ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ (1881)
Με την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, αρχίζει να αναμορφώνεται και να αναδημιουργείται η νέα Λάρισα. Δρόμοι δαιδαλώδεις, στενοί και λιθόστρωτοι, χωρίς κανέναν ρυμοτομικό σχεδιασμό, και κτίσματα οικοδομημένα οπουδήποτε, χωρίς πολεοδομικούς περιορισμούς, έπρεπε να μεταμορφωθούν σε μια μεγάλη και σύγχρονη για την εποχή εκείνη πολιτεία. H κεντρική εξουσία ήταν έτοιμη γι’ αυτό και παρατηρούμε ότι από το 1882 προχώρησε άμεσα στην εκπόνηση του πρώτου πολεοδομικού σχεδίου της πόλης, το οποίο άρχισε να υλοποιείται σταδιακά από το 1884. Σημαντικός παράγοντας στην ταχύτερη εφαρμογή του νέου αυτού σχεδίου ήταν η μεγάλη πυρκαγιά που έγινε το 1882 στη Λάρισα και κατέστρεψε την ευρύτερη περιοχή του Ξυλοπάζαρου [7], δηλαδή ολόκληρο σχεδόν το κέντρο της πόλης, οπότε ήταν πιο ευκολότερη η άμεση εφαρμογή του νέου ρυμοτομικού σχεδίου. Μερικοί Τούρκοι κτηματίες, οι οποίοι δε μετακόμισαν στη Μ. Ασία, αλλά παρέμειναν οικειοθελώς στη Λάρισα, καθώς είχαν τη διαβεβαίωση από τη συνθήκη του Βερολίνου ότι τα περιουσιακά τους στοιχεία δε θα θιγούν, έκτισαν αυτήν την περίοδο κάποια ευρύχωρα και περίτεχνα αρχοντικά για να στεγάσουν τις οικογένειές τους. Την ίδια τακτική ακολούθησαν και πολλοί πλούσιοι Έλληνες επιχειρηματίες από την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και τις παραδουνάβιες περιοχές, οι οποίοι αγόρασαν μεγάλες εκτάσεις γης σε τιμές ευκαιρίας από τους Τούρκους που εγκατέλειπαν τη Θεσσαλία. Τα σπίτια αυτά στην εμφάνισή τους είχαν δανειστεί πολλά στοιχεία από την αθηναϊκή αρχιτεκτονική, η οποία την περίοδο εκείνη βασιζόταν σε νεοκλασικά πρότυπα, των οποίων σημείο αναφοράς ήταν η ελληνική κλασική αρχιτεκτονική και η ελληνορωμαϊκή συνέχειά της. Δεν τα υιοθέτησαν, όμως, ολοκληρωτικά, καθώς διατήρησαν και ορισμένα στοιχεία λαϊκής αρχιτεκτονικής. Ως δομικά υλικά χρησιμοποιούσαν τα παραδοσιακά (ξυλοδεσιές και πλιθιά) και πολλές φορές υπήρχε διαχωρισμός των ορόφων με χοντρά ξύλινα δοκάρια. Η στέγη ήταν τετράκλινη, καλυπτόταν από κεραμίδια και τις γωνιές της στόλιζαν όμορφα ακροκέραμα και καμινάδες. Στην πρόσοψη ψηλά αναπτυσσόταν τριγωνικό διακοσμητικό αέτωμα. Μ’ αυτόν τον τρόπο κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και αμέσως μετά την απελευθέρωση οικοδομήθηκαν μερικές δεκάδες όμορφες κατοικίες και ορισμένα δημόσια κτίρια, τα οποία κόσμησαν και ομόρφυναν την παλιά τουρκόπολη. Ο Γιώργος Γουργιώτης [8] χαρακτήρισε τα αρχοντικά αυτά σαν λαϊκά νεοκλασικά οικοδομήματα και τα εντόπισε ως επί το πλείστον στη Λάρισα. Τα σπίτια αυτά ήταν πολλά και βρίσκονταν κυρίως στο κέντρο της Λάρισας και στον Αρναούτ Μαχαλά (συνοικία Αγίου Αθανασίου). Το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό τους ήταν ότι λόγω της ιδιότυπης και ελαφράς κατασκευής που είχαν, ο χρόνος και ο μεγάλος σεισμός της 1ης Μαρτίου του 1941 δεν τα έθιξε ιδιαίτερα. Τελικά, όμως, ό,τι δεν κατάφερε ο ισοπεδωτικός σεισμός, το πέτυχε ο αχόρταγος συρμός της αντιπαροχής και δυστυχώς σήμερα όλα αυτά τα σπίτια δεν υπάρχουν πια.
ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΟΥ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΙΣΜΟΥ
Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική που χαρακτήριζε τη μορφή των κτιρίων και των κατοικιών κατά τις τελευταίες δεκαετίες της τουρκοκρατίας (1850-1881) στην περιοχή μας, κάποια στιγμή σταμάτησε να συγκινεί τη νέα αστική τάξη. Όλοι αυτοί, θέλοντας να εναρμονίσουν τις νέες κατοικίες τους με την αρχιτεκτονική της ελληνικής πρωτεύουσας, δέχθηκαν αρχικά να ενσωματώσουν κάποιες βασικές και γόνιμες επιδράσεις από το ρεύμα του νεοκλασικισμού της εποχής, στον οποίο τελικά παραδόθηκαν ολοκληρωτικά. Ο ελληνικός νεοκλασικισμός ήταν ουσιαστικά για την Ελλάδα η επιβολή από το περιβάλλον του βασιλέα Όθωνα μιας νέας τεχνοτροπίας, η οποία γεννήθηκε μερικές χιλιάδες χρόνια πριν εδώ, στην αρχαία Ελλάδα και επανεμφανίσθηκε σταλμένη τώρα απ’ έξω. Η τεχνοτροπία αυτή είχε όλες τις διαφοροποιήσεις που είναι φυσικό να δημιουργούνται όταν μια υψηλή αρχιτεκτονική σύλληψη γίνεται πρότυπο για αντιγραφή, ενώ η μορφή της ζωής του 19ου αιώνα στη χώρα μας ήταν εντελώς άσχετη με τις μορφοποιητικές δυνάμεις της κλασικής Ελλάδος [9]. Η Λένα Γουργιώτη πιστεύει ότι ο νεοκλασικισμός ήταν ένα ευρωπαϊκό ουμανιστικό κίνημα που εξέθρεψε ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός και ήλθε στην Ελλάδα από διάφορα κέντρα της Εσπερίας για να εδραιωθεί στη νέα ελληνική πρωτεύουσα, την Αθήνα, μετά την ίδρυση του ελεύθερου Ελληνικού Βασιλείου [10]. Η Αλέκα Καραδήμου-Γερολύμπου, που έχει εντρυφήσει σχολαστικά στην πολεοδομική ιστορία των οικισμών της χώρας μας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι νεοκλασικισμός είναι η τάση που προήλθε από τη γνώση, αποδοχή και μίμηση των αρχών και προτύπων της κλασικής περιόδου [11]. Επομένως, όλοι οι μελετητές λίγο-πολύ δέχονται το κίνημα του νεοκλασικισμού σαν μια αναζωπύρωση της κλασικής περιόδου στα μέσα του 19ου αιώνα, πετυχημένη ή όχι άσχετο. Ο νέος αυτός ρυθμός βρήκε το έδαφος πρόσφορο για να αναπτυχθεί στον φυσικό του χώρο, την Ελλάδα, κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης, μια που τα διακοσμητικά στοιχεία που τον χαρακτήριζαν ήταν δάνεια από την κλασική περίοδο της αρχαιότητας και την εξάπλωσή του στον ρωμαϊκό πολιτισμό. Από την Αθήνα εύκολο ήταν μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα να μεταδοθεί με ταχείς βηματισμούς σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.
Ο νεοκλασικός αρχιτεκτονικός ρυθμός, τόσο στην περίπτωση των κατοικιών όσο και των δημόσιων κτιρίων, χαρακτηριζόταν από καλαίσθητες επεμβάσεις όχι μόνον στην εξωτερική τους μορφή, αλλά και στους εσωτερικούς χώρους. Εξωτερικά οι επεμβάσεις εστιάζονταν κυρίως στην πρόσοψη των κτιρίων. Τρίτοξα προστώα οδηγούσαν στους εσωτερικούς χώρους. Αετώματα κατασκευάζονταν στα υπέρθυρα, πάνω από τα παράθυρα και κυρίως ψηλά στη στέγη, ενώ παραστάδες γύρω από πόρτες και παράθυρα, γείσα, φατνώματα και άλλα διακοσμητικά στοιχεία πρόσφεραν αισθητική ευφορία στους κάθετους τοίχους. Εξώστες που τους συγκρατούσαν καλοσμιλεμένα μαρμάρινα φουρούσια και σιδερένια κιγκλιδώματα με ευρηματικά σχέδια, συμπλήρωναν την ομορφιά της πρόσοψης. Αλλά και οι εσωτερικοί χώροι παρουσίαζαν μια ευρύτητα απλωμένη σε όλες τις διαστάσεις. Τοιχογραφίες και οροφογραφίες με χρώματα πλαστικά και θέματα από την κλασική εποχή και την αναγέννηση (μούσες, θεοί, φυτικά συμπλέγματα και διάφορες άλλες παραστάσεις) εντυπωσίαζαν. Η Λένα Γουργιώτη [12] καταγράφει την εντυπωσιακή περιγραφή μιας οροφογραφίας από τον Γερμανό περιηγητή Tackermann (1877): «Πάσα οροφή, από της του εστιατορίου (εννοεί την τραπεζαρία) μέχρι της του κοιτώνος, είναι πεποικιλμένη διά διαφόρων ζωγραφιών, η δε αίθουσα (εννοεί το σαλόνι) τυγχάνει πολλάκις να είναι τόσον ζωηρώς εζωγραφισμένη, ώστε ευκόλως δύναταί τις να νομίση ότι ο τάπης κατά λάθος εστρώθη επί της οροφής αντί του πατώματος». Τη ζωγραφική αυτή διακόσμηση αναλάμβαναν κυρίως ειδικοί τεχνίτες-καλλιτέχνες, οι λεγόμενοι κοσμηματογράφοι, οι οποίοι μπορεί να ήταν απόφοιτοι από σχολές Καλών Τεχνών ή και απλοί εμπειρικοί τεχνίτες. Βασικό διακοσμητικό στοιχείο στους χώρους υποδοχής αυτών των κτισμάτων ήταν και τα τζάκια. Ανάλογα με τις προτιμήσεις και την οικονομική επιφάνεια του ιδιοκτήτη, ήταν μαρμάρινα, λίθινα ή κτιστά, με διάφορα σχέδια, λεπτοδουλεμένα από έμπειρους και ικανούς λιθοξόους, ή ζωγραφισμένα.
(Συνέχεια)
__________________
[7]. Ξυλοπάζαρο ονομαζόταν ο χώρος, ο οποίος περιλάμβανε μια εκτεταμένη κεντρική περιοχή στην αγορά της πόλης, η οποία περιλαμβανόταν μεταξύ των σημερινών οδών Βενιζέλου, Απόλλωνος, μέρους της εβραϊκής συνοικίας, της Κεντρικής πλατείας (Μιχαήλ Σάπκα) και της Παπαναστασίου, αλλά η πυρκαγιά είχε επεκταθεί και στις γύρω περιοχές. Όπως υπονοεί και το όνομά του, Ξυλοπάζαρο, ήταν η αγορά όπου γινόταν η επεξεργασία και η εμπορία της ξυλείας.
[8]. Γουργιώτης Γεώργιος. Ο Λαϊκός Νεοκλασικισμός στη Λάρισα, περ. Αυτό, Λάρισα (Μάρτης 1986), σελ. 8-9. Του ιδίου. Μικρά μελετήματα, Αθήνα (2000) σ. 114.
[9]. Γρουσόπουλος Ευάγγελος, Όψεις της Νεοκλασικής Λάρισας. Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης «Ο Νεοκλασικισμός στη Θεσσαλία, μέσα 19ου αιώνα-1920», Λάρισα (2005), σελ. 223.
[10]. Γουργιώτη Λένα, Οικία Οικονόμου-Φαληρέα, ένα διατηρητέο νεοκλασικό στη Λάρισα. Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης «Ο Νεοκλασικισμός στη Θεσσαλία, μέσα 19ου αιώνα-1920», Λάρισα (2005), σελ. 89.
[11]. Καραδήμου-Γερολύμπου Αλέκα, Μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Βορειοελλαδικές πόλεις στην περίοδο των Οθωμανικών μεταρρυθμίσεων. Βόλος-Θεσσαλονίκη-Ιωάννινα-Σέρρες-Αλεξανδρούπολη-Καβάλα. Αθήνα (1997), σελ. 89.
[12]. Γουργιώτη Λένα, Τοιχογραφία οροφής νεοκλασικής οικίας στον Βόλο. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου για την αρχαία Θεσσαλία στη μνήμη Γ.Δ. Θεοχάρη, Αθήνα (1992), σελ. 516-523.