώσει ο άνθρωπος και ξεπεράσει το προσδόκιμο της ζωής, το μόνο που του απομένει είναι ο μικρόκοσμος του παρελθόντος.
Αυτό το λέμε μνήμες ή αναμνήσεις...
Αυτή είναι από τη φύση προκαθορισμένη πορεία (Θεού θέλημα για τους πιστούς). Γι' αυτό και τους παππούδες τους ταυτίζουν με τους κατ' επάγγελμα παραμυθάδες.
Εδώ βρίσκεται και η ρίζα της μυθοπλασίας.
Ένας τέτοιος παππούς μυθοπλάστης ήταν στα παιδικά μου χρόνια ο Μπαρμπα-Πάνος ο Ερημίτης.
Αφού πάντρεψε τις δύο κόρες σε ξένα μέρη, άφησε το σπίτι και το χωριό, κατέβηκε στον Ελαιώνα του κάμπου που είχε μια τσόντα λιοστάσι όπου και έστησε μια ψαθοκαλύβα.
Για συντροφιά, εκτός από τη γυναίκα του, είχε τον Ντορή (το άλογο), τον σκύλο και την καραμπίνα.
Αγαπούσε παράφορα τα μικρά παιδιά. Ίσως γιατί δεν απόκτησε εγγόνια. Μας έπαιρνε στην αγκαλιά του, όπου εκτός από τις σταφίδες και κάπου-κάπου καμιά καραμέλα, μας δασκάλευε με περίεργο και πρωτότυπο τρόπο πώς να γίνουμε τίμιοι και ενάρετοι, χρήσιμοι και αποδοτικοί στην κοινωνία που είναι η μεγάλη μας οικογένεια. Για μας, ήταν ο πιο σωστός ιεροκήρυκας.
Παρά ταύτα, κάποιοι παράξενοι και ζηλόφθονοι γονείς τον κατηγορούσαν πως είναι άθεος αφού δεν πήγαινε στην εκκλησία και δεν έχει κρεμάσει ούτε ένα "κόνισμα" στους τοίχους - ποιους τοίχους;
Πικρό παράπονο και της Θειας - Παρασκευής.
Εκείνος της έλεγε πως οι Άγιοι δεν είναι για επίδειξη αλλά η θέση τους είναι στην ψυχή μας και πως το μεγαλύτερο αμάρτημα είναι η υποκρισία.
Ο Μπαρμπα-Πάνος δεν είχε φίλους γιατί πίστευε πως είναι δύσκολο να τους ξεχωρίσεις απ' τους εχθρούς.
Ζούσε λιτά με τη συμβία του. Με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940 πρώτος παρουσιάστηκε στην Επιτροπή Επίταξης για να παραδώσει τον Ντορή του.
Όμως η Επιτροπή τον βρήκε γερασμένο και ως εκ τούτου ακατάλληλο για πόλεμο. Ο Μπαρμπα-Πάνος επέμεινε να κρατήσουν τον Ντορή, λέγοντας: "Παιδιά δεν έχω να στείλω στο Μέτωπο, μήτε αδέλφια, ούτε άλλον κανέναν δικό μου. Πώς θα εκπληρώσω το εθνικό μου χρέος;".
Πώς μπορώ να νιώθω ισότιμος με αυτούς που παράτησαν τσαπιά κι αλέτρια, ελιές και οικογένεια και έφυγαν για το μέτωπο "με το χαμόγελο στα χείλη;".
Το "Όχι" του Μεταξά προς την ιταλική κυβέρνηση στις 28/10/1940 ήταν το πράσινο φως προς τον αγανακτισμένο ελληνικό λαό για να τιμωρήσει τους Φρατέλους που τόλμησαν να προσβάλουν το εθνικό-θρησκευτικό συναίσθημα, τορπιλίζοντας μπαμπέσικα στο λιμάνι της Τήνου το αντιτορπιλικό "Έλλη".
Εκτός αυτού ο "μεθυσμένος" ξεσηκωμός έχει να κάνει και με το γεγονός ότι επί 4 χρόνια ένιωθε στο πετσί του τι σημαίνει φασισμός.
Όταν ήλθε η ώρα που ο Μπάρμπα-Πάνος άφηνε τον "μάταιο τούτο κόσμο" δεν δέχτηκε να τον μεταλάβει ο παπάς του διπλανού χωριού μας και ο δικός μας ήταν σε αργία επειδή είχε διαπράξει σοβαρό ιερατικό αδίκημα. Ήταν Βενιζελικός!!!
"Τι έχεις Γιάννη;". "Ό,τι είχα πάντα"...
Σπύρος Χαλικιάς