Από τον Νίκο Τσεκούρα
Ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής, ήταν γιος του τσέλιγκα γερο-Νικόλα Παλάντζα και αδερφός της μάνας μου Αικατερίνης, από το χωριό «Μαγούλα», τουΝομού Καρδίτσας. Ήτανε όμορφος, ψηλός και λιγερόκορμος, με γαλανά μάτια και κατσαρά μαλλιά. Δε χρειάζεται να γράψω παινέματα για την ομορφιά του. Ένα και μόνο σας αναφέρω. Υπηρέτησε τσολιάς στην ανακτορική φρουρά. Ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής, στην ιδιωτική του ζωή έτρεφε δυο άλογα. Το ένα το είχε για ιππασία, για να πηγαίνει στους γάμους και στα πανηγύρια, και το δεύτερο άλογό του, ήταν χαμηλόσωμο, αλλά γεροδεμένο. Τα πόδια του ήταν χοντρά και τα πέλματά του τολμώ να πω πως ομοίαζαν με τα πέλματα του ελέφαντα, Και επειδή το τρίχωμά του ήταν σκούρο κόκκινο ο μπάρμπας μου το βάφτισε «Ντορή». Μ' αυτόν λοιπόν τον «ΝΤΟΡΗ» έκανε όλες τις γεωργικές του δουλειές. Ο Ντόρης του μπάρμπα μου Κωσταντή επιστρατεύτηκε από τον Ελληνικό στρατό και κουβαλούσε πυρομαχικά στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου. Όταν όμως το 1940, κηρύχτηκε ο Ελληνο- Ιταλικός πόλεμος και ο στρατός μας δεν είχε πολλά φορτηγά αυτοκίνητα για να μεταφέρει πυρομαχικά στην πρώτη γραμμή το μετώπου, μοιραίως αναγκάστηκε και έκανε επιτάξεις μουλάρια και άλογα.
Όταν λοιπόν κάποια μέρα, η στρατιωτική επιτροπή που έκανε τις επιτάξεις, πήγε και στο χωριό μας και είδε τον «Ντορή» του μπάρμπα μου Κωνσταντή, και τον επιστράτευσε στην πρώτη γραμμή του μετώπου στο (Λ.Ο.Μ.) = (λόχος ορεινών μεταφορών), όπου πρόσφερε τις υπηρεσίες του. Στο λόχο που πήγε, έτυχε κατά καλή συγκυρία, ο υπεύθυνος του λόχου, να είναι ο συγχωριανός μας και γείτονάς μας Σωτήρης Α... Όταν λοιπόν κάποια μέρα, έφτασαν στο λόχο του 4 υποζύγια φορτωμένα με πυρομαχικά, όλως παραδόξως είδε πως ανάμεσά τους ήτανε και ο «Ντορής» του μπάρμπα Κωνσταντή του γείτονά του. Όταν τον είδε και βεβαιώθηκε πως πράγματι αυτός ήτανε, πήγε κοντά του, τον χάιδεψε, δάκρυσε και μονολόγησε: «Κι εσύ εδώ Ντορή μου;»
Από την ίδια μέρα ο Σωτήρης έγινε σωτήρας του Ντορή. Στο μέτωπο κάθε μέρα γινόταν σκληρές μάχες. Ο Σωτήρης δεν εγκατέλειψε ποτέ τον αγαπημένο του «Ντορή», ενώ το άλογο μετά από μία σκληρή μάχη σε περιοχή της Καλαμπάκας κατάφερε να σώσει την ζωή του συντρόφου του. Ο πανέξυπνος «Ντορής», για να μη χάσει το δρομολόγιο της επιστροφής, ακολούθησε την κατηφορική κοίτη του Πηνειού ποταμού και έφτασε στα Τρίκαλα στο χωριό Στεφανοσαίοι σήμερα Δροσερό. Εκεί μπροστά στο ποτάμι δεν είχε πόρο για να περάσει απέναντι. Αναγκάστηκε και κολύμπησε και βγήκε απέναντι στην περιφέρεια. Στη συνέχεια και σε απόσταση 2 χιλιομέτρων περίπου, βρήκε μπροστά του και τον Πάμισο ποταμό και επειδή και αυτός είχε αρκετό νερό αναγκάστηκε και πάλι και βγήκε κολυμπώντας απέναντι, στο χωριό Μεγάλα Καλύβια. Στην τοποθεσία εκείνη ξύπνησαν μέσα του παλιές θύμησες. Θυμήθηκε το νερόμυλο με τη φτερωτή του μπάρμπα Θύμιου Χαχάμη τον μυλωνά, που πήγαινε με τον μπάρμπα μου τον Κωνσταντή φορτωμένος 150 οκάδες γέννημα (καλαμπόκι), για να το κάνει αλεύρι. Μια και δυο δεν έχασε καιρό. Παρέκαμψε το δρομολόγιο για την επιστροφή στο χωριό μας και πήγε να δει από κοντά το νερόμυλο. Ο μύλος όμως, ήταν εγκαταλελειμμένος και η αυλή του χορταριασμένη. Ο «Ντορής» όμως πλησίασε κοντά στην πόρτα αλλά και αυτή ήταν κλειδωμένη. Έσκυψε το κεφάλι του και έβαλε το αυτί του, μήπως ακούσει την παλιά γνώριμη φωνή του μπάρμπα Θύμιου του μυλωνά, που κάθε τόσο φώναζε: Άλλος, άλλος. Ποιος έχει σειρά να ρίξει το άλεσμά του. Δυστυχώς, αφού δεν άκουσε τίποτε, γύρισε πίσω λυπημένος και ακολούθησε το δρομολόγιο για το χωριό μας. Ύστερα από πορεία μιας ώρας περίπου έφτασε στο χωριό μας και στάθηκε έξω από την ανοιχτή ξυλόπορτα της αυλής του σπιτιού και δεν προχώρησε να μπει μέσα, διότι ήθελε να κάνει έκπληξη το αφεντικό του. Και για να τον δώσει νόημα, ότι γύρισε από το μέτωπο, χλιμίντρισε δυνατά δυο φορές. Την ώρα εκείνη, έξω στην αυλή του σπιτιού, ήταν στρωμένο το Πασχαλινό τραπέζι διότι την ημέρα εκείνη ήταν η δεύτερη μέρα του Πάσχα. Όταν ξαφνικά το αυτί του μπάρμπα μου Κωνσταντή, άκουσε το απροσδόκητο χλιμίντρισμα, του φάνηκε πως ήταν από το Ντορή του. Άφησε το Πασχαλινό τραπέζι και βγήκε δειλά - δειλά έξω από την αυλή για να βεβαιωθεί. Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά στον αγαπημένο του Ντορή. Τον άρπαξε από το λαιμό του και τον φίλησε. Μονολογώντας είπε; Παναγιά μου, Παναγιά μου, έκανες το θαύμα σου. Μα και ο Ντορής όμως, αισθανόμενος τη θερμή υποδοχή του αφεντικού του, την ανταπόδωσε και αυτός, μ' ένα τίναγμα της χαίτης και μ' ένα νέο παραπονιάρικο χλιμίντρισμα. Στη συνέχεια τον έπιασε από τη χαίτη του και τον οδήγησε μπροστά στο Πασχαλινό τραπέζι. Αφού τον καλωσόρισαν και τα άλλα μέλη της οικογένειας με φιλιά και χάδια, ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής πήρε από το καλάθι του τραπεζιού ένα κόκκινο αυγό, το τσούγκρισε στο μέτωπο του και αφού έσκυψε του είπε κλαίγοντας: - Ντορή μου καλωσόρισες και Χρόνια Πολλά. Έτσι ο μπάρμπας Κωνσταντής τη χρονιά εκείνη έκανε διπλό Πάσχα. Μια για την Ανάσταση του Χριστού και μια για την επιστροφή του αγαπημένου του Ντορή.
Ύστερα από δυο μέρες γύρισε στο χωριό μας και ο Αλβανομάχος Σωτήρης. Ο ερχομός του έβγαλε φτερά και το έμαθε όλο το χωριό και πήγαν αι τον καλωσόρισαν. Την πρωτιά όμως την είχε πάρει ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής. Αφού τον καλωσόρισε με αγκαλιές και φιλιά μετά τον ευχαρίστησε για το μεγάλο ενδιαφέρον που έδειξε για το Ντορή του πάνω στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Στη συνέχεια τον κάλεσε στο σπίτι του και το έκανε και το τραπέζι που τον είχε υποσχεθεί. Στο τραπέζι αυτό, παρευρέθηκα και εγώ. Συζητώντας με το Σωτήρη για να μάθω νέα από το μέτωπο, μεταξύ των πολλών πολεμικών περιστατικών που μου διηγήθηκε, με ενημέρωσε αι για την αξιόλογη νοημοσύνη του «Ντορή» καθώς και για τη βοήθειά του, σε πολλές και δύσκολες περιπτώσεις. Σύμφωνα λοιπόν με την ομολογία του, ο «Ντορής» όταν καταλάβαινε ότι οι στρατιώτες μας είχαν νίκες και χαίρονταν, εκδήλωνε και αυτός τη δική του χαρά με το δικό του τρόπο. Παρ' όλο το βαρύ φορτίο, που κουβαλούσε στην πλάτη του, βάδιζε πάνω στο στενό μονοπάτι γρήγορα - γρήγορα για να προφθάσει να πάει τα πυρομαχικά έγκαιρα στον τόπο της μάχης. Αντίθετα όμως, όταν οι στρατιώτες μας είχαν αποτυχίες, τότε ο «Ντορής» συναισθανόταν ντροπή. Κατέβαζε το κεφάλι του και βάδιζε νωθρά - νωθρά ταπεινωμένος.
Η ιστορία αυτή, δεν σταμάτησε μέχρι εδώ. Συνεχίστηκε και μ' ένα ακόμη πιο ευχάριστο κοινωνικό γεγονός. Ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής εκτίμησε τον χαρακτήρα του Σωτήρη και τον έκανε γαμπρό στην όμορφη και μονάκριβη κόρη του τη Βασίλω και τον έδωσε προίκα αμπέλια και χωράφια. Το ζευγάρι ήταν αγαπημένο και ζούσε ευτυχισμένα. Και όταν ο καλός Θεός τους βοήθησε και η Βασίλω έκανε το πρώτο τη αγόρι, του έδωσε το όνομα του πατέρα της. Ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής, τρελάθηκε από τη χαρά του διότι ο εγγονός του πήρε το δικό του όνομα και για να ευχαριστήσει το αντρόγυνο, τους έδωσε πανωπροίκι και τον αγαπημένο του Ντορή.
Έτσι ο μπάρμπας μου ο Κωνσταντής, έκλεισε τα μάτια του τρισευτυχισμένος.