Ο Άγιος Δημήτριος, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη κατά το 280 μ.Χ. από γονείς Χριστιανούς, κατά την παιδική και νεανική ηλικία του μορφώθηκε πάρα πολύ, αποκτώντας όχι μονάχα τη «θύραθεν», αλλά και τη χριστιανική μόρφωση, με τη βοήθεια της οποίας οδηγήθηκε σύντομα και στο χριστιανικό βάπτισμα. «Εν αυτή τη πόλει γεννηθείς, λέγει για τούτο ο βιογράφος του, είθ’ ούτω και αναγεννηθεί την θείαν και άχραντον γέννησιν του θείου λουτρού» (ΘΗΕ 4, 1050).
Οι γονείς του, βέβαια, που χαρακτηρίζονται ως «περίδοξοι» (Μ. 116, 1173 Β), ήθελαν να διαπρέψει ο Δημήτριος «κατά κόσμον», όπως και διέπρεψε. Ο Θεός, όμως, και η ιδιαίτερη κλίση της καρδιάς του, δηλαδή η προαίρεση, βοήθησαν τον Δημήτριο να στραφεί σε ένα άλλο στάδιο, στο οποίο διέπρεψε ιδιαίτερα, στο στάδιο του κατηχητού, στο οποίο συνέβαλαν ιδιαίτερα τα εξής:
α) Ο άμεμπτος βίος και η φλόγα της καρδιάς του
Ύστερα από τη βάπτισή του, ο Δημήτριος έζησε «βίον καθαρόν και άμεμπτον εκ νεότητος» (Μ. 116, 11734), μελετώντας καθημερινά με ιερό ζήλο το «σωτήριον λόγον» των θείων Γραφών. Για το λόγο δε αυτό αναφέρεται ότι, σαν νέος, έγινε με τη Χάρη τού Θεού «φως του κόσμου», «δεξάμενος τη θεία ακτίνα», δηλαδή τον ιδιαίτερο φωτισμό του Θεού. Ο φωτισμός δε αυτός και γενικότερα η Θεία Χάρη, που ένιωθε μέσα του, βοήθησε τον Δημήτριο να διαφυλάξει τον εαυτό του καθαρό από τα λεγόμενα θανάσιμα αμαρτήματα, ενώ ταυτόχρονα μια εσωτερική φλόγα άναβε μέσα του όλο και πιο ζωηρά, εξαιτίας της αγάπης του προς τον Θεό και τους εν Χριστώ αδελφούς του. Η εσωτερική δε αυτή φλόγα, που κατέκαιγε την καρδιά του, όπως αργότερα κατέκαιγε και τον Άγιο Ισαάκ το Σύρο, τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, μεταμόρφωνε τον Δημήτριο και εξωτερικά. Για τούτο έγραφε γι’ αυτόν ο Συμεών ο Μεταφραστής, ότι «Το τε του προσώπου επίχαρι (του Αγίου) την της ψυχής ευγένειαν υπεδήλου» (Μ. 116, 1185 Β), δηλαδή τη Χάρη και τη φλόγα της άγιας καρδιάς του, γιατί, κατά τους βιογράφους του ήταν «χαρίεις την μορφή, ψυχήν δε χαριέστατος» (Ι. Αλεξίου, Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης, 13). «Πάντα μεν τα ενταύθα τερπνά διέπτυε, λέγει ο εγκωμιαστής του, προς εν δε τούτο μόνον είχεν ερωτικώς, την ευσέβειαν, και τον υπέρ Χριστού θάνατον εδίψα και την εκείθεν μακαριότητα» (Μ. 116, 1188 Α).
β) Η γενικότερη ιεραποστολική δράση
Ύστερα από τις σπουδές του και το βάπτισμα, ο Δημήτριος κατατάχθηκε στις τάξεις του στρατού, όπου διέπρεψε πάρα πολύ. Σαν ζηλωτής Χριστιανός, όμως, που ήταν, πάσχιζε κάθε μέρα, πάνω από καθετί, να αλιεύει ψυχές για τον Χριστό, συνδέοντας ιδιαίτερα τους νέους με τη Χριστιανική Εκκλησία της Θεσσαλονίκης. Την εποχή εκείνη, άλλωστε, κυριαρχούσε στους Χριστιανούς το σύνθημα «Εις τον έναν εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν». Ο ένας, δηλαδή, να φέρνει τον άλλον κοντά στον Χριστό και μέσα στους κόλπους της Χριστιανικής Εκκλησίας. Κάθε ημέρα, δηλαδή, που περνούσε φρόντιζε να μεταφέρει στον καθένα που συναντούσε τα μηνύματα του Ευαγγελίου, μη θέλοντας να περνά, κατά τους βιογράφους του, ούτε μία ημέρα χωρίς να φέρνει έστω και έναν εθνικό στη χριστιανική πίστη, που είναι σωτήρια. Για το λόγο δε αυτό σημειώθηκε εύστοχα από τον καθηγητή τής Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, Αντώνιο Παπαδόπουλο, ότι «η φράσις του Νέστορος «Ο Θεός Δημητρίου» δεικνύει ότι ούτος ηλιεύθη εις Χριστόν υπό του Δημητρίου» (ΘΗΕ 4, 1050).
Μια τέτοια ακριβώς προσπάθεια πρέπει να γίνεται και από τον κάθε Χριστιανό και ιδιαίτερα κατηχητή, κατά τρόπο, όμως, που να μην προκαλεί την αντίδραση των ακροατών, εφόσον και ο ίδιος ο Κύριος μιλούσε «εν παραβολαίς», δηλαδή κατά τρόπο ευχάριστο στους ανθρώπους.
Κατά παρόμοιο δε τρόπο μιλούσε, άλλωστε, και ο Απόστολος των Εθνών. Για το λόγο δε αυτό, όταν βρέθηκε στην Αθήνα, τον χαρακτήρισαν «σπερμολόγο», εφόσον έσπερνε σπέρματα αλήθειας και βαθύτερης φιλοσόφησης των πραγμάτων, ενώ οι σοφοί της πόλης τον κάλεσαν να μιλήσει και στον Άρειο Πάγο, ως ξενίζοντα τις ακοές τους.
Αυτό δε ακριβώς έκανε και ο Άγιος Δημήτριος, που έχοντας «τον σωτήριον λόγον εν εαυτώ», δίδασκε «μετά προθυμίας, πείθων τε και διαλεγόμενος» (Μ. 116, 1173 Β), σύμφωνα με τα όσα έγραφε ο θεοκίνητος Απόστολος Παύλος, γράφοντας προς τον Τιμόθεο το «Επίστηθι ευκαίρως, ακαίρως» (Μ. 116, 1173 ΑΒ).
Αυτό δε γίνεται και από όλους τους Χριστιανούς, όταν διηγούνται «όσα ο Θεός εποίησε μετ’ αυτών».
γ) Η συστηματικότερη κατήχηση στη Χαλκευτική Στοά στα χρόνια του διωγμού
Την εποχή, όμως, εκείνη που ζούσε ο Άγιος, κηρύχθηκε το 305 ο διωγμός των Χριστιανών από τους αυτοκράτορες Διοκλητιανό και Μαξιμιανό, ενώ αυτός είχε ανέλθει στο αξίωμα του Δούκα στο στράτευμα.
Ενώ, όμως, ο διωγμός μαινόταν, ο Άγιος κατάλαβε ότι έπρεπε να εργαστεί πιο συστηματικά, σαν κατηχητής, συντελώντας στη διάδοση του Χριστιανισμού με κάθε τρόπο και θυσία. Για το σκοπό αυτό, δηλαδή, ο Άγιος, που χαρακτηρίζεται από τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά ως «τα πάντα σοφός και απόστολος» και «ηγεμών σωτηρίας» και «αντιλήπτωρ πάντων ανθρώπων» (ΘΗΕ 4, 1051 - 1052), βρήκε τότε κοντά στις Καμάρες τον ιδιαίτερο χώρο τής Χαλκευτικής Στοάς, που σχηματιζόταν πάνω από το δημόσιο λουτρώνα της Θεσσαλονίκης (Μ. 116, 1176 Α) και εκεί συγκέντρωνε τους νέους, που έδειχναν ενδιαφέρον για τη χριστιανική διδασκαλία, εργαζόμενος ως κατηχητής.
Έχοντας, δηλαδή, από τον Θεό το διδασκαλικό χάρισμα, «ανεδείχθη και έξοχος διδάσκαλος» των νέων, εφόσον, κατά τους βιογράφους του, από το στόμα του «έρρεον (αέναα) τα θεά και μελισταγή τού Σωτήρος λόγια» «τα δυνάμενα σοφίσαι εις σωτηρίαν» (2 Τιμ. 3, 15).
Εκτός από τα λόγια του, όμως, ο Άγιος βοηθούσε τους κατηχουμένους και με ολόκληρη τη ζωή του, γιατί και αυτή «τω του Χριστού μάρτυρι διδασκαλίας υπόθεσις ην», συντελώντας στο να εγκαταλείπουν πολλοί την ασέβεια και να ασπάζονται τη θεοσέβειαν. Κάποιοι, βέβαια, από τους κατηχουμένους και γενικότερα τους ακροατές, του έφερναν πολλές φορές αντιρρήσεις ή έθεταν ερωτήματα. Ο Άγιος, όμως, υπερνικούσε κάθε δυσκολία, «πείθων και διαλεγόμενος», λύνοντας με τον ιερό ζήλο του και με τα έργα της αγάπης, που πραγματοποιούσε, τα σκότη της πλάνης και της αμφιβολίας, ώστε να χαρακτηρίζεται δίκαια από τους εγκωμιαστές του ως «μέγας διδάσκαλος του μυστηρίου του Χριστού» και «ευαγγελιστής της βασιλείας Του».
«Διδάσκων τε και διερμηνεύων αυτοίς εξηγείτο, λέγει ο εγκωμιαστής του, και οιονεί αφορμάς παρείχε και σπέρματα προς τούτο και υιούς γενέσθαι τε και κληθήναι Θεού, και της εν Χριστώ κρυπτομένης αξιωθήναι ζωής» (Μ. 116, 1188 Β).
Ένα θα έλεγε κανείς ότι είναι το μυστικό της διδασκαλίας τού Αγίου και γενικότερα κάθε διδασκαλίας, το «πείθειν, τέρπειν και αναφλέγειν», όπως έλεγε αργότερα και ο ιερός Αυγουστίνος (docere, delectare, reffectere). Για να πείθουμε δε, πρέπει να μεταχειριζόμαστε επιχειρήματα. Για να τέρπουμε, πρέπει να μεταχειριζόμαστε γλώσσα απλή και τρόπο ευχάριστο στις ακοές, όπως έκανε ο Κύριος που μιλούσε «εν παραβολαίς». Και για να αναφλέγουμε τις καρδιές, είναι ανάγκη να μεταχειριζόμαστε συγκινητικά παραδείγματα και να είναι ο λόγος μας πάντοτε νεοφώτιστος.
δ) Η σύλληψή του από τις ρωμαϊκές αρχές και οι ομολογίες - απολογίες του
Η ιεραποστολική δραστηριότητα του Αγίου, όμως, έγινε κάποια στιγμή γνωστή στις ρωμαϊκές αρχές, που τον συνέλαβαν και, λόγω του μεγάλου αξιώματός του, τον οδήγησαν μπροστά στον αυτοκράτορα Μαξιμιανό, που εκείνο τον καιρό βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη. Τη συνάντηση δε αυτή ο Άγιος τη θεώρησε τότε ευκαιρία, για να διαφωτίσει και τον κοσμικό εκείνον άρχοντα. Για το λόγο δε αυτό, όταν ρωτήθηκε από τον Μαξιμιανό, αν ήταν Χριστιανός, ο Άγιος αποκρίθηκε κατά το συνήθη στα χρόνια εκείνα τρόπο ότι «Χριστιανός ειμί» και ότι «τω Χριστώ μου πιστεύω μόνον».
Ύστερα, βέβαια, από την ομολογία εκείνη, ο Μαξιμιανός προσπάθησε να τον παρασύρει στη λατρεία των ψευτοθεών της ειδωλολατρίας, προσφέροντας πλούτη και τιμές πιο μεγάλες. Ζήτησε δε από αυτόν να πειθαρχήσει, σαν στρατιωτικός που ήταν, στα προστάγματα των αυτοκρατόρων του. Ο Άγιος, όμως, μίλησε, όπως έκανε μέχρι τότε, και στον αυτοκράτορα εκείνο «ανακεκαλυμμένως» και «ευπαρρησιάστως» σαν απολογητής του Χριστιανισμού, φανερώνοντας στο βασιλιά ότι πειθαρχούσε στα κελεύσματα των αυτοκρατόρων σε όλα τα άλλα. Στα ζητήματα, όμως, που αφορούσαν στην πίστη του, ομολόγησε ξεκάθαρα ότι ήταν «στρατιώτης Χριστού και μόνον προσκυνητής» (Μ. 116, 1189 Β), γιατί, σύμφωνα με την πίστη τη δική του, που ήταν η μόνη αληθινή και σωτήρια, όφειλε να πειθαρχεί στον Θεό πρώτα και όχι στους ανθρώπους.
Ο αυτοκράτορας, βέβαια, εκείνος προσπάθησε τότε να δείξει ότι η ειδωλολατρία ήταν καλύτερη δήθεν, σαν θρησκεία, γιατί είχε πολλούς θεούς, που πρόσφεραν στους ανθρώπους πλούτη και δόξες και απολαύσεις σαρκικές κάθε είδους.
Ακούγοντας τα πιο πάνω, όμως, ο Άγιος καταλήφθηκε στη στιγμή από έναν ιερό ζήλο, με τον οποίο εξουδετέρωσε όλα τα επιχειρήματα του αυτοκράτορα εκείνου, φανερώνοντας με ακατάσειστα επιχειρήματα το ψεύδος της ειδωλολατρίας και την ασύγκριτη υπεροχή τού Χριστιανισμού ταυτόχρονα. «Η ειδωλολατρία, είπε μεταξύ άλλων στο βασιλιά, με την ψευδή πίστιν της και με την ακόλαστον ηθικήν της είναι εκείνη, η οποία προπαρασκεύασε την οικογενειακήν έκλυσιν, την κοινωνικήν εξαχρείωσιν και την πολιτική κατάστασιν, φερομένην οσημέρα προς βαθυτέραν και ανεπανόρθωτον κατάπτωσιν. Αρνούμαι επομένως, βασιλεύ, είπε στη συνέχεια, να προδώσω την θρησκείαν τού Χριστού μου, η οποία όχι μόνον παρέχει την ηθικήν λύτρωσιν και την αιώνιον ζωήν, αλλά διανοίγει και οδούς δόξης και ισχύος εις τας κοινωνίας και τα κράτη...» (Μ. Γαλανού, Οι βίοι των Αγίων, τόμ. Ι, Αθήναι 1988, 131).
Στην εξέλιξη των πραγμάτων εκείνη, ο αυτοκράτορας, που ταπεινώθηκε από τον Άγιο, φρύαξε τότε από το κακό του. Μη έχοντας δε επιχειρήματα να αντιτάξει, πρόσταξε αρχικά την καθαίρεσή του από κάθε αξίωμα, που είχε στο στράτευμα, και τον εγκλεισμό του σε μια φυλακή, ευρισκόμενη «παρά το στάδιον» (Βλ. Μ. 116, 1177 ΑΒ), ενώ εκείνος έχαιρε γιατί αξιώθηκε να πάθει κάτι για την αγάπη του Χριστού. «Ο μάρτυς δε, σημειώνει ο βιογράφος του, προς την ειρκτήν απαγόμενος ήδετό τε ομού και ανιαρώς διέκειτο, ήδετο μεν, ότι μικρόν όσον ούπα του μαρτυρίου αξιωθήσεσθαι έμελλεν, ηνιάτο δε ότι μη και θάττον επιόντας τους κολαστάς εθεάτο» (Μ. 116, 1189 Δ - 1192 Α).
Τέτοιοι ακριβώς ομολογητές Χριστού πρέπει να είναι όλοι οι Χριστιανοί και μάλιστα οι κατηχητές, εφόσον κατήχηση δεν είναι στην πραγματικότητα κάτι άλλο, παρά ομολογία του Χριστού και μετάγγιση της πίστης από την καρδιά των κατηχητών στις καρδιές των παιδιών «εν πάση μακροθυμία διδαχή» (2 Τιμ. 4, 2). Είναι το «διδάσκειν τα του Χριστού» και «παρακαλείν εν τη διδασκαλία τη υγιαινούση και τους αντιλέγοντας ελέγχειν» (Τίτ. 1, 9).
Ένα μονάχα να μην ξεχνούμε ποτέ, ότι, δηλαδή, δεν πρέπει οι κατηχητές να μοιάζουν με εκείνους που, κατά τον Απόστολο Παύλο, «Θεόν ομολογούσιν ειδέναι, τοις δε έργοις αρνούνται» (Τίτ. 1, 16), αλλά να ομολογούν τον Χριστόν «βίω τε και λόγω».
«Εν τοις έργοις Αυτόν ομολογώμεν, λέγει ο Άγιος Κλήμης Ρώμης, εν των αγαπάν εαυτούς... μηδέ καταλαλείν αλλήλων» (Β’ Κορ. 4ον). Την ομολογίαν δε αυτή πρέπει να έχουν, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, παντοτινά στο κεφάλι τους όλοι οι Χριστιανοί, εφόσον η πίστη τού Χριστού «στόματι ομολογείται εις σωτηρίαν» (Ρωμ. 10, 10).