Αντίθετα, στις ΗΠΑ, τον ίδιο καιρό σχεδόν, η αγροτοβιομηχανική παραγωγή αυξάνει με γεωμετρική - θα λέγαμε - πρόοδο. Ο πληθυσμός της από 32 εκατομμύρια το 1865, φτάνει τα 100 εκατ.,το 1914 και το μοίρασμα των απέραντων εκτάσεων γης λειτουργεί ως μαγνήτης για τους φτωχούς Ευρωπαίους. (Ν. Σβορώνος)
Η βιομηχανία αυτοκινήτων FORD κατασκευάζει το 1918, 250.000 αυτοκίνητα από ένα μοντέλο, ενώ η γαλλική RENAULT, 6.800 από 7 μοντέλα (Σβορώνος).
Η τεράστια προσφορά εργασίας και η συνεχής έλλειψη εργατικών χεριών, φέρνουν στις φτωχές περιοχές, πρώτα της Πελοποννήσου (Λακωνία, Αρκαδία, Μεσσηνία), τους επιτήδειους αβανταδόρους, τους πράκτορες των ναυτιλιακών εταιριών, μεσίτες και τυχοδιώκτες-μεσολαβητές, που διαλαλούν, παροτρύνουν και πωλούν – με το αζημίωτο – όνειρα, οράματα, ιδανικά, σε όσους φύγουν για την Αμερική, όπου θα τους περιμένει ο επίγειος παράδεισος...
Ο Μαν. Τριανταφυλλίδης σε μία ομιλία του, στο θέατρο «Ολύμπια» της Αθήνας, 19/4/1940, λέει: (...) Οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην Αμερική από τον 17ο αιώνα (ελάχιστοι), και ύστερα από το 1821, σποραδικά πάντα, Ελληνόπουλα που τα πήραν να τα σπουδάσουν Φιλέλληνες Αμερικανοί, ναυτικοί που άφησαν τα καράβια τους, έμποροι. Από το 1824 μέχρι το 1882, έφτασαν στην Αμερική μερικές εκατοντάδες (...)
Σε μία εργασία που δημοσιεύτηκε στο ιστορικό περιοδικό «ΤΟΤΕ», γράφει ο Θ. Μηνόπουλος, για την περιοχή της Τρίπολης: (...) Εις τα χωρία είναι εγκατεστημένοι (οι πράκτορες), παριστώσι τους απλούς χωρικούς και προπαγανδίζουν την αρίστην κατάστασιν εν Αμερική. Νέοι - γέροντες, άγαμοι - έγγαμοι, ορεινοί - πεδινοί, χωρικοί - αστοί, αγράμματοι - εγγράμματοι, ρωμαλαίοι - καχεκτικοί, είχαν καταληφθεί υπό Αμερικανίτιδος (...)
Το μικρό κύμα των Ελλήνων μεταναστών το 1882, γίνεται τρικυμία το 1916 με τους 350.000. Το εβδομαδιαίο Περιοδικό «Εστία» της 30/5/1881, σα να γνωρίζει τι πρόκειται να επακολουθήσει, γράφει: (... )Να συμβάλει το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Αγγλία, η Γερμανία εις την πύκνωσιν του πληθυσμού της Αμερικής, είναι ευνόητον... αλλ’ εξ Ελλάδος; εν η, έν έκαστον τετραγωνικόν χιλιόμετρον κατοικείται υπό 30 ψυχών να μεταναστεύσωσιν, είναι αληθώς περίεργον (...) Είναι τόσο έντονη η επιθυμία και η λαχτάρα της φυγής, ώστε πολλοί, πωλούν ό,τι έχουν και δεν έχουν στους καλοθελητές για λίγα δολάρια ή δανείζονται από τους τοκογλύφους, με υποθήκη, την προσωπική ή και την πατρική περιουσία τους. Ύστερα από περπάτημα πολλών ωρών, φτάνουν στα κοντινότερα λιμάνια (Πάτρα, Πειραιάς, Γύθειο, Κατάκωλο, Καλαμάτα) και επιβιβάζονται (στιβάζονται) σε σαπιοκάραβα, που θα τους μεταφέρουν στα μεγάλα λιμάνια (Μασσαλία, Τεργέστη, Αμβέρσα, Γένοβα, Νάπολι), όπου τους περιμένουν τα υπερωκεάνια για το Ν. Κόσμο. Το μακρινό ταξίδι είναι μία ξεχωριστή περιπέτεια. Στα ελληνικά λιμάνια, αλλά και πάνω στα πλοία, μοιράζουν ακόμα και οδηγούς επιβίωσης του μετανάστη. «Πάτραι: Η Ν.Υ. είναι νησί, έχει μεγάλους δρόμους. Στους δρόμους έχει τραίνα πάνω σε σιδηροδρόμους. Έχει κορίτσια. Ιταλίδες, μαυρομάτες, μαυροφρύδες».
Οι άθλιες συνθήκες πάνω στα πλοία, είναι ο πρώτος σταθμός του εξευτελισμού των μεταναστών. Στιβαγμένοι και πατικωμένοι, σαν τις σαρδέλες, στο κατάστρωμα και στα αμπάρια, χωρίς αρκετή τροφή, φάρμακα, ρούχα, αλλά με ανεξάντλητα αποθέματα υπομονής, ταξιδεύουν μέσα στον Ωκεανό, έχοντας μπροστά τους την ελπίδα...
Μια πικρή γεύση μας δίνει ο Έλληνας σκηνοθέτης Ηλίας Καζάν, στην επική ταινία του, «Αμέρικα – Αμέρικα», όπου ο ήρωας-μετανάστης, διανύει όλη τη διαδρομή, με όλους τους κινδύνους του αναπάντεχου, μέχρι το ...όνειρο. Δεύτερος σταθμός του εξευτελισμού είναι το νησάκι Ελλίς Άϊλαντ, στο λιμάνι της Ν. Υόρκης, όπου περνούν από εξονυχιστικό έλεγχο και ιατρικές εξετάσεις, επί 5 ώρες ο καθένας. Τρίτος σταθμός, είναι η ίδια η Ν. Υόρκη. Βρώμικοι και ταλαιπωρημένοι, με λίγα χρήματα στην τσέπη, ψάχνουν να βρουν δουλειά και στέγη. Λούστροι, πλανόδιοι πωλητές (λουλουδιών, λαχανικών, φρούτων, ξηρών καρπών) με τα καλάθια στα χέρια ή με αυτοσχέδια καροτσάκια, λαντζέρηδες σε εστιατόρια, είναι τα πρώτα επαγγέλματα της πόλης. Άλλοι, που έκαναν Ανατολικά, έγιναν ανθρακωρύχοι, εργάτες των σιδηροδρόμων, σφουγγαράδες, μετρούν τους χτύπους της καρδιάς τους και σκέφτονται το δολάριο...
Επειδή το θέμα είναι μεγάλο και δεν εξαντλείται σε ένα επετειακό σημείωμα, τελειώνουμε με το «Χώμα ελληνικό», του ποιητή των μαθητικών μας χρόνων, Γ. Δροσίνη: Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα / και θα ζούμε μήνες, χρόνια χωρισμένοι / άφησε να πάρω κάτι από σένα / γαλανή Πατρίδα πολυαγαπημένη / Άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω / για την κάθε λύπη, καθετί κακό / φυλαχτό απ’ αρρώστια, φυλαχτό απ’ το Χάρο / μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό.
Βοηθήματα
Ν. Σβορώνος: Επισκόπηση της νεοελλ. Ιστορίας. Θεμέλιο 1972
Μαρία Ηλιού ΤΑΞΙΔΙ: Το ελλην. Όνειρο στην Αμερική Κιτρόεφ, Μ. Μπενάκη
Μανώλη Τριανταφυλλίδη: Έλληνες της Αμερικής. Μία ομιλία 1952
Τρ. Χατζηνικολάου: Οι Έλληνες της Αμερικής 1499-1999 Ν. Μέξικο 2000
Ο. Αναστασίου: Κυνηγώντας... τ’ όνειρο. Περιοδ. «ΤΟΤΕ» τεύχος 1, 1983
* Ο Τάσος Πουλτσάκης είναι νευρολόγος – ψυχίατρος π. Δ/ντής Νευρ. Τμήματος Γ.Ν. Λάρισας