Από την ιστορική έρευνα διαπιστώθηκε ότι το κτίριο αυτό από την πρώτη στιγμή της κατασκευής του υπήρξε η κατοικία του παλιού Δημάρχου της Λάρισας Αχιλλέα Αστεριάδη (1855-1920). Περί το 1930 νοικιάσθηκε για να στεγάσει τις υπηρεσίες των τριών Τ (ΤΤΤ=Ταχυδρομείο-Τηλεγραφείο-Τηλεφωνείο), μέχρι που ο σεισμός το κατέστησε ακατοίκητο. Με την ευκαιρία αυτή θα μιλήσουμε σήμερα για το σπίτι αυτό και την οικογένεια του ιδιοκτήτη του.
Ο Αχιλλέας Αστεριάδης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους δημάρχους της Λάρισας και ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των «Αστεριάδηδων» της πόλεώς μας. Ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός του φαρμακοποιού Κωνσταντίνου Αστεριάδη (1856-1908). Και τους δύο αδελφούς ανέλαβε να τους σπουδάσει ο θείος τους Αναστάσιος Αστεριάδης, που ήταν εμπειρικός ιατρός και είχε μείνει άτεκνος. Η οικογένεια καταγόταν από την Ήπειρο, αλλά γύρω στο 1850 μετακόμισε στα Αμπελάκια, και σύντομα βρέθηκε στη Λάρισα. Ο Αχιλλέας γεννήθηκε εδώ το 1855 και μετά την εγκύκλια παιδεία του, σπούδασε με τη φροντίδα του θείου του στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γαλλία, όπου ειδικεύτηκε στη χειρουργική. Επιστρέφοντας από την Γαλλία βρήκε την Θεσσαλία σε έντονη επαναστατική κίνηση και πήρε μέρος μαζί με πολλούς εξέχοντες χριστιανούς της περιοχής στην αποτυχημένη επανάσταση του 1878 κατά των Τούρκων. Το 1882 το Ιατροσυνέδριο του έδωσε την επίσημη άδεια ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος. Εκτός από την ιατρική του ιδιότητα, αναμείχθηκε από νωρίς και στην τοπική πολιτική σκηνή και στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 1891 αναδείχθηκε Δήμαρχος[1]. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 αιχμαλωτίσθηκε, μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και εν συνεχεία στην Μ. Ασία. Εκεί καταδικάσθηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή του δεν εκτελέσθηκε. Μετά την αποχώρηση των Τούρκων από την Θεσσαλία τον Ιούνιο του 1898 η ποινή του χαρίσθηκε και επέστρεψε στη Λάρισα. Το 1903 και το 1908 εκλέχθηκε εκ νέου δήμαρχος. Το 1912 και πριν ακόμα λήξει η θητεία του, έπειτα από δικαστική διαμάχη με τον Όμιλο Ανεμογιάννη από την Κέρκυρα για τον ηλεκτροφωτισμό της Λάρισας, εξέπεσε του δημαρχιακού αξιώματος, επειδή οι ανακρίσεις έφεραν στο φως «πράξεις δωροδοκίας και δωροληψίας» μεταξύ των δύο πλευρών[2]. Μετά την περιπέτειά του αυτή ιδιώτευσε, αλλά περιφρονημένος από φίλους και γνωστούς του.
Κατά τη διάρκεια της μεγάλης δημαρχιακής του θητείας οικοδομήθηκε ο προσφυγικός συνοικισμός της Νέας Φιλιππούπολης για τους πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας, η Λάρισα είδε για πρώτη φορά ηλεκτρικό φωτισμό, έστω και πρωτόγονο, θεμελιώθηκε και λειτούργησε η Αβερώφειος Γεωργική Σχολή, ιδρύθηκε το 1910 το Εργατικό Κέντρο Λαρίσης, με δική του πρωτοβουλία διοργανώθηκαν το 1904 Πανελλήνιοι Ιππικοί Αγώνες και το 1911 Γεωργοκτηνοτροφική Έκθεση στα πλαίσια της ετήσιας εμποροπανήγυρης, τα οποία άφησαν εποχή και πρωτοστάτησε και σε πολλά έργα που είναι δύσκολο να απαριθμηθούν. Πάνω απ' όλα όμως έμεινε γνωστός στην πόλη για τις πολλές δωρεάν ιατρικές του πράξεις, τόσο στο δημοτικό νοσοκομείο, όσο και ιδιωτικά.
Με τη γυναίκα του Πολυξένη απέκτησε τρία τέκνα. Τον Αναστάσιο (Τάσο), ο οποίος γεννήθηκε στη Λάρισα στις 24 Απριλίου 1895, σπούδασε ιατρική στο Παρίσι και τη Λυών και επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Διετέλεσε διευθυντής του Γαλλικού Νοσοκομείου της πόλεως και εκλέχθηκε και βουλευτής με τον "Ελληνικό Συναγερμό" του Αλέξανδρου Παπάγου. Απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Μαΐου 1971 και ενταφιάσθηκε την επομένη στη Λάρισα, δίπλα στους δικούς του
Δεύτερο παιδί του ήταν η Γιοχάνα, η πολυαγαπημένη κόρη του, ένα από τα ωραιότερα κορίτσια της Λάρισας της εποχής του μεσοπολέμου. Παντρεύτηκε με τον διακεκριμένο δικηγόρο της Λάρισας Ξενοφώντα Ριζόπουλο, έπειτα από ένα επεισοδιακό και μακροχρόνιο ειδύλλιο, αλλά ο γάμος τους δεν ευτύχησε να διαρκέσει για πολύ.
Τρίτο παιδί του Αχιλλέα Αστεριάδη ήταν ο Πίπης, ο οποίος έπειτα από τον θάνατο του πατέρα του και το διαζύγιο της αδελφής του, εγκαταστάθηκαν μαζί στη Αθήνα.
Ο Αχιλλέας Αστεριάδης πέθανε στις 2 Απριλίου 1920, σε ηλικία 65 ετών και η νεκρώσιμη ακολουθία, κατόπιν επιθυμίας του, πραγματοποιήθηκε στον κοιμητηριακό ναό των Ταξιαρχών της Λάρισας, όπου και ενταφιάσθηκε χωρίς επισημότητες. Στη νεκρολογία του ο Θρασύβουλος Μακρής έγραψε μεταξύ άλλων: «Την ζωή του ολόκληρη σε έναν σκοπό την αφιέρωσε. Στο κοίταγμα του άλλου και όχι του εαυτού του. Τα φώτα της επιστήμης του και της μεγάλης καρδιάς την καλωσύνη, αγνά και σεμνά τα χάρισε στους γύρω του, στον καλό και φτωχό κόσμο, που εμείς δεν τον ξέρουμε και δεν τον πονούμε. Αυτός τον επόνεσε και τον εβοήθησε σαν γιατρός, μα προ πάντων σαν άνθρωπος… Ο Δήμος Λαρίσης χθες δεν εσήκωσε μεσίστια Σημαία, ούτε συλλυπητήριο ψήφισμα έκανε για τον θάνατο του παλιού Άρχοντά του. Μα το χοντρό χώμα του νιόσκαφου τάφου του το ύγραναν χθες και το νότισαν τα δάκρυα των μικρών-μικρών και περιφρονημένων ανθρώπων, που μια ζωή ολόκληρη τους παραστάθηκε σαν πατέρας και αδελφός.»[3].
Στη συνέχεια θα αναφέρουμε και λίγα λόγια για το αρχοντικό του παλιού δημάρχου, σχέδιο του οποίου δημοσιεύεται μαζί με το σημερινό κείμενο. Η κατοικία αυτή βρισκόταν στην βορειοανατολική γωνία της διασταυρώσεως των σημερινών οδών Κούμα και Ασκληπιού. Στο σημείο αυτό υψωνόταν από τα τέλη του 19ου αιώνα ένα μεγαλόπρεπο διώροφο αρχοντικό, το οποίο βορειοανατολικά διέθετε τεράστια αυλή. Αρχιτεκτονικά είχε έντονα νεοκλασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Ένα μέρος της αυλής καταλάμβανε μεγάλος ανθοστόλιστος κήπος, ο οποίος βρισκόταν επί της οδού Κούμα. Ένας άλλος χώρος, ο οποίος κάλυπτε έκταση ενός και πλέον στρέμματος, διέθετε στέγαστρα όπου στάθμευαν τα ιδιωτικά αμάξια της οικογενείας, καθώς και στάβλους για τα άλογά τους. Όλος αυτός ο χώρος αποτελούσε προέκταση της αυλής, είχε πρόσοψη επί της οδού Ασκληπιού, συνεχιζόταν στην οδό Αχιλλέως (σήμερα Παναγούλη) και σε κάποιο σημείο εφαπτόταν με τον περίβολο του Οθωμανικού Σχολείου[4].
Λόγω της ιατρικής και της δημαρχιακής του ιδιότητας, αλλά και των υψηλών γνωριμιών, στο αρχοντικό του φιλοξένησε κατά καιρούς διάφορες προσωπικότητες της πολιτικής, των επιστημών και των γραμμάτων. Σ’ αυτό κατέλυαν ο Βασιλέας Κωνσταντίνος και διάφορα μέλη της βασιλικής οικογένειας όταν έρχονταν στην Λάρισα, γιατί είχε αναπτύξει μαζί τους στενούς δεσμούς φιλίας. Αυτή όμως η φιλία στοίχισε στον Αχιλλέα Αστεριάδη μια πικρή δοκιμασία όταν μετά το 1915 ξέσπασε ο εθνοκτόνος διχασμός.
Μερικά χρόνια μετά τον θάνατο του Αχιλλέα Αστεριάδη το 1920 και την εγκατάσταση των παιδιών του στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, το ωραίο αρχοντικό τους ενοικιάσθηκε στο δημόσιο για να εγκατασταθεί το τηλεγραφείο, ταχυδρομείο και τηλεφωνείο, το γνωστό ως ΤΤΤ. Οι υπηρεσίες αυτές παρέμειναν στο κτίριο Αστεριάδη μέχρι τον Μάρτιο του 1941, οπότε αναγκάσθηκαν να το εγκαταλείψουν όταν ο σεισμός που έπληξε τη Λάρισα κατακρήμνισε τον επάνω όροφο και τη στέγη, με αποτέλεσμα να καταστεί επικίνδυνο για κατοίκηση ή τη στέγαση δημόσιας υπηρεσίας. Μεταπολεμικά το ερειπωμένο κτίσμα κατεδαφίσθηκε και στον χώρο αυτό σήμερα βρίσκεται το Φαρμακείο της Χρηστίνας Βάη και δίπλα του ένα πολυώροφο κτίριο.
----------------------------------------------
[1]. Γρηγορίου Αλέξανδρος. Αναστάσιος Αχ. Αστεριάδης (1895-1971), Καθηγητής, Βουλευτής, εφ. "Ελευθερία" 22 Μαΐου 2016.
[2]. Καλογιάννης Βάσος, Η Χρυσή Βίβλος του Δήμου Λαρίσης. Από την μακραίωνη ιστορία της Θεσσαλικής πρωτευούσης, Λάρισα (1963) σελ. 171-172.
[3]. εφ. «Μικρά», φύλλο της 3ης Απριλίου 1920.
[4]. Το Οθωμανικό Σχολείο βρισκόταν επί της οδού Αχιλλέως, μεταξύ του "Ξενοδοχείου της Γαλλίας" του Νικ. Μουστάκα και της μεγάλης αυλής της κατοικίας του Αχιλλέα Αστεριάδη.
* Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com