Διαβάσαμε στο κείμενο της προηγούμενης εβδομάδος τμήμα του Πωλητηρίου της έκτασης με τις δύο κατοικίες που απέκτησε στην περιοχή Φάληρο της Λάρισας ο Νικόλαος Νικόδημος το 1905 από Οθωμανό υπήκοο, κάτοικο Θεσσαλονίκης. Ευθύς αμέσως ο αγοραστής κατασκεύασε στη γωνία των σημερινών οδών Καραϊσκάκη και Φαρμακίδου διώροφο κτίσμα, με προοπτική το ισόγειο να στεγάζει το οινοπωλείο, μεταφέροντας την έδρα του από τους Έξι Δρόμους, ενώ στον όροφο να διαμένει με την πολυμελή οικογένειά του (ο Βαγγέλης δεν είχε γεννηθεί ακόμη). Τις οικοδομικές εργασίες είχαν αναλάβει οι αδελφοί Κουσέρα[1]. Στην αρχική του μορφή το κατάστημα λειτούργησε από τον Νικόλαο Νικόδημο ως οινοπωλείο. Είναι αναρτημένες στο εσωτερικό του μέχρι και σήμερα οι φωτογραφίες που δείχνουν την άφιξη των βαρελιών με μούστο από τη Χαλκίδα. Φορτώνονταν κατά δεκάδες στον σιδηροδρομικό σταθμό της Χαλκίδας και έφθαναν σιδηροδρομικώς στη Λάρισα, όπου γινόταν μεγάλο γλέντι στον δρόμο έξω από το κατάστημα, πριν αποθηκευθούν στο υπόγειο του μαγαζιού, το οποίο είχε διαμορφωθεί κατάλληλα σε επίπεδα, σε όλους τους τοίχους του για να αποθηκεύονται τα βαρέλια. Στρατιωτικοί του Ιππικού οι οποίοι κυκλοφορούσαν στην πόλη με τα άλογα, κατά την επιστροφή στη μονάδα τους έκαναν μια στάση στο μαγαζί του Νικόδημου για να πιουν ή να προμηθευτούν λίγο από το ξακουστό κρασί του.
Τελειώνοντας τη βασική εκπαίδευση ο Βαγγέλης Νικόδημος ασχολήθηκε από μικρός στο μαγαζί, βοηθώντας τον πατέρα του. Καθώς μεγάλωνε απέκτησε εμπειρία, συνεργάσθηκε με τον πατέρα του και στα 1930 μετέτρεψαν το οινοπωλείο σε οινοπαντοπωλείο, για να αυξηθεί η εμπορευματική δυναμικότητα της επιχείρησης. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής το κτίριο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και το κατάστημα χρησιμοποιήθηκε σαν αποθήκη[2]. Ο Βαγγέλης Νικόδημος για να επιβιώσει, αναγκάστηκε να ενοικιάσει μαγαζί στη γωνία των σημερινών οδών Φαρμακίδου και Αθανασίου Διάκου για όλο το διάστημα της επίταξης.
Το 1948 ο γενάρχης της οικογένειας Νικόλαος Νικόδημος απεβίωσε στη Λάρισα πλήρης ημερών και ο γιος του Βαγγέλης ανέλαβε μόνος του το κατάστημα, το οποίο το οδήγησε σε πηγή πώλησης εξαιρετικού κρασιού. Από το γεγονός αυτό και το κατάστημα είχε πάρει την επωνυμία "Ο Κρασάς". Το 1982 ο μπαρμπα-Βαγγέλης συνταξιοδοτήθηκε και το μαγαζί έκλεισε. Είχε όμως την πρόνοια να μην πειράξει τίποτε από την παλιά διακόσμησή του και το 1985 μια ομάδα 50-60 ατόμων, τα οποία ανήκουν στους "Φίλους της Ζωντανής Παράδοσης" ήλθε σε επαφή μαζί του. Ενοικίασαν τον χώρο με σκοπό να τον χρησιμοποιήσουν σαν εντευκτήριο. Μοναδική προϋπόθεση ήταν να μην πειραχθεί τίποτε από το εσωτερικό του, πράγμα που ήταν επιθυμία και των δύο μερών.
Ο Βαγγέλης Νικόδημος ως καταστηματάρχης ήταν άνθρωπος αγαπητός, εξυπηρετικός, απλός και φροντίδα του ήταν να προσφέρει στους πελάτες του τα εκλεκτότερα προϊόντα που διέθετε η αγορά, με ιδιαίτερη φροντίδα στο κρασί. Μέχρι το 1982 που έκλεισε το μαγαζί κυκλοφορούσε αποκλειστικά με το ποδήλατο όχι μόνον για τις επαγγελματικές του ανάγκες, αλλά και για τις προσωπικές του υποχρεώσεις. Καθώς πέρασα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια στην οδό Καραϊσκάκη και η οικογένειά μου είχε πελατειακές σχέσεις με τον μπαρμπα-Βαγγέλη, θυμάμαι έντονα τη μορφή του και την αγάπη που έδειχνε στους μικρούς πελάτες του. Πέθανε το 2004 σε ηλικία 97 ετών. Έζησε σχεδόν έναν αιώνα.
Το εσωτερικό του καταστήματος διατηρεί μέχρι και σήμερα τη μορφή που είχε όταν δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Στους τοίχους μεγάλες φωτογραφίες του ιδρυτή Νικολάου Νικόδημου, της βασίλισσας Αμαλίας, του ήρωα στρατηγού Σμολένσκι[3], της Αλίκης Βουγιουκλάκη σε νεαρή ηλικία να διαφημίζει γνωστή μπίρα και άλλες. Επίσης ο παλιός τιμοκατάλογος ο οποίος συγκινεί όσους τον αντικρίζουν. Το πάτωμα παραμένει ξύλινο και παρ' όλες τις φθορές του χρόνου, διατηρείται στερεό. Αριστερά της εισόδου παραμένει το γραφείο, δίπλα ο μεγάλος πάγκος επικαλυμμένος με μάρμαρο και πάνω του η ζυγαριά. Πίσω στον τοίχο, σε απόλυτη αρμονία, τα συρτάρια-βιτρίνες με τα διάφορα προϊόντα (φακές, φασόλια, ρεβίθια, ρύζι, κριθαράκι, κλπ ). Πιο κάτω ο παλιός νεροχύτης, πιο εκεί παλιά άδεια μπουκάλια τακτοποιημένα σε σειρά, σε ένα πατάρι δοχεία με λάδια και κρασί και στη βάση του παταριού διατηρείται ακέραιη η επιγραφή με κεφαλαία καλλιτεχνικά γράμματα: ΠΙΣΤΩΣΙΣ ΔΕΝ ΔΙΔΕΤΑΙ.
Εξωτερικά στο ισόγειο, ο κατασκευαστής έπαιξε με την άσπρη πέτρα και τους κεραμιδί πλίνθους σε θαυμάσιους συνδυασμούς. Συνήθως σε οριζόντιες γραμμές και στα τόξα πάνω από τα πορτοπαράθυρα σε κάθετες.
Ο επάνω όροφος χρησιμοποιήθηκε, όπως ήδη αναφέρθηκε, για να στεγάσει την οικογένεια του Νίκου Νικόδημου. Εξωτερικά έχει όλα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία μιας νεοκλασικής κατασκευής (εξώστες μεταλλικοί σε περίτεχνα σχέδια, με μεταλλικά υποστηρίγματα και στις δύο πλευρές που κοιτάζουν σε δρόμο, παραστάδες σε όλα τα ανοίγματα, το ίδιο και στις γωνίες, εδώ όμως ψηλά κάτω από τη στέγη, καταλήγουν σε πλούσια διακοσμημένα κιονόκρανα, κ.ά.). Το 1917 χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του ζεύγους Νικολάου και Κωνσταντινιάς Μίχου, της πρωτότοκης κόρης του κατασκευαστή της Νικόλαου Νικόδημου. Το 1938 και για κάποιο διάστημα διέμεινε η οικογένεια Νικολάου Κίττα. Αργότερα η οικογένεια Δημάκη και το 1954 στεγάστηκε το "Λαρισαϊκό Λύκειο" του Κωνσταντίνου Μίχου, μέχρι το 1960 όταν μετακόμισε στο δικό του ιδιόκτητο κτίριο επί της οδού Ανθίμου Γαζή, όπου σήμερα στεγάζονται διάφορες δημοτικές υπηρεσίες. Έμειναν επίσης και άλλες οικογένειες στον όροφό του, αλλά εδώ και χρόνια παραμένει αχρησιμοποίητος.
Το κτίριο του Νικόδημου είναι σήμερα ένας χώρος ο οποίος έχει το μοναδικό προνόμιο να διατηρεί, εξωτερικά αλλά και εσωτερικά, αναλλοίωτα όχι μόνο τη μορφή αλλά και όλα τα στοιχεία τα οποία του έδωσαν στις αρχές του 20ού αιώνα ο ιδιοκτήτης και οι κατασκευαστές.
-----------------------------------------------------
[1]. Ο Βαγγέλης Νικόδημος σε εξομολογήσεις του σε δημοσιογράφους ανέφερε ότι η κατασκευή του κτιρίου έγινε από "Ηπειρώτες πετράδες". Όμως η αλήθεια είναι ότι έγινε από τους αδελφούς Κουσέρα. Ο ένας εκ των αδελφών Νικόλαος ήταν ο πατέρας τού δασκάλου Γεωργίου Κουσέρα και πάππος τού καθηγητή μαθηματικών Νικολάου Κουσέρα, των οποίων η οικογένεια έμενε μέχρι τη δεκαετία του 1970 στην οδό Γυμναστηρίου, σε κοντινή απόσταση από το οινοπαντοπωλείο του Βαγγέλη Νικόδημου. Εξάλλου και η αρχιτεκτονική του κτιρίου, όπως το βλέπουμε σήμερα, δεν δείχνει να είναι έργο χειρών Ηπειρωτών μαστόρων.
[2]. Η κόρη του Βαγγέλη Νικόδημου, Άννα Λαγκουβάρδου, θυμάται από τις αφηγήσεις του πατέρα της ότι το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως αναρρωτήριο. Η εσωτερική διαρρύθμιση του μαγαζιού δεν φαίνεται να επέτρεπε χωροταξικά τη μετατροπή του σε αναρρωτήριο. Πιθανόν ως αναρρωτήριο να χρησιμοποιήθηκε ο επάνω όροφος.
[3]. Ο Κωνσταντίνος Σμολένσκι (1843-1915) ήταν αντιστράτηγος του πυροβολικού, ήρωας του πολέμου του 1897 στη μάχη των Φαρσάλων, τη μοναδική νικηφόρα ελληνική μάχη του "ατυχούς πολέμου".
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου