Γεννημένος στη Σκοτίνα της Πιερίας το 1800, φοίτησε στην Ελληνική Σχολή της Τσαριτσάνης όπου δίδασκαν ο λόγιος ιεροδιάκονος Διονύσιος και ο ιερέας Σωτήριος Στάικος [1]. Σε ηλικία 18 ετών εκάρη μοναχός στο μοναστήρι της Ολυμπιώτισσας στην Ελασσόνα. Διετέλεσε Μέγας Πρωτοσύγκελος του Οικουμενικού Θρόνου, Μητροπολίτης Μυτιλήνης και Θεσσαλονίκης, ενώ το 1858 εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας διαδεχόμενος τον Ιερόθεο Β’ (1847-1858). Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι τον Μάιο του 1861, οπότε και παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Έκτοτε αποσύρθηκε στη Μυτιλήνη, όπου παρέμεινε μέχρι την κοίμησή του (12 Ιουλίου 1889). Με εντολή του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β’, στην κηδεία του που πραγματοποιήθηκε δημοσία δαπάνη, παρευρέθηκαν οι πολιτικές, στρατιωτικές και θρησκευτικές αρχές της νήσου, ενώ του αποδόθηκαν τιμές πρωτόγνωρες για τα δεδομένα της εποχής. Είχε τιμηθεί από την Ελληνική Πολιτεία, την Υψηλή Πύλη και από ξένες Κυβερνήσεις με πλήθος μεταλλείων για την ανιδιοτελή του δράση και τα φιλάνθρωπα αισθήματα προς όλους τους συνανθρώπους του, ανεξαρτήτως καταγωγής, φυλής και θρησκεύματος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το μεγάλο ταξίδι που πραγματοποίησε στη γενέτειρά του (Σκοτίνα) και στη Μονή της Ολυμπιώτισσας, τον Σεπτέμβριο του 1861, λίγους δηλαδή μήνες μετά από την παραίτησή του. Όπως αναφέρουν οι βιογράφοι του, με δικά του έξοδα ανακαινίσθηκε εκ βάθρων ο παλαιός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Άνω Σκοτίνας (σήμερα εγκαταλελειμμένη) που αποπερατώθηκε το 1862 σύμφωνα με σχετική κτητορική επιγραφή. Ενδιαφέρθηκε για το σχολείο του χωριού το οποίο είχε αναγερθεί το 1856 με δικά του έξοδα και στο οποίο είχε δωρίσει 300 χρυσές τουρκικές λίρες για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων και την μισθοδοσία των εκπαιδευτικών. Στη Μονή της Ολυμπιώτισσας που επισκέφθηκε στη συνέχεια και στην οποία του επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή, παρέμεινε μέχρι τις 14 Σεπτεμβρίου 1861, ενώ στη συνέχεια αναχώρησε για τη Μυτιλήνη.
Όμως μία πτυχή αυτού του ταξιδιού, παραμένει για τους περισσότερους λιγότερο γνωστή μέχρι σήμερα. Αφορά την επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Καλλίνικος στη Λάρισα την παραπάνω περίοδο. Και σ’ αυτήν θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Γενικός διοικητής της Θεσσαλίας εκείνη την περίοδο (με έδρα τη Λάρισα) ήταν ο Ταγίπ πασάς. Ο τελευταίος είχε διατελέσει στρατιωτικός διοικητής της Θεσσαλονίκης, την ίδια περίοδο που ο Καλλίνικος ήταν μητροπολίτης της πόλης (1853-1858). Ο πασάς εντυπωσιάστηκε με την προσωπικότητα του μετέπειτα πατριάρχη. Το ίδιο όμως εντυπωσιάστηκε και ο Καλλίνικος, ιδιαίτερα για τις φιλελεύθερες ιδέες του και τους ευγενικούς του τρόπους, που δεν συναντούσε κανείς εύκολα την εποχή εκείνη, στους υψηλούς αξιωματούχους της Οθωμανικής διοίκησης. Από κοινού οι δύο άνδρες έλυσαν πολλά προβλήματα που απασχολούσαν τις Κοινότητες της πόλης και η ταυτόχρονη παρουσία τους στη Θεσσαλονίκη υπήρξε και η απαρχή για μία δυνατή και μακροχρόνια φιλία.
Τον Σεπτέμβριο του 1861 και ενώ ο παραιτηθείς πατριάρχης βρισκόταν στη Σκοτίνα, ο Ταγίπ πασάς στη Λάρισα, βρισκόταν αντιμέτωπος με τρία μεγάλα προβλήματα. Την καταδίωξη των ληστρικών συμμοριών, τις πιέσεις που έπρεπε να ασκήσει τους Οθωμανούς μπέηδες για την είσπραξη του αναγκαστικού δανείου και την υποχρεωτική είσπραξη της προκαταβολής φόρου της επόμενης χρονιάς από όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της Θεσσαλίας. Όταν ο πασάς έμαθε ότι ο παλαιός του φίλος είχε έρθει στη Σκοτίνα έστειλε αγγελιοφόρους που του παρέδωσαν πρόσκληση να επισκεφθεί τη Λάρισα, την οποία ο Καλλίνικος αποδέχθηκε με προθυμία. Αλλά ας δούμε πώς περιγράφει τα γεγονότα ο ανταποκριτής της εφημερίδας «Φάρος της Όθρυος» (Λαμία) στη Λάρισα:
«Ο Ταγίπ πασάς διοικητής μας, φίλος ών του ειρημένου πρώην πατριάρχου εκ Θεσσαλονίκης, ένθα αμφότεροι και άλλοτε ήσαν, ο μεν ως διοικητής, ο δε ως αρχιεπίσκοπος, μαθών τον ερχομό του εις την ιδιαιτέραν πατρίδα του, απέστειλεν επίτηδες τον ίππον του πολυτελώς στολισμένον μετά ικανής συνοδείας χωροφυλάκων, και τον προσεκάλεσε να ελθή εις την Λάρισσαν διά να ανταμωθώσιν. Τω όντι η αυτού Μακαριότης εδέχθη την πρόσκλησιν και ήλθεν εις Λάρισσαν. Αλλά τρείς ώρας έξω της Λαρίσσης, ο Άγιος Λαρίσσης [2], μεθ’ όλων των προκρίτων και λοιπών κατοίκων της Λαρίσσης εξήλθον εις προϋπάντησίν του, εις τρόπον ώστε η υποδοχή υπήρξεν λίαν επίσημος, λαμπρά και σπανία. Καταλύσας ο μακαριώτατος εις την αρχιεπισκοπήν Λαρίσσης, εγευμάτισεν ομού με τον Άγιον Λαρίσσης εις επίσημον και πολυτελές γεύμα, όπερ είχεν προετοιμασμένον ο Ταγίπ πασάς, υποδεχθείς αυτόν μετά μεγίστης επισημότητος, κεκοσμημένον όντα με τα μεγάλα παράσημα του Σουλτάνου, άτινα κατά καιρούς έλαβεν. Την επιούσαν ελειτούργησεν η αυτού μακαριότης εις τον ιερόν Ναόν του αγίου Αχιλλείου. Εν καιρώ δε της μεγάλης εισόδου ιστάμενος εις την ιεράν πύλην και υψώσας τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν, ηυχήθη και εδεήθη υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των τεθνεώτων και υπέρ υγείας των ζώντων Ορθοδόξων Χριστιανών και των λοιπών ετεροδόξων, εις τρόπον ώστε όλοι οι κάτοικοι της πόλεως κατανυχθέντες έσπευσαν και ησπάσθησαν την αγίαν αυτού δεξιάν» [3].
Ο Ταγίπ πασάς λόγω της ιδιοσυγκρασίας του δεν κατόρθωσε να εφαρμόσει τα σκληρά μέτρα της Οθωμανικής Κυβέρνησης και απομακρύνθηκε. Αλλά ούτε και ο προοδευτικός Χουσνή πασάς που τον διαδέχθηκε κατόρθωσε να περιορίσει τις καταπιέσεις και καταχρήσεις των κατά τόπους διοικητικών υπαλλήλων σε βάρος των χριστιανών της Θεσσαλίας. Επομένως η υποδοχή που επεφύλαξε ο Ταγίπ πασάς στον τέως πατριάρχη Καλλίνικο ήταν μία μεμονωμένη αλλά ξεχωριστή ενέργεια στα πέτρινα χρόνια του δεσποτισμού και της τυραννίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Πολλά έντυπα και ιστοσελίδες αναφέρουν ότι είχε δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων, γεγονός το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο τελευταίος είχε συλληφθεί από την Αλή πασά το 1806 ως ύποπτος για συμμετοχή του στην επανάσταση του παπά Ευθύμιου Βλαχάβα. Αργότερα απελευθερώθηκε και μετά από μία σύντομη παραμονή στην Τσαριστάνη, εγκαταστάθηκε στην Μονή του Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες (1808). Έκτοτε δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στην Τσαριτσάνη. Βλ. Βασίλειος Κουκούσας, «Ο εκ Σκοτίνης Πιερίας πατριάρχης Αλεξανδρείας Καλλίνικος (1800-1889)», Μακεδονικά (Θεσσαλονίκη), τ. 31 (1997-1998), σ. 281-297. Ειδικώς, σ. 281, σημ. 2.
[2]. Πρόκειται για τον μητροπολίτη Στέφανο Β’ ο οποίος διαδεχόμενος τον Ανανία (1837-1853), παρέμεινε στον επισκοπικό θρόνο της Λάρισας από τις 14 Νοεμβρίου 1853 (ανέλαβε καθήκοντα στις 2 Απριλίου 1854) μέχρι τις 20 Μαρτίου 1870. Ευχαριστώ τον κύριο Κώστα Σπανό για την υπόδειξη.
[3]. Φάρος της Όθρυος (Λαμία), φ. 277 (2 Σεπτεμβρίου 1861).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου