Οι καταγεγραμμένες πολιτικές δολοφονίες στην ιστορία του έθνους είναι 8, αλλά αυτές που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση σημαντικών πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών είναι οι εξής 6: του Ιωάννη Καποδίστρια, του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, του Βασιλιά Γεωργίου Α΄, του Ίωνα Δραγούμη, του Γρηγόρη Λαμπράκη και του Παύλου Μπακογιάννη. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946-49) δολοφονήθηκαν οι Χρήστος Λαδάς και Γιάννης Ζεβγός, μέσα στα πολλά εγκλήματα που συνέβησαν εκείνη τη «μαύρη» περίοδο για τη χώρα. Εξάλλου εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τόσο τα κίνητρα των δολοφόνων, όσο και οι μετέπειτα συνέπειες των δολοφονιών αυτών στην ελληνική κοινωνία.
Πρώτη χρονολογικά δολοφονία ήταν του Ιωάννη Καποδίστρια, πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος. Ο Καποδίστριας με καταγωγή από αριστοκρατική οικογένεια σπούδασε Ιατρική και Νομικά. Ασχολήθηκε από νωρίς με τα πολιτικά δρώμενα και έφτασε με τη διπλωματία του μέχρι τη θέση του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας του Τσάρου. Ανέλαβε Κυβερνήτης στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1828, ενώ καθοριστικό ρόλο στην επιλογή Καποδίστρια έπαιξε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Κατά τη διάρκεια της θητείας του κατέβαλλε σημαντικές προσπάθειες για την αναβάθμιση του στρατού και την απεμπλοκή των Ελλήνων από τα κατάλοιπα που άφησε η οθωμανική Αυτοκρατορία. Οραματιζόταν ένα ανεξάρτητο κεντρικό κράτος , κάτι που δεν υπήρχε τότε στον ελλαδικό χώρο. Αυτό δεν άρεσε καθόλου στους προύχοντες της εποχής, καθώς ελλόχευε ο κίνδυνος να απωλέσουν τα προνόμιά τους. Ο Καποδίστριας ο οποίος ήρθε σε σύγκρουση με όλες σχεδόν τις μεγάλες οικογένειες της εποχής, δολοφονείται στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 στο Νάυπλιο, από την οικογένεια Μαυρομιχάλη. Συγκεκριμένα, τα αδέρφια Κωνσταντίνος και Γιώργος Μαυρομιχάλης τον πυροβόλησαν και τον μαχαίρωσαν έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη επικράτησε περίοδος αναρχίας και εμφυλίου. Τους πρώτους μήνες ανέλαβε την εξουσία ο αδελφός του Αυγουστίνος. Οι Μεγάλες Δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν το χάος και εγκαθίδρυσαν Βασιλεία, ανακηρύσσοντας Βασιλιά της Ελλάδος τον πρίγκιπα της Βαυαρίας Όθωνα. Η χώρα περνάει σε άλλη εποχή, χάνοντας μοναδική ευκαιρία αποβολής των καταλοίπων της σκλαβιάς, αλλά και απεμπλοκής από τις Προστάτιδες Δυνάμεις.
Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης διετέλεσε 5 φορές πρωθυπουργός. Ήταν συντηρητικός και αρκετά δημοφιλής στο λαό για τις κόντρες του με τον Τρικούπη, ενώ επί των ημερών του διεξήχθησαν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα το 1896. Όμως ως πρωθυπουργός δημιούργησε ένα κλίμα αισιοδοξίας για εισβολή στην Τουρκία, που εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε προβλήματα. Ο πόλεμος χάθηκε πανηγυρικά το 1897 κι αυτό είχε καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα, με μεγαλύτερη ίσως την υποβολή της σε διεθνή οικονομικό έλεγχο, μετά από απαίτηση της Γερμανίας. Το 1905, με τη χώρα να αντιμετωπίζει μεγάλο οικονομικό πρόβλημα, υπήρχαν πολλές χαρτοπαιχτικές λέσχες. Ο Δηλιγιάννης ενώ στην αρχή υπερφορολόγησε τις λέσχες, στη συνέχεια εφάρμοσε νόμο για το κλείσιμό τους. Ήταν μια απόφαση που έμελλε να του στοιχίσει τη ζωή. Ο Αντώνης Γερακάρης, γνωστός χαρτοπαίχτης της εποχής, αλλά κατά καιρούς και υπάλληλος λεσχών, δολοφόνησε στις 31 Μαΐου 1905 τον Δηλιγιάννη στις σκάλες της Βουλής. Έμεινε άνεργος μετά την εφαρμογή του νόμου και εκδικήθηκε με αυτό το τρόπο τον πρωθυπουργό. Μετά τη δολοφονία του πρωθυπουργού και μέχρι το 1910 που ανέλαβε ο Βενιζέλος, η χώρα πορεύτηκε εναλλάξ με το δηλιγιαννικό και το τρικουπικό κόμμα και χωρίς να συμβαίνουν σπουδαία πράγματα. Ωστόσο αφενός η αποτυχία στον πόλεμο του 1897 και αφετέρου η δολοφονία Δηλιγιάννη, βύθισαν τη χώρα στην εσωστρέφεια και στην απαισιοδοξία.
Ο Γεώργιος Α΄ ήταν ο δεύτερος κατά σειρά βασιλιάς της νεότερης Ελλάδας μετά τον Όθωνα και ο μακροβιότερος βασιλιάς της χώρας (1863-1913). Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα κι αφού ο Βαυαρός Βασιλιάς δεν κατάφερε να κάνει παιδιά, άρχισε η αναζήτηση νέου ορθόδοξου πρίγκιπα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν δεσμευτεί να δοθεί ο θρόνος στον Γεώργιο Α΄ εκ Δανίας. Σημαντικά γεγονότα κατά τη διάρκεια της θητείας του αποτελούν αναμφίβολα οι προσαρτήσεις στο ελληνικό κράτος των Επτανήσων (1864), της Θεσσαλίας (1881), αλλά και της Ηπείρου (1913). Γενικώς σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του, κατέβαλλε σημαντικές προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό της χώρας και την εδαφική επέκτασή της. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κατάφερε να γλιτώσει το 1898 από απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Έπεσε σε ενέδρα δυο δραστών, οι οποίοι τον πυροβόλησαν, αλλά γλίτωσε. Ωστόσο στις 18 Μαρτίου 1913 κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη Θεσσαλονίκη, δολοφονήθηκε από τον Αλέξανδρο Σχινά, ο οποίος πυροβόλησε πισώπλατα τον Βασιλιά. Τα ακριβή αίτια της δολοφονίας του παραμένουν μέχρι και σήμερα ανεξιχνίαστα καθώς λίγο πριν την ανάκρισή του ο Σχινάς αυτοκτόνησε. Εικασίες αναφέρουν ότι πίσω από τη δολοφονία του Γεωργίου κρυβόταν η Γερμανία, καθώς τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του ο Γεώργιος δεν είχε καλές σχέσεις με τους Γερμανούς. Κατά την προηγούμενη δεκαετία άλλωστε η Ελλάδα βρισκόταν σε στενό οικονομικό κλοιό υπό την επίβλεψη της Γερμανίας και ο Γεώργιος διαφώνησε πολλές φορές μαζί τους. Πάντως ο θάνατός του δημιούργησε μεγάλη αναστάτωση στο εσωτερικό της χώρας. Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Κωνσταντίνο Α΄, οδηγούμαστε στον μεγάλο εθνικό διχασμό 1914-17, που ουσιαστικά με τη σειρά του οδήγησε αργότερα στην μικρασιατική καταστροφή.
Ο Ίων Δραγούμης από την άλλη ασχολήθηκε έντονα με τη διπλωματία, την πολιτική και τη φιλοσοφία. Πολυάσχολος, αποτελεί ίσως τον βασικότερο εκφραστή του δημοτικισμού, ενώ πολλοί τον αποκαλούσαν εθνικιστή . Εκτός από τις ερωτικές σχέσεις του με την Πηνελόπη Δέλτα και αργότερα τη Μαρίκα Κοτοπούλη, απασχόλησε την κοινή γνώμη με το περιοδικό του «Πολιτική Επιθεώρηση» το οποίο άρχισε να εκδίδει το 1916. Μέσα από το περιοδικό αρχίζει να διαφαίνεται η ολοένα αυξανόμενη τάση του προς τον αντιβενιζελισμό. Ο Δραγούμης μετά το φαινομενικό τέλος του διχασμού με την κατάρρευση της μοναρχίας και την επιστροφή του Βενιζέλου το 1917, εξορίστηκε στην Κορσική. Με την επιστροφή του στη χώρα το 1919 συνέχισε να δουλεύει στο περιοδικό και να ασκεί πολιτική αντιτασσόμενος στη Μεγάλη Ιδέα. Είναι η περίοδος που η χώρα είναι ουσιαστικά χωρισμένη σε δυο στρατόπεδα, στους βενιζελικούς και τους αντιβενιζελικούς. Τον Ιούλιο του 1920 έγινε απόπειρα δολοφονίας του Ελ. Βενιζέλου, στο Παρίσι. Όμως στην Αθήνα κυκλοφορεί η φήμη ότι ο Βενιζέλος είναι νεκρός και στο κέντρο της πόλης επικρατεί χάος. Ο Δραγούμης δολοφονείται στις 31 Ιουλίου 1920 από ομάδα βενιζελικών, πηγαίνοντας στο περιοδικό του. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά τη δολοφονία του συνέχισε να επηρεάζει την ελληνική σκέψη. Το Νοέμβριο του 1920 διεξήχθησαν εκλογές, με νίκη της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης και τον Βενιζέλο να αυτοεξορίζεται στο Παρίσι. Ο εθνικός διχασμός ουσιαστικά συνέχισε να υφίσταται μέχρι και τη μικρασιατική καταστροφή, με τον Δραγούμη να αποτελεί ένα από τα γνωστότερα θύματά του.
Η δεκαετία του 1960 στην ελληνική κοινωνία ήταν γεμάτη εντάσεις και ανατροπές με αποκορύφωμα βεβαίως το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών στις 21 Απριλίου 1967. Κατά τα πρώτα χρόνια της συγκεκριμένης δεκαετίας λοιπόν, η κατάσταση ήταν τεταμένη, καθώς μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού θεωρούσε τις εκλογές του 1961 νοθευμένες. Το ίδιο και ο Γρηγόρης Λαμπράκης, γιατρός στο επάγγελμα, αθλητής του στίβου και βουλευτής της ΕΔΑ. Ο Λαμπράκης υπήρξε ειρηνιστής και τον Απρίλιο του 1963 πραγματοποίησε την πρώτη μαραθώνια πορεία ειρήνης. Τον επόμενο μήνα και συγκεκριμένα στις 22 Μαΐου 1963 καθώς έβγαινε από συγκέντρωση υπέρ της ειρήνης και κατά των πυρηνικών όπλων στη Θεσσαλονίκη, χτυπήθηκε από ομάδα παρακρατικών. Πιο συγκεκριμένα οι δράστες επέβαιναν σε τρίκυκλο και ο Λαμπράκης χτυπήθηκε με λοστό στο κεφάλι, ενώ εξέπνευσε λίγες ημέρες μετά. Το χτύπημα στον Λαμπράκη προκάλεσε πρωτόγνωρη πολιτική κρίση. Χιλιάδες πολίτες βγήκαν στους δρόμους να διαμαρτυρηθούν. Επίσης κατέδειξε την ύπαρξη παρακράτους, δηλαδή επιβεβαίωσε κάτι που μέχρι τότε απλώς υπήρχε σαν φήμη. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η «Νεολαία Λαμπράκη» της οποίας πρώτος πρόεδρος τοποθετήθηκε ο Μίκης Θεοδωράκης. Τέλος η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή, η πολιτική ευθύνη του οποίου ήταν μεγάλη.
Τελευταία δολοφονία χρονολογικά από αυτές που προαναφέραμε ήταν του Παύλου Μπακογιάννη. Ο Μπακογιάννης ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και την πολιτική. Έζησε στη Γερμανία και από τη θέση του διευθυντή του ελληνικού προγράμματος της βαυαρικής ραδιοφωνίας, αντιτάχθηκε στη Χούντα μέσα από τις εκπομπές του. Στη Γερμανία γνώρισε και παντρεύτηκε τη Ντόρα Μητσοτάκη, κόρη του Κωνσταντίνου. Μετά την πτώση της δικτατορίας επέστρεψε στην Ελλάδα για να ασχοληθεί με την πολιτική. Ο Μπακογιάννης στόχευε στην εθνική συμφιλίωση και σε αυτό το πλαίσιο προώθησε την ιδέα της πολιτικής συνένωσης αριστεράς και δεξιάς. Πιο συγκεκριμένα στην κυβέρνηση Τζαννετάκη το καλοκαίρι του 1989, έπαιξε ενεργό ρόλο ως διαπραγματευτής μεταξύ του κόμματός του, της Ν.Δ. με τον Συνασπισμό. Κατά την ίδια περίοδο, την ήδη μεγάλη πολιτική ένταση ενίσχυσε το σκάνδαλο Κοσκωτά με κατηγορούμενους πολλούς βουλευτές, αλλά και τον πρώην πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος τελικά αθωώθηκε. Ο Μπακογιάννης δολοφονήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1989 κάτω από το πολιτικό γραφείο του στην Αθήνα, από μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη. Χτυπήθηκε γιατί σύμφωνα με την οργάνωση ήταν καταχραστής δημοσίου χρήματος, ενώ μέλη της οργάνωσης άφησαν να εννοηθεί ότι εμπλεκόταν στο σκάνδαλο Κοσκωτά. Το 1982 ο επιχειρηματίας είχε αγοράσει από τον Παύλο Μπακογιάννη τον εκδοτικό όμιλο «Γραμμή Α.Ε.», κάτι που ίσως να στοχοποίησε τον βουλευτή. Η Ελλάδα μετά τη δολοφονία Μπακογιάννη μπαίνει στην τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα και περνάει οριστικά σε μια άλλη εποχή με την δημιουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης και την εκλογή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, πεθερού του Μπακογιάννη, ως νέου Πρωθυπουργού.
Συμπερασματικά, κάθε μια από τις παραπάνω δολοφονίες ενέχει σοβαρές επιπτώσεις και έφερε αλλαγές στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Αυτό βεβαίως είναι το μεγάλο, αλλά όχι το μοναδικό, κοινό που έχουν μεταξύ τους. Εξάλλου η πολιτική κατάσταση αυτού του τόπου ήταν σχεδόν πάντοτε έκρυθμη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις διαδραματίζουν πάντα το ρόλο τους, κάτι που εύλογα παρατηρείται και στις μέρες μας. Δυστυχώς αν και η ιστορία λένε πως μας διδάσκει ώστε να αποφεύγουμε παρελθοντικά λάθη, φαίνεται πως δεν διατηρούμε και τις καλύτερες σχέσεις μαζί της. Γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα είμασταν τουλάχιστον καλύτερα προετοιμασμένοι για ό,τι συμβαίνει, σαν πολιτικοί και σαν πολίτες. Άλλωστε όποιος γνωρίζει καλά το παρελθόν δεν αιφνιδιάζεται με ό,τι συμβαίνει στο παρόν και θα συμβεί στο μέλλον.
Από τον Λάμπρο Αναγνωστόπουλο, κοινωνιολόγο, μεταπτυχιακό φοιτητή «Ψυχικής Υγείας» στο ΤΕΙ Λάρισας.
Βοηθήματα: www.mixanitouxronou.gr
RichardClogg, Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδος 1770-2000, Εκδόσεις: Κάτοπτρο