Εκτός όμως από την επιχείρηση του παντοπωλείου που διέθετε στη σημερινή οδό Βενιζέλου, ο Ζαχαρός Σφόρτσας διετέλεσε το 1895 εργολάβος του φωτισμού του Δήμου Λαρίσης και από ό,τι φαίνεται ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις του με συνέπεια και υψηλό αίσθημα ευθύνης.
Όπως έγραφε η εφημερίδα «Αιών» (Αθήνα, 5 Οκτωβρίου 1881): «Η πόλις της Λαρίσσης στερείται καθ’ ολοκληρίαν φωτισμού. Εν ουδεμιά οδώ υπάρχει ουδέ είς φανός. Εντεύθεν πάντες κλείονται εν ταις οικίαις των μετά το λυκαυγές [Σημείωση: το σωστό είναι λυκόφως], ο δε θέλων να εξέλθη την νύκτα υποχρεούται, ίνα μη συντρίψη την κεφαλήν του, να φέρη ανά χείρας μικρόν φανόν» [1].
Από το 1881 μέχρι το 1895 οι εκάστοτε δήμαρχοι της Λάρισας τοποθέτησαν φανοστάτες πετρελαίου, κυρίως στο εμπορικό κέντρο και πέριξ της Κεντρικής πλατείας [2]. Τη διαδικασία φωτισμού την ανέθετε ο Δήμος κατόπιν ετήσιας μειοδοτικής δημοπρασίας σε συνεργεία εργολάβων που αναλάμβαναν το έργο. Είναι γεγονός ότι το προαναφερθέν διάστημα, πολλοί επιχειρηματίες - εργολάβοι ανέλαβαν τον φωτισμό της Λάρισας, με όχι ικανοποιητικά αποτελέσματα. Στις 8 Απριλίου 1895, σύμφωνα με εγκριτική απόφαση (αρ. 3023/1895) του τότε δημάρχου Αχιλλέα Αστεριάδη, διενεργήθηκε η ετήσια μειοδοτική δημοπρασία του φωτισμού, την οποία κέρδισαν από κοινού ο Ζαχαρός Δ. Σφόρτσας και ο παντοπώλης Βασίλειος Γ. Καλεσιώτης. Σύμφωνα με τους όρους του συμφωνητικού [3], οι δύο προαναφερθέντες ανέλαβαν να γεμίζουν με καθαρό και «άνευ προσμίξεων» πετρέλαιο τους 300 φανούς της Λάρισας, αντί 13 λεπτών για κάθε έναν από αυτούς (δηλαδή αντί 39 δρχ. ημερησίως). Η διάρκεια του συμφωνητικού ήταν δεκάμηνη (από την 1η Μαΐου 1895 μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 1895), με δυνατότητα παράτασης για άλλους δύο μήνες (έως την 1 Ιανουαρίου 1896). Οι Σφόρτσας και Καλεσιώτης προσέλαβαν υπαλλήλους οι οποίοι ανέλαβαν να γεμίζουν με πετρέλαιο τους φανούς, να αλλάζουν τα φυτίλια, να αντικαθιστούν τα σπασμένα τζάμια (τα οποία συνήθως έσπαζαν με πέτρες ανήλικοι ταραξίες) και γενικά να προβαίνουν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ώστε το φως της Λάρισας να είναι «καθαρόν και λαμπρόν». Οι φανοί θα έπρεπε να ανάβουν μισή ώρα πριν από τη δύση του ηλίου και ο φωτισμός της πόλης θα διαρκούσε μέχρι την ανατολή. Σε περίπτωση μη τήρησης των όρων του συμφωνητικού θα επιβάλλονταν πρόστιμο 20-50 δρχ., ενώ σε περίπτωση υποτροπής οι εργολάβοι θα καθίσταντο έκπτωτοι με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Το 1899, έναν χρόνο μετά από την προσωρινή τουρκική κατοχή της Θεσσαλίας (1897-1898), ο φωτισμός της Λάρισας ανατέθηκε στη Γαλλοελληνική Εταιρεία Ασετιλίνης.
Η Ελένη Σφόρτσα (σύζυγος) απεβίωσε στη Λάρισα τον Μάρτιο του 1907 [4]. Ελλείπουν όμως πληροφορίες για το έτος θανάτου του Ζαχαρού. Ο γιος του Αθανάσιος Ζ. Σφόρτσας, διαδέχθηκε τον πατέρα του στο παντοπωλείο μετά τη συνταξιοδότησή του. Το 1910 στο κατάστημα ξέσπασε πυρκαγιά. Παρά τις προσπάθειες κατάσβεσης από τους λοχίες του πεζικού Βάιο Βώλο και Ασημάκη Βίγκο, καθώς και από περαστικούς, το κτίριο καταστράφηκε ολοσχερώς και κατεδαφίστηκε. Ο Σφόρτσας αποζημιώθηκε από την Εθνική Ασφαλιστική (αντιπρόσωπος Λαρίσης ο Γεώργιος Δεσύπρης) και ανήγειρε νέο κατάστημα το οποίο άρχισε τη λειτουργία του στις 20 Νοεμβρίου 1910 [5]. Έναν μήνα νωρίτερα (25 Οκτωβρίου 1910) είχε αρραβωνιαστεί την Ροδόπη, θυγατέρα του Αντωνίου Αλαμάνη, την οποία νυμφεύθηκε λίγο αργότερα [6]. Από το γάμο του απέκτησε αρκετά παιδιά. Σε εμάς είναι ελάχιστα γνωστός μόνον ο Ζαχαρίας, ο οποίος γεννήθηκε το 1919. Η μόνη πληροφορία που διαθέτουμε για αυτόν είναι ότι στις 29 Σεπτεμβρίου 1932 εγγράφθηκε στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου Λαρίσης [7].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Ουδεμία οδός είναι ευθεία εν Λαρίσση (1881)», Ελευθερία (Λάρισα), 8 Ιουλίου 2020.
[2]. «Σε παλιές φωτογραφίες των αρχών του 20ού αιώνα που απεικονίζουν την Κεντρική Πλατεία, μπορεί κανείς να διακρίνει ψηλούς σιδερένιους φανοστάτες με ωραία σχέδια, στην κορυφή των οποίων τοποθετούσαν τις λεγόμενες γκαζόλαμπες. Ένα μικρό δοχείο που το εφοδίαζαν με πετρέλαιο και φιτίλι, περιβαλλόταν κυκλικά από γυαλί και κάθε βράδυ συγκεκριμένη ώρα περνούσε ειδικός υπάλληλος, καθάριζε το γυαλί, άλλαζε το φυτίλι και εφοδίαζε με πετρέλαιο τη συσκευή». Βλ. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Το κτίριο του ΟΥΗΛ. Η Ηλεκτρική Εταιρεία Λάρισας», Ελευθερία (Λάρισα), 10 Δεκεμβρίου 2017.
[3]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 050, αρ. 18016 (30 Απριλίου 1895).
[4]. Μικρά (Λάρισα), φ. 283 (11 Μαρτίου 1907) και φ. 11/363 (7 Μαρτίου 1908).
[5]. Μικρά (Λάρισα), φ. 28/482 (24 Νοεμβρίου 1910).
[6]. Μικρά (Λάρισα), φ. 23/477 (27 Οκτωβρίου 1910).
[7]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Γυμνασίου Λαρίσης, φκ. 004, Μαθητολόγιο 1932-1933, σ. 135.