Σήμερα δημοσιεύουμε αποσπάσματα ομιλίας του μεγαλύτερου Έλληνα συγγραφέα του Νίκου Καζαντζάκη, στο ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών, αμέσως μόλις έφυγαν οι Γερμανοί το 1945.
Το θέμα της ομιλίας ήταν: «Πώς ηύρα την Κρήτη μόλις απελευθερώθηκε».
Σοβαρό είναι το πρόσωπο της Κρήτης. Πολυβασανισμένο. Μαδάρες γυμνές, τραχείες, αγέλαστες. Κοιτάζεις από το αεροπλάνο την Κρήτη να απλώνεται στη θάλασσα και νοιώθεις πως αληθινά το νησί τούτο είναι γιοφύρι ανάμεσα σε τρεις ηπείρους. Σημαδεμένο και από τις τρεις τούτες μεγάλες μοίρες. Για πρώτη φορά στην Ευρώπη πήδηξε και έχτισε φωλιά στην Κρήτη το πεινασμένο αρπακτικό πουλί που το λένε Πνεύμα.
Γύρισα την Κρήτη για να δω τα χωριά που γκρέμισαν και έκαψαν οι βάρβαροι και τους άντρες και τις γυναίκες που τους έντυσαν τη μαύρη αρματωσιά του πένθους. Περίμενα να ακούσω κλάματα και να δω χέρια να απλώνονται, να ζητούν βοήθεια. Και βρήκα ανυπόταχτες, απαράδοτες ψυχές και κορμιά μισόγυμνα, πεινασμένα και αλύγιστα.
Τι δύναμη και τι αντοχή είναι τούτη, συλλογιζόμουν και πού βρίσκουν τα κορμιά τούτα τόση ψυχή.
Και ποια ακριτική πνοή τους δίνει τόσο αψηφισιά να παλεύουν με το θάνατο;
* Στα Χανιά, μέσα από το γκρεμισμένο σπίτι του πρόβαλλε ένας γεροντάκος και μας είπε:
- Έναν δάσκαλο, τον λέγαν Παπαδάκη, πήγαιναν να τον εκτελέσουν. Ένας μαθητής του τού λέει: Γιατί να σκοτωθείς; Να φύγεις. Κι ο δάσκαλος του αποκρίθηκε: Όχι, εγώ αυτό που τόσα χρόνια σας δίδασκα, τώρα θα το εφαρμόσω. Θα πεθάνω για την πατρίδα.
* Σε ένα κεφαλοχώρι, Μεσκλά το λένε, μια γρια έκρυβε με κίνδυνο τη ζωή της δύο Εγγλέζους. Μια μέρα οι Γερμανοί τους ανακάλυψαν και τους έπιασαν. Η γριά τρέχει στον άγριο Γερμανό φρούραρχο. Στάθηκε αγέρωχη μπροστά του και του λέει: Να ξέρεις κομαντάντε πως όλες οι μανάδες στον κόσμο πονούνε και αυτός ο πόνος θα φάει τη Γερμανία. Στεκόταν απάνω σε μια πέτρα απόξω από το καμένο σπίτι της η γριά τούτη και μας μιλούσε με ορθό το κεφάλι κουρελιασμένη σαν φάντασμα. Τι δύναμη λοιπόν έχει η ψυχή του ανθρώπου και πως μπορεί να νικήσει το θάνατο συλλογιζόμουν. Τολμώ και την ρωτώ και τι σου απάντησε ο κομαντάντε. Τίποτα, έδωσε εντολή να με πετάξουν έξω. Και αφού σκότωσαν τους Άγγλους, το άλλο βράδυ ξαναήρθαν στο σπίτι μου. Σκότωσαν τους δύο γιους μου και μου έκαψαν το σπίτι. Το ίδιο βράδυ ξημερώνοντας πια ήλθαν δύο Εγγλέζοι που τους κυνηγούσαν οι Γερμανοί. Κάπνιζε ακόμη το σπίτι μου. Και εγώ είχα τρυπώσει σε μια γωνιά και έκλαιγα. Με άκουσαν οι Εγγλέζοι. Ζύγωσαν. Ψωμί, μου φωνάζουν, ψωμί. Οι χωριανοί μου είχαν δώσει μια κουλούρα κριθαρόψωμο αλλά εγώ πού να έχω όρεξη για να φάω. Τους το έδωσαν το ψωμί. Κρύωναν, τους έδωκα και μια κουβέρτα και τους έβαλα στη γωνιά μου να κοιμηθούν.
- Γιατί τα ΄καμες όλα αυτά, ρώτησα. Οι Εγγλέζοι δεν φταίγαν που σκότωσαν τους γιους σου;
- Το ‘κανα, αποκρίθηκε, γιατί είχαν κι αυτοί μανάδες, κατέχω ίντα θα πει πόνος της μάνας.
Ανθρωπιά μεγάλη είναι τούτη, η μεγάλη ψυχή νικάει τον πόνο τον ατομικό και τον πιο φοβερό. Άκουγα τη γριά και τα μάτια μου βούρκωσαν.
* Ένας γέρος από το Μάλεμε μας διηγείται:
Στις 19 του Μάη σκοτείνιασε ο ουρανός της Κρήτης από τα γερμανικά αεροπλάνα. Άρχισαν οι βομβαρδισμοί και έπεφταν οι πρώτη αλεξιπτωτιστές. Αμέσως φωνάξαμε: Απάνω τους μωρέ παιδιά. Πήραμε τ’ άρματα και χυθήκαμε.
- Ποια άρματα ρώτησα. Είχατε άρματα;
- Πώς δεν είχαμε. Άλλοι είχαν παλιές καραμπίνες, άλλοι μαχαίρες κι άλλοι ραβδιά. Όταν εξουδετερώναμε ένα ουρανίτη του παίρναμε τον οπλισμό του και αποκτήσαμε κι εμείς πολυβόλα και περίστροφα.
- Οι Γερμανοί είχαν ορίσει να πάρουν την Κρήτη σε 24 ώρες. Η παραμικρή αργοπορία θα τους ήταν θάνατος. Ήξευραν πως όλοι οι νέοι ήταν επιστρατευμένοι και βρίσκονταν ακόμη στην Ελλάδα. Ήταν λοιπόν σίγουροι πως σε 24 ώρες θα τέλειωναν. Έκαμαν δέκα μέρες. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούν έξι χιλιάδες αλεξιπτωτιστές και να καθυστερήσουν θανάσιμα να επιτεθούν στη Ρωσία.
* Στα Ανώγεια ένας ηλικιωμένος όταν με είδε να ξαφνιάζομαι για την παλικαριά και την αυτοθυσία τους μου είπε τα καταπληκτικά τούτα λόγια: Γιατί παραξενεύεσαι; Εμείς ξέραμε ότι γράφαμε ιστορία.
Ήξερε ο Κρητικός αυτός χωριάτης ότι υπάρχει στον κόσμο τούτο ένα αγαθό ανώτερο από τη ζωή και πως για το αγαθό αυτό πάλεψε και θυσιάστηκε όλη η ράτσα μας και πρέπει τώρα κι αυτός ο Κρητικός χωριάτης να παλέψει και να θυσιαστεί. Και το αγαθό αυτό λέγεται ιστορία, δηλαδή υστεροφημία, δηλαδή αθανασία.
* Σε ένα άλλο χωριό κάτω από έναν πλάτανο οι μαυροφόρες που ξεπρόβαλλαν από τα χαλάσματα μου είπαν: Δεν έχουμε σκαμνί να σε βάλουμε να καθήσει και δεν έχουμε ένα κομμάτι ψωμί αν πεινάς. Δεν έχουμε τίποτα - τίποτα. Όλα μας τα ‘καψαν οι σκύλοι οι Γερμανοί.
Δεν έχουμε μήτε και άντρες να κουβεντιάσουν μαζί σου. Να μόνο τούτα τ’ αρσενικά απόμειναν, είπε μια χλωμή γυναικούλα δείχνοντάς μου δυο - τρία μωρά που βύζαιναν στον κόρφο τους οι μανάδες.
- Φτάνουν αυτά για μαγιά! φώναξε μια γριά.
Σε όλους αυτούς τους ανθρώπους έβλεπα στα μάτια τους κάποια φλόγα - ας την πούμε ψυχή - κάτι πιο πάνω από τη ζωή και το θάνατο που είναι δύσκολο να το ορίσεις. Υπήρχε αυτή η περηφάνια, το πείσμα, ανέκφραστο και αστάθμητο που σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι άνθρωπος. Να χαίρεσαι μα και συνάμα να σου δίνει μεγάλη ευθύνη. Γιατί ενώ νιώθεις πως έχεις χρέος να κάμεις ότι μπορείς για να σώσεις αυτό το λαό εκείνος βλέπει την προσπάθειά σου με ειρωνεία και περιφρόνηση. Δεν έχει την ανάγκη κανενός για να σωθεί. Σώζει, δεν σώζεται. Ένα μονάχα σου μένει τότε: Να δοκιμάσεις να γίνεις άξιος αυτού του λαού, να κερδίσεις τη δύναμη της δικής του ψυχής που ποτέ δεν καταδέχτηκε να απατήσει τον εαυτό του ή τους άλλους και που πάντα τολμάει να αντικρίζει πρόσωπο με πρόσωπο τη θεά εκείνη που δεν κάνει χατίρια και δεν κάθεται στα πόδια κανενός, την αγέλαστη και αδάκρυτη θεά, την ευθύνη.
* Από τον Μανώλη Φλουράκη, πρώην προέδρου των Κρητικών Λάρισας