Όμως, οι διαρκείς συγκρούσεις δεν σταματούν, όπως δεν σταματά και η κοφτερή λάμα της γκιλοτίνας(1), να πέφτει στα κεφάλια δικαίων και αδίκων… Οι Γιρονδίνοι και οι Ιακωβίνοι, οι ονομαζόμενοι και Ορεινοί-από τα πάνω και αριστερά καθίσματα της αίθουσας της εθνοσυνέλευσης που κάθονταν, φανατικοί αντίπαλοι,… φέρνουν άθελα τους, στο Συνέδριο της Βιέννης, το 1815, την «Ιερή Συμμαχία» των τεσσάρων μοναρχικών κρατών (Αυστρία-Ρωσία-Πρωσία-Μ. Βρετανία), για να καταπνίγει κάθε επαναστατική απόπειρα στην Ευρώπη και τη Βαλκανική, η οποία θα ανέτρεπε τη λεπτή… ισορροπία που είχαν με αίμα επιτύχει. Είναι γνωστός στην Ιστορία ο ρόλος που έπαιξε ο περιβόητος Μέτερνιχ, υπουργός των Εξωτερικών της Αυστρίας κι αργότερα (1821), Καγκελάριος, όταν αποκήρυξε και πολέμησε με λύσσα την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Σ’ αυτό το κοινωνικό-πολιτικό περιβάλλον γεννιέται ο Βίκτωρ Ουγκώ, στη Μπεζανσόν της Γαλλίας, από γονείς με διαφορετικό χαρακτήρα και πολιτικά αντίπαλους. Ο πατέρας, δημοκρατικός (στρατηγός του Ναπολέοντα) και η μητέρα γόνος αριστοκρατικής-φιλομοναρχικής-ρωμαιοκαθολικής οικογένειας, δεν άντεξαν πολύ τη συμβίωση και ο μικρός Βίκτωρ, ακολουθεί τη μητέρα του στον δικό της δρόμο, καθώς ασπάζεται, ακόμα και τα ιδεολογικά-φιλομοναρχικά της πιστεύω.
Ο νεαρός Ουγκώ, που μεγαλώνει με τη μητέρα του στο Παρίσι, ως ρομαντικός και ονειροπόλος έφηβος, συνειδητοποιεί το ποιητικό του ταλέντο και μεταφράζει έργα Λατίνων συγγραφέων, ενώ η επάνοδος (Παλινόρθωση) της Μοναρχίας στη Γαλλία (1815), γίνεται η αφορμή της πολιτικοιδεολογικής μετάλλαξής του, σε φανατικό ριζοσπάστη-δημοκρατικό πολίτη. Θαυμαστής του ομοϊδεάτη του, Σατωβριάνδου (1768-1848), θα γράψει κάπου γι’ αυτόν: «Επιθυμώ να γίνω Σατωβριάνδος ή τίποτα», ενώ βραβεύεται από τη Γαλλική Ακαδημία (1817) για τα ποιήματα του. Ως λυρικός ποιητής, ο Ουγκώ, θα εκδώσει το κλασικό του έργο: «Ωδές και μπαλάντες», κι αφού εγκαταλείπει τη Νομική, το 1829, εκδίδει την ποιητική συλλογή, «Τα Ανατολικά», για την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Μεταφέρουμε εδώ, ένα απόσπασμα από το ποίημα, «Το Ελληνόπουλο», της συλλογής αυτής:
Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός πέρα ως πέρα
Η Χιός τα’ ολόμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα.
Ερμιά παντού, μα κοίταξε απάνου εκεί στο βράχο
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά το κεφαλάκι.
Φτωχό παιδί που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαίς λυπητερά, τι ήθελες τάχα να’ χες;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει το μαράζι;
Τι θες απ’ όλα τούτα τα’ αγαθά; Πες!
Διαβάτη, μου κράζει τ’ Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι.
Βόλια, μπαρούτι θέλω, να! (μεταφρ. Κωστής Παλαμάς).
Συνεχίζοντας τη δημιουργική του πορεία, εμπνέεται από την έξοδο του Μεσολογγίου και δημοσιεύει στον γαλλικό Τύπο το ποίημα, «Τα κεφάλια του σαραγιού», όπου, μεταξύ των 6.000 κεφαλιών ηρωικών Ελλήνων αγωνιστών της ελευθερίας, που στάλθηκαν στο σαράι του Σουλτάνου, στη Κωνσταντινούπολη, βάζει και αυτά του Μάρκου Μπότσαρη, του Επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ και του Κωνσταντίνου Κανάρη, να συνομιλούν για την πολυπόθητη ελευθερία του Ελληνικού Γένους.
Το 1843, ο Ουγκώ, ύστερα από τον θάνατο της νεόνυμφης κόρης του, σταματά να γράφει, απογοητεύεται από την αποτυχημένη Γαλλική Επανάσταση του 1848 και λίγο πριν ασχοληθεί με την πολιτική, απλώνει τα συναισθήματά του αποκλειστικά σε χαρτί, χρησιμοποιώντας σκούρα χρώματα (καφέ, μαύρο) και λίγο άσπρο.
Ο ζωγράφος της Ελληνικής Επανάστασης Ευγένιος Ντελακρουά βλέπει τα έργα του και γράφει: « Αν αποφάσιζε να γίνει ζωγράφος, θα είχε επισκιάσει όλους τους καλλιτέχνες του αιώνα του».
Κατηγορεί ανοιχτά τον Έλγιν για την αρπαγή των μαρμάρων του Παρθενώνα και λέει: « Η πολιτιστική κληρονομιά ενός λαού δεν πρέπει να γίνεται κτήμα ενός λαού», ενώ πάνω στην κορύφωση των φιλελληνικών του αισθημάτων, εξυμνεί τον Όμηρο και γράφει: « Ο κόσμος είναι μια διεύρυνση της Ελλάδας και η Ελλάς, είναι ο κόσμος σε σμίκρυνση».
Το 1851, εκλέγεται βουλευτής, συγκρούεται με τον εαυτό του και με την επικρατούσα πολιτική κατάσταση (Ναπολέων Γ`), κρύβεται και καταφεύγει στις Βρυξέλλες, όπου θα παραμείνει αυτοεξόριστος είκοσι χρόνια. Ύστερα από την προηγούμενη εκδοτική επιτυχία με την «Παναγία των Παρισίων», τελειώνει και εκδίδει τους «Άθλίους», το εμβληματικό του έργο, του οποίου η επιτυχία, ξεπερνάει κάθε προσδοκία.
Το 1866, δημοσιεύει τρείς επιστολές στον γαλλικό Τύπο, με τις οποίες ενθαρρύνει τους επαναστατημένους Κρήτες που αγωνίζονται για την ελευθερία τους.
Στην κηδεία του, γίνεται κάτι πρωτοφανές. Ύστερα από την ολονύκτια παραμονή της σορού του-η οποία πλαισιώνεται από τιμητική φρουρά-κάτω από την αψίδα του θριάμβου, στο Παρίσι, δύο εκατομμύρια λαού συνοδεύουν τον μεγάλο νεκρό στην τελευταία του κατοικία, στο Πάνθεον…
(1) Γκιλοτίνα. Από το όνομα του Γάλλου ιατρού και πολιτικού Γκιγιοτέν (Guillotin), ο οποίος, ως μέλος της Εθνοσυνέλευσης, προώθησε την ψήφιση του νόμου που θέσπισε την εκτάλεση της ποινής του θανάτου στην λαιμητόμο.
Βοηθήματα
Ανθολογία ξένων ποιημάτων. Εκλογή τα,Ζ` Ιούλιος 1951, τεύχος 69, σελ.87
Ιστορία των Επαναστάσεων τ. IV. Η γαλλική επανάσταση. Ακμή 1993
Παγκ. Ιστορία 1800-1850 τ. 16ος σελ. 49. Καπόπουλος 1992
Μεγ. Ιστ. Εγκυκλ. Τ. 8ος Μον. Καιροί.
Πάπυρος-Larouse. Εγκυκλ. Λεξικό Τ. 1ος ΤΟ ΒΗΜΑ 2014.
* Του Τάσου Πουλτσάκη