Γράφει ο Δημήτρης Βάλλας
Είχα να τους δω καιρό, φίλοι από τα παλιά, όταν με τραίνο έφθασαν στη Λάρισα νύχτα. Αξύριστοι με σακίδια στην πλάτη, κάτι σαν σύγχρονοι ζηλωτές. Το αίτημα τους ,να τους παραλάβω από το σταθμό και να τους πάω στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στα Βούναινα . Εκεί θα έμεναν όλο το βράδυ στην αγρυπνία περιμένοντας να δουν τα δένδρα να στάζουν αίμα!
Μαζί τους θυμήθηκα τον ταξίαρχο του Βυζαντίου που πολέμησε στη Λάρισα και άγιασε και οι φίλοι έγιναν η αφορμή για τις σημερινές ιχνηλασίας!
…Είμαστε κάπου στις αρχές του 901 μ.Χ. όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου είναι ο Λέοντας ΣΤ’ ο Σοφός.
Άραβες επιδρομείς με απανωτές αποβάσεις στα παράλια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχαν γίνει η μάστιγα της εποχής λεηλατώντας, σφάζοντας και εξανδραποδίζοντας τους χριστιανούς στις παράκτιες περιοχές.
Οι βυζαντινοί προσπαθούσαν να τους αντιμετωπίσουν εφαρμόζοντας κατά την προσφιλή τους στρατηγική τακτικές φθοράς με ενέδρες αιφνιδιασμούς και ξαφνικές επιθέσεις κυρίως τη νύχτα και τις ημέρες με ψύχος και άσχημες καιρικές συνθήκες που οι στρατιώτες του εχθρού μεγαλωμένοι σε υψηλές θερμοκρασίες δεν μπορούσαν να υποφέρουν.
Οι άμαχοι, κυρίως γυναίκες παιδιά και ηλικιωμένοι, απομακρύνονταν από τα χωριά της
υπαίθρου εγκαταλείποντας σπίτια και χωράφια και συγκεντρώνονταν στις μεγάλες πόλεις που διέθεταν φρούρια τείχη και ισχυρές οχυρώσεις.
Ο νεαρός τότε Νικόλαος που καταγόταν από την Ανατολή ήταν ένας από τους καλύτερους και γενναιότερους αξιωματικούς του Βυζαντινού Στρατού.
Ο Λέων ο Σοφός, τον ξεχωρίζει και παρά το νεαρό της ηλικίας του, τον ορίζει ταξίαρχο και τον στέλνει με στρατό στη Λάρισα, «προκαθεζομένην της Θετταλίας πόλιν, ίνα διατρίβων εκεί τους εναντίους της πόλεως αποτρέπηται» , για να αντιμετωπίσει τους Άραβες που ήδη έχουν εισβάλει από την περιοχή του Αλμυρού, έχουν καταλάβει τον Βόλο και προχωρούν
προς τα ενδότερα.
Είναι η συγκλονιστική ιστορία του νεαρού ταξιάρχου του Βυζαντίου και στα ίχνη της βρεθήκαμε σήμερα ακολουθώντας τους Άραβες επιδρομείς μέχρι τα Βούναινα όπου θα γραφεί και το τέλος...
Ο ταξίαρχος-πολεμιστής θα περάσει στη λίστα των νεομαρτύρων της Εκκλησίας μας και στη μνήμη του τα δένδρα στα Βούναινα κάθε χρόνο στάζουν κόκκινο σαν αίμα υγρό για τον Άγιο Νικόλαο το Νέο!
...Ο ταξίαρχος Νικόλαος λοιπόν, με 1000 άνδρες φθάνει στη Λάρισα και την περιπέτειά του μας την περιγράφουν οι συναξαριστές με κείμενα για τον βίο του που έφθασαν μέχρι τις ημέρες μας:
«Ο Άγιος μάρτυς Νικόλαος, καταγόμενος από την Ανατολή, έζησε περί τα τέλη του 9ου και τις αρχές του 10ου μ.Χ. αιώνος. Διακρινόμενος παιδιόθεν για την μεγάλη ευσέβειά του, κατετάγη στον στρατό και, λόγω της σπουδαίας φήμης για την ανδρεία του, σύντομα διορίστηκε από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ τον Σοφό (886-912) διοικητής αποσπάσματος χιλίων ανδρών, που απεστάλη στη Θεσσαλία για την φρούρηση της Λάρισας. Τον Απρίλιο του 901, οι Άραβες, οι οποίοι τρομοκρατούσαν την εποχή εκείνη τις παράκτιες επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κατέλαβαν την πόλη της Δημητριάδος (του σημερινού Βόλου) και προχώρησαν προς το εσωτερικό της Θεσσαλίας, εν μέσω λεηλασιών και αφανισμού του χριστιανικού στοιχείου της επαρχίας. Ο Νικόλαος, αντιλαμβανόμενος ότι δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί, αφενός έδωσε εντολή να εκκενωθεί η πόλη της Λάρισας, αφετέρου κατέφυγε, με την συνοδεία μερικών ανδρών, σε σκήτη ασκητών, που εγκαταβίωσαν στα όρη κοντά στον Τύρναβο (16 χλμ. Β.Δ της Λάρισας), ανακαλύπτοντας εκεί, δια της προσευχής και της νηστείας, την πραγματική ειρήνη. Μάλιστα, κατά την διάρκεια νυκτερινής προσευχής του Νικολάου και των συνασκητών του, εμφανίσθηκε άγγελος, ο οποίος τους ανήγγειλε ότι έπρεπε να ετοιμασθούν για να λάβουν σύντομα τον στέφανο του μαρτυρίου.
Λίγες ημέρες αργότερα, οι επιδρομείς επιτέθηκαν στην ορεινή σκήτη. Οι χριστιανοί στρατιώτες, εμψυχωμένοι από τα φλογερά λόγια του Νικολάου και την αγάπη τους για τον Θεό, αρχικά επικράτησαν στη μάχη με τους επιδρομείς, ωστόσο, στη συνέχεια, περικυκλώθηκαν. Αφού υπεβλήθησαν σε φρικτά βασανιστήρια, για να απαρνηθούν την πίστη τους, χωρίς αποτέλεσμα, ωστόσο, για τους βασανιστές τους, εν τέλει υπέκυψαν στα
μαρτύριά τους, λαμβάνοντας έτσι τον στέφανο του μαρτυρίου.
… Ήσαν δε άνδρες δεκατρείς : Αρδόμιος ή Αρμόδιος, Γρηγόριος, Ιωάννης, Δημήτριος,
Μιχαήλ, Ακίνδυνος, Θεόδωρος, Παγκράτιος, Παύλος, Χριστόφορος, Παντολέων, Ευόδιος και Αιμιλιανός και γυναίκες δύο Ειρήνη και Πελαγία».
Ο μόνος που κατόρθωσε να διαφύγει ήταν ο άγιος Νικόλαος, ο οποίος κατέφυγε στο φαράγγι Βούνεση, πλησίον της πόλεως της Καρδίτσας, όπου, ζώντας για μικρό χρονικό διάστημα σε σπήλαιο στα ριζά μιας μεγάλης βελανιδιάς και νικώντας τα πάθη και τις επιθέσεις των δαιμόνων, διέλαμψε ενώπιον του Θεού και των αγγέλων του, με την λαμπρότητα των αρετών του. Εκεί ανακαλύφθηκε, εν τέλει, και συνελήφθη από τους βαρβάρους, οι οποίοι δεν είχαν παύσει να τον αναζητούν. Παρά τα βασανιστήρια, στα
οποία υπεβλήθη για να απαρνηθεί την πίστη του στον Θεό, ο Νικόλαος αποκρίθηκε ότι θα παρέμενε πιστός μέχρι τελευταίας αναπνοής, με αποτέλεσμα να δεχθεί χλεύη και λοιδορίες από τους βαρβάρους, οι οποίοι στο τέλος τον διαπέρασαν με την ίδια τη λόγχη του.
Το σκήνωμα του Αγίου παρέμεινε για πάνω από 80 έτη κρυμμένο στην κουφάλα της βελανιδιάς, θαυματουργικά άθικτο από τη φθορά και τα αγρίμια και ανακαλύφθηκε, τελικά, περί το 985, κατόπιν οράματος, από τον πάσχοντα από ανίατη λέπρα δούκα της Θεσσαλονίκης, Ευφημιανό.»
...Λίγο πιο έξω από τα Βουναινα, εκεί στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου κάθε χρόνο στην αγρυπνία είτε αυτή γίνεται με το Νέο (8-9) Μαΐου είτε με το Παλαιό Ημερολόγιο (21-22), ο κόσμος το βράδυ ξενυχτά και περιμένουν το ξημέρωμα. Πάντα, λένε, γύρω στις 5 το πρωί ακούγεται ένα βουητό μέσα από τα δένδρα και τα καραγάτσια αρχίζουν να στάζουν από ένα κόκκινο υγρό. Μόνο όμως εκεί και αυτές τις ημέρες του Μαΐου γιατί καραγάτσια υπάρχουν και αλλού. Είναι για να θυμίζουν τον ταξίαρχο του Βυζαντίου που στο άνθος της νιότης του κατατρυπημένος από βέλη και λόγχες και κατακοκκίνισε με το αίμα του τον τόπο για την «Πατρίδα και του Χριστού την Πίστη την Αγία»…