Αρχικά τις κατέγραψε σε συνέχειες από το φύλλο αρ. 185 της εφημερίδας της Λάρισας «Νέα Ημέρα»[3] της 29ης Σεπτεμβρίου 1935 με τον τίτλο «Δημοσιογραφικές Αναμνήσεις», με την ευκαιρία των Πανθεσσαλικών εορτών για τα 50 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, οι οποίες είχαν γίνει καθυστερημένα λόγω διαφόρων ανώμαλων στρατιωτικών και πολιτικών γεγονότων. Ο Μακρής γεννημένος το 1874, την ημέρα της απελευθέρωσης της Λάρισας ήταν 7 ετών, έλαβε μέρος με το σχολείο του στις εορταστικές εκδηλώσεις, αλλά όπως αναφέρει «Μικρούληδες τότε, ως εν ονείρω ενθυμούμεθα την είσοδον του ελληνικού στρατού εις την πόλιν μας, αφήνομεν όμως την αφήγησιν των κατ’ αυτήν εις τους γηραιούς συμπολίτας μας Αθανάσιον Όθωνα και Αριστοτέλην Παπαζήσην, οι οποίοι παρακολουθήσαντες εκ του σύνεγγυς τότε τα γεγονότα, μας παρέχουν λεπτομερείας». Η περιγραφή αυτή θεωρείται αυθεντική και χωρίς αμφιβολία ακριβής, καθώς η παρουσία του Μακρή επί χρόνια στα δημοσιογραφικά τεκταινόμενα της Λάρισας μαρτυρεί την αξιοπιστία του.
Μεταπολεμικά, με την έκδοση της εφημερίδας «Θεσσαλικά Νέα» τον Ιανουάριο του 1947, η διεύθυνσή της ζήτησε από τον παλαίμαχο δημοσιογράφο να παρουσιάζει τακτικά κείμενα από την παλιά Λάρισα με τον τίτλο «Λαρισινές σελίδες». Τα κείμενα αυτά όπως απεδείχθη, ήταν σχεδόν τα ίδια με όσα είχε δημοσιεύσει το 1935 στην εφημερίδα «Νέα Ημέρα». Από τη σειρά αυτή των δημοσιευμάτων θα σας παρουσιάσουμε στη συνέχεια, με την ευκαιρία της 143ης επετείου από την απελευθέρωση της Λάρισας, τις εντυπώσεις του.
Γράφει λοιπόν ο Θρασύβουλος Μακρής:
«Μετά την απελευθέρωσιν της Ελλάδος τω 1821, πολλαί περιοχαί της δεν απήλαυσαν του ζειδώρου (ζωογόνου) της ελευθερίας αέρος, αλλά παραμείνασαι υπό την πτέρναν του κατακτητού, υπέφερον τα πάνδεινα υπό της ενταθείσης βαρβαρότητος και θηριωδίας του.
Μεταξύ των υποδούλων αυτών ελληνικών περιοχών ήτο και η εριβώλαξ (εύφορη) Θεσσαλία («Θεσσαλία, Θεσσαλία που γεμίζεις την κοιλία» έγραφε κάποτε εις ένα ποίημα του συμπολίτης μας λαϊκός ποιητής), ήτις όμως διά των κατά τα έτη 1854, 1869 και 1878 επαναστάσεων της εδήλωσε τόσον είς τον κατακτητήν, όσον και εις τας Μεγάλας Προστάτιδας Δυνάμεις (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσσίας), την απόφασιν της να ζήση ελευθέρα.
Αι Δυνάμεις αυταί συνέστησαν τότε εις τους Θεσσαλούς να παύσουν την επανάστασιν και να καταθέσωσι τα όπλα των, τους διαβεβαίωσαν δε ότι το λίαν προσεχώς εν Βερολίνω συγκληθησόμενον Διεθνές Συνέδριον θα τοίς δώση την ελευθερίαν των. Πράγματι το εν λόγω συνέδριον (καθ’ ο αντεπροσώπευσαν την Ελλάδα ο φαβοριτοφόρος Θεόδωρος Δελληγιάννης και ο Αλέξανδρος Ραγκαβής) απέδωσεν ελευθερίαν είς την Θεσσαλίαν και ένα τμήμα της νοτίου Ηπείρου τον Απρίλιον του 1878.
Τριετία όμως ολόκληρος παρήλθε, και η Θεσσαλία, η έδρα των Ολύμπιων θεών, η κοιτίς των Γιγάντων, των Τιτάνων και των Κενταύρων, η εστία των Πελασγών και Αλευαδών, η πατρίς του ημίθεου Αχιλλέως, του νεωτέρου Τυρταίου Ρήγα του Φεραίου και τόσων άλλων παλικαριών του μεγάλου αγώνος του 1821, εις μάτην ανέμενε των μυχίων πόθων της την εκπλήρωσιν, και των αποφάσεων του Βερολίνειου Συνεδρίου την πραγμάτωσιν.
Εδέησε τέλος, κατόπιν αλλεπαλλήλων διπλωματικών ενεργειών της Κυβερνήσεως του αοιδίμου Αλέξανδρου Κουμουνδούρου (ούτινος η προτομή κοσμεί την Κεντρικήν μας πλατείαν), να δοθή εις την Ελλάδα η άδεια της καταλήψεως της παραχωρηθείσης εις αυτήν Θεσσαλικής και Ηπειρωτικής γης. Κατά τον Αύγουστον δε του 1881 ο Ελληνικός Στρατός υπό τον στρατηγόν Σκαρλάτον Σούτσον, διαβάς τα ύπερθεν της Όθρυος τότε ελληνο-τουρκικά σύνορα, κατήρχετο προς την Θεσσαλίαν, χαρίζων την ελευθερίαν εις τα διάφορα τμήματα και τας πόλεις αυτής.
Οι Λαρισαίοι εγκαίρως έλαβον γνώσιν των απελευθερωτικών αποφάσεων των Δυνάμεων και μόνον οι τουρκικαί αρχαί της πόλεως δεν επείσθησαν περί τούτων, πιστεύουσαι και αναμένουσαι την αναβολήν ή μάλλον την ματαίωσιν της εκτελέσεώς αυτών. Όταν όμως εγνώσθη η έναρξις της καθόδου του Ελληνικού Στρατού, ήρχισαν προετοιμαζόμενοι διά την εκκένωσιν της Θεσσαλικής μας μητροπόλεως εσπευσμένως, αποστέλλουσαι άλλα μεν στρατεύματα εις Βόλον, άλλα εις Ιωάννινα μέσω της Καλαμπάκας, και άλλα εις τα Μακεδονικά στρατιωτικά των κέντρα μέσω της Ελασσώνος.
Ο στρατιωτικός διοικητής Λαρίσης και απάσης της Θεσσαλίας, Χιντέτ Πασάς λεγόμενος, ματαίως αναμείνας αναστολήν της Βερολίνειου αποφάσεως, διέταξε σύντονον την μεταφοράν των στρατευμάτων του, των διαφόρων πολιτικών και δικαστικών αρχών και γραφείων, ως και των εν ταις φυλακαίς Τρικκάλων και της πόλεως μας κρατούμενων καταδίκων, ορίσας μάλιστα ως τελευταίον όριον προσωρινής ουδετέρας ζώνης το Γκερλί (Αρμένιον)
Εξ’ άλλου ο πολιτικός διοικητής Λαρίσης, εδρεύων εις μεγάλην διώροφον οικίαν κάποιου Ζαφούρ Μπέη (όπου τώρα το επισκευαζόμενον κατάστημα οικοδομησίμου ξυλείας Παναγ. Γκρέτση, στην οδό Νεοφύτου)[4], ήτις αργότερα εχρησίμευσεν ως στρατών του εγκατασταθέντος ενταύθα 5ου Πεζικού Συντάγματος, καταβιβάσας την σημαίαν εκ του Διοικητηρίου (Σεράι – παλαιά Δικαστήρια, καταστραφέντα εκ πυρκαϊάς τον Ιανουάριον του 1905), διέταξε να απέλθωσιν οι άνδρες της ασφαλείας, εγκαταστήσας δε περιπολίας εις τας συνοικίας της πόλεως, εκάλεσε τους προύχοντας Τούρκους – ευρισκομένους εν μεγάλη αμηχανία – και τους συνέστησεν ή να τον ακολουθήσουν εις Ελασσώνα, αφού «οι γιουνάνηδες καταλαμβάνουν πλέον την Γενή Σεχίρ», ή να παραμείνουν αφόβως υπό το νέον (ελληνικόν) καθεστώς.
Την μεσημβρίαν του Σαββάτου 30ης Αυγούστου του 1881, επιτροπή Ελλήνων αξιωματικών, απάντων εφίππων, κατέφθασεν εκ Τρικκάλων (διότι εκεί κατευθύνθη εξ’ Όθρυος ο Στρατός μας) και παρέλαβε τυπικώς παρά του Πασά της Λαρίσης την διοίκησιν της πόλεως. Ο διοικητής αυτής Χιντέτ, παραλαβών το τελευταίον ταμπούρι (τάγμα) των ατάκτων Γκέκηδων, εγκατέλειψε το Διοικητήριον, εις το οποίον το απόγευμα ανεπετάσθη (υψώθηκε) παμμεγέθης κυανόλευκος σημαία.
Η άφιξις των αξιωματικών μας ενθουσίασε τους Χριστιανούς κατοίκους, οίτινες ήρχισαν αναρτώντες εις τα καταστήματα και τας οικίας των ελληνικάς σημαίας. Ο Χιντέτ Πασάς φθάσας εις την γωνίαν, όπου ήτο το υπό του σεισμού (1941) και των βομβών καταστραφέν Φαρμακείον Ν. Ζησιάδου[5], εκαλύφθη υπό υπερμεγέθους σημαίας, την οποίαν ανήρτησεν εις το εκεί τότε ζαχαροπλαστείον του κάποιος εκ Λαμίας Ευθύμιος Σαρανταένας (διαπρεπής γενειοφόρος). Εις τούτον τότε ο Πασάς είπεν ολίγον θυμωθείς: «Ιστέκα, μπρε τζάνουμ, να φύγω εγώ πρώτα, και ύστερα βάλε ντέκα παντιέρες»!
Εις τους ανωτέρω αξιωματικούς, διαμείναντας εις το μόνον τότε ξενοδοχείον–εστιατόριον (κείμενον εις το όπισθεν του υποκαταστήματος της Εθνικής Τραπέζης απλούν νυν οικόπεδον Ν. Γαργάλα) του Χρίστου Βαμβακά (μεγάλως δράσαντος κατά την επανάστασιν του 1878), οι προύχοντες Λαρισαίοι παρέθεσαν γεύμα και δείπνον πολυτελέστατον, καθ’ ό οι φιλοξενούμενοι δαιτημόνες διά πρώτην φοράν εγεύθησαν των περιφήμων πεπονιών της Μπακραίνης (Γυρτώνης)[6], των «τιμπί – μπατίκ» σταφυλών του Καζακλάρ (Αμπελώνος) και του ονομαστού της Ραψάνης (Ραψανουπόλεως) μέλανος οίνου.
Καθ’ όλην την νύχτα του Σαββάτου (30 Αυγούστου 1881) οι Λαρισαίοι έρραπτον σημαίας ελληνικάς και επρομηθεύοντο κούκους μαύρους[7], από τους οποίους εγκαίρως είχε κατασκευάσει προνοητικός έμπορος, τοιουτοτρόπως δε την πρωίαν της επομένης (Κυριακής) η Λάρισα έπλεεν είς κυανόλευκον, και οι πλείστοι των κατοίκων της πετάξαντας τα φέσια επρόβαλον κουκοφορεμένοι».
(Συνεχίζεται)
-----------------
[1]. Ο όρος απελευθέρωση δεν είναι ακριβής για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Απελευθέρωση σημαίνει ότι έχει προηγηθεί ένοπλος αγώνας (όπως το 1821). Εδώ επειδή η ένωση της Θεσσαλίας με την παλιά Ελλάδα έγινε έπειτα από διπλωματικές διαπραγματεύσεις, καθιερώθηκαν επίσημα οι όροι προσάρτηση και ενσωμάτωση, αν και είχαν προηγηθεί οι αποτυχημένες επαναστάσεις της Θεσσαλίας κατά τα έτη 1854, 1869 και 1878.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η απελευθέρωση της Λάρισας το 1881, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλα της 28ης Αυγούστου και της 3ης Σεπτεμβρίου 2014. Του ιδίου: «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα- Α’(2014). σελ. 155-162. Του ιδίου: Η 31η Αυγούστου 1881 στη Λάρισα, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 1ης Σεπτεμβρίου 2021.
[3]. Η εφημερίδα «Νέα Ημέρα» ήταν έκδοση της εφημερίδας «Ελευθερία», η κυκλοφορία της οποίας είχε απαγορευθεί από τις αρχές του 1935 από την κυβέρνηση, γιατί ανήκε στις βενιζελικές εφημερίδες. Καζάκης Φοίβος: Δημήτριος Αστερ. Καζάκης, βουλευτής και γερουσιαστής και οι Θεσσαλοί βουλευταί-γερουσιασταί. 1881-1946. Λάρισα (2006) σελ. 145.
[4]. Μην ξεχνάμε ότι το κείμενο του Μακρή που περιγράφει τα γεγονότα του 1881 έχει γραφεί το 1947.
[5]. Το Φαρμακείο αυτό βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Κύπρου και Παπαναστασίου, διαγωνίως απέναντι από την Εθνική Τράπεζα.
[6]. Πρόκειται για την ποικιλία «λετίφια», τα οποία παράγονταν στο αγρόκτημα της Μπάκραινας. Μάλιστα ήταν τόσο νόστιμα, ώστε όταν πλέον είχε εγκαινιασθεί η σιδηροδρομική συγκοινωνία Αθηνών-Παπαπούλι (μετά το 1910), με τη φροντίδα της οικογένειας Στυλ. Παπαγεωργίου που ήταν ιδιοκτήτρια του αγρκτήματος, δεκάδες βαγόνια γεμάτα με πεπόνια, κατηφόριζαν πολύ τακτικά μέχρι την αγορά της Αθήνας, όπου η ποικιλία αυτή ήταν πολύ δημοφιλής.
[7]. Κάλυμμα κεφαλής σχεδόν σαν το τουρκικό φέσι, μαύρου χρώματος, όπως των μοναχών.