Έλαβε μέρος σχεδόν και όλες τις επιχειρήσεις και μετά από το τέλος του πολέμου εξέδωσε στην Αθήνα τις αναμνήσεις του [1]. Στη συνέχεια παραθέτουμε αποσπάσματα από τις ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες αναμνήσεις του που αφορούν τη Λάρισα και τα περίχωρά της, διατηρώντας την ορθογραφία των κειμένων.
«Τας εντυπώσεις μου εκ του ατυχούς αυτού πολέμου, ας τον καλέσωμεν και ημείς πόλεμον, θα ρίψω εις τον χάρτην, εις θλιβερωτάτην ανάμνησιν δι’ εκείνους οίτινες θα τύχη να τις αναγνώσουν χωρίς να είχον την ατυχίαν να τον παρακολουθήσουν, χωρίς να είχον την ατυχίαν να παραστώσι αυτόπται των τραγικών περιπετειών του (…). Ανεχώρησα διά την Λάρισσαν το εσπέρας της Καθαράς Δευτέρας [= του 1897] εκ της οικογενειακής στέγης (…).
Εις την Λάρισαν, την κατόπιν τόσον ατυχή ηρωίδα, αλλά τότε άχαριν δι’ ημάς και απέραντον πόλιν, χωρίς κανέν θέλγητρον, αι ωραιότεραι στιγμαί μου ήσαν όταν ήμην εις τον λόχον μου εν μέσω των στρατιωτών με τους οποίους πλάι-πλάι θα ηγωνιζόμην τον ιερόν υπέρ της πατρίδος αγώνα (…). Η Λάρισα κατά την περίοδον ταύτην είχεν όψιν εξόχως στρατιωτικήν. Κατά τας ώρας καθ’ άς ο στρατός επιστρέφων εκ των ασκήσεων επλημμύρει την πόλιν, οι ολίγοι πολίται της εχάνοντο εν μέσω του πλήθους των στρατιωτικών στολών. Την μεσημβρίαν συνεκεντρούντο όλοι οι αξιωματικοί εις το παρά την πλατείαν ξενοδοχείον [= Το Στέμμα] προς δείπνον. Που και που εφαίνετο κανείς πολίτης και ιδίως ανταποκριταί ευρωπαϊκών εφημερίδων. Εκυριάρχει το στρατιωτικόν στοιχείον εκ του οποίου έβριθον τα τραπέζια. Τα γκαρσόνια του ξενοδοχείου δεν επρόφθαναν να σερβίρουν και έπρεπε κανείς να περιμένη μισή ώρα διά να του φέρουν το φαγητό. Ενθυμούμαι ότι ένας Ιταλός δημοσιογράφος διά να επισύρη την προσοχήν του γκαρσονιού έθραυσε μετά πατάγου το πιάτο του επί της τραπέζης, το οποίον εκίνησεν τον γέλωτα όλων εν τω ξενοδοχείω (…).
Η δευτέρα συγκέντρωσις ήτο προς το εσπέρας εν τη πλατεία όπου πάντες οι αξιωματικοί καθ’ ομίλους συνεζήτουν επί των γεγονότων και των ειδήσεων της ημέρας (…). Την 22α Μαρτίου διατάσσεται το τάγμα μας μετά της διοικήσεως του συντάγματος να μεταβή εις Καζακλάρ [= Αμπελώνας]. Λαμπρότατη και μαγευτική η τοποθεσία. Κατάφυτον το χωριό και τα πέριξ αυτού, κατακεκαλυμμένον όλον το έδαφος από ταις καταπράσιναις φτελιαίς, ευρύτατος ο ορίζων και επιτέλους για μας το ωραιότερον πάντων, η πλησίασις εις την γραμμήν των σταθμών, εις τα σύνορα (…). Το τάγμα επεστάθμευσεν εις τας οικίας κατά διμοιρίας ή ενωμοτίας αναλόγως της χωρητικότητος αυτών. Οι αξιωματικοί του λόχου, ο λοχαγός μου δηλ. κ. Βουλγαράκης, ο ανθυπολοχαγός Ευθ. Νιχογιαννόπουλος και εγώ κατοικήσαμεν εις έν ωραιότατον σπητάκι, ενός καλού νοικοκύρη Οικονόμου καλουμένου (…) Εν γένει ο βίος μας εις το Καζακλάρ ήτο εκτάκτως ευχάριστος. Εκεί αναγεννήθημεν, εζωγονήθημεν, εδιπλασιάσθημεν. Η 25η Μαρτίου ήτο ημέρα χαράς και πανηγύρεως (…).
[Λάρισσα, 5 Απριλίου 1897]. Την 11ην της νυκτός υπό το ωραίον φως της σελήνης ανήλθον επί του φρουρίου της Λαρίσσης μετ’ άλλων συναδέλφων εις την θέσιν όπου είχον κατασκευασθή τα πυροβολεία του βαρέως πυροβολικού, του προωρισμένου διά την άμυναν της πόλεως. Κόσμος πολύ παρετήρει μετά συγκινήσεως την οροσειράν της γραμμής των σταθμών. Από καιρού εις καιρόν διεκρίνετο η λάμψις πυροβολισμού ασθενής και αμφίβολος υπό το ισχυρόν σεληνόφως (…).
Έξοχος υπήρξεν η πρωία και η ανατολή του ηλίου κατά την Μεγάλην Παρακευήν 12ην Απριλίου (…). Η Λάρισσα εν μέσω της αχανούς πεδιάδος εστέφετο και αυτή από την πρωινή ομίχλη η οποία μόλις άφινε να διαφαίνονται αι οικίαι και οι μιναρέδες της. Στα πόδια μας ο Τύρναβος ήσυχος, βυθισμένος ακόμη ίσως εις τον ύπνον. Εις το στρατόπεδον της πεδιάδος ουδεμία ακόμη κίνησις, ουδεμία ταραχή (…). Εις την Λάρισαν όλα τα σπήτια και τα μαγαζειά κατάκλειστα. Οι δρόμοι πλημμυρισμένοι από πρόσωπα ανήσυχα, φοβισμένα, περίτρομα (…). Επί του προσώπου των αξιωματικών ιδία ήτο εζωγραφημένον το υπέρτατον άλγος επί τη συμφορά (…). Άμα ο λόχος εσταμάτησεν προ των στρατώνων και διετάχθη ανάπαυσις, εδήλωσα εις τον ταγματάρχην μου ότι ήμην ασθενής και μετέβην εις την κατοικίαν μου, εις την πλησιεστέραν προς τους στρατώνες συνοικίαν. Εκ της οικογενείας των νοικοκυραίων, εβραίων το θρήσκευμα δεν είχε μείνει παρά εις γέρων και ένα γύναιον μέσης ηλικίας (…). Η ωραία η Ντουντού με την γλυκειά της τη φωνή και τα πλειό γλυκά βλέμματά της είχεν προσφύγει εις Βόλον, φεύγουσα εν πανικώ μετά των άλλων κατοίκων της Λαρίσσης την αγριότητα και την ακολασίαν του επερχομένου εχθρού (…). Ο εβραίος γέρων μου έφερεν λεκάνην με νερό και με εβοήθησε να βγάλω της μπόταις μου, της οποίαις προ 7 ημερών ακριβώς δεν έβγαλα από τα πόδια μου (…). Το δωμάτιον επληρώθη από οσμήν πολύ απέχουσαν της ευωδίας την οποίαν σκορπίζουν οι βαλσαμωμένοι κύριοι των υποκλίσεων και των κομπλιμέντων εις τους δρόμους και εις τας αιθούσας των Αθηνών (…). Εφόρεσα ζεύγος κοκκίνων καλτσών τας οποίας είχεν την καλωσύνην ο Εβραίος να μου δωρήση και εξηπλώθην εξαντλημένος και κατάκοπος (…). – Κύριε ανθυπολοχαγέ να’ ρθήτε κάτω αμέσως γιατί θα φύγωμεν (…). – Γιατί; Aφήνωμεν την Λάρισσαν; (…). Μεταξύ των στρατευμάτων και των στρατιωτικών κάρρων, τα κάρρα των φευγόντων κατοίκων με στιβαγμένα επ’ αυτών έπιπλα, παιδάκια, φορέματα, φύρδην μίγδην ακολουθούμενα από γυμνόποδας άνδρας και γυναίκας με του κρυερού φόβου την έκφρασιν εις τα πρόσωπά των, με την αγωνίαν περί του μέλλοντος εις το βλέμμα. Και εβάδιζε το μπουλούκι εκείνο το αξιοδάκρυτο μέσα στον ατέλειωτο κάμπο (…). Παραδίδων δε εις την δημοσιότητα τας εντυπώσεις μου ταύτας εκ της τόσω σκοτεινής και τραγικής περικοπής της ιστορίας του Ελληνισμού, μίαν εκφράζω ευχήν προς τον Ύψιστον: Γρήγορα να έλθη η ώρα όπως τα Ελληνικά όπλα αποπλύνωσι τον ρύπον και το στίγμα του ατυχούς τούτου πολέμου και έστω το αίμα μου ως πρώτη θυσία εις τον εξιλαστήριον βωμόν της Πατρίδος».
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Πέτρος Βρυζάκης, Πολεμικαί εικόνες: Μία σελίς του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Πρόσωπα και πράγματα. Εν Αθήναις 1898 (σελ. 5-7, 11-15, 62, 77-78 και 216).