Η υπουργός των Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη μεταβαίνει στις ΗΠΑ, όπου (και υπό την ιδιότητά της ως προέδρου του ΟΑΣΕ) θα έχει σειρά επαφών με την νέα αμερικανική διοίκηση, με κυριότερη εκείνη (την Τετάρτη) με την Αμερικανίδα ομόλογό της Χίλαρι Κλίντον, ενώ (φαίνεται πως) επιδιώκει ιδιαίτερη συνάντηση και με τον Αμερικανό αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν.
Η κ. Μπακογιάννη θα συζητήσει τα ζητήματα του ΟΑΣΕ, αλλά και θέματα αμοιβαίου ελληνοαμερικανικού ενδιαφέροντος, όπως η κατάσταση στη Μέση Ανατολή, τον Καύκασο και τα Βαλκάνια, φυσικά δε τις σχέσεις της Ελλάδος με την Τουρκία και το Κυπριακό.
«Μπορούμε να δώσουμε νέα ουσία, νέο βάθος και νέο εύρος στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις», δήλωσε σχετικώς ο εκπρόσωπος του Υπουργείου των Εξωτερικών Γ. Κουμουτσάκος, προσθέτοντας πως η αλλαγή της αμερικανικής ηγεσίας αποτελεί «μια αφετηρία ρεαλισμού και ελπίδας».
Ήδη, στο πολιτικό παρασκήνιο έχει αρχίσει να καλλιεργείται η προσδοκία πως με τη διοίκηση Ομπάμα τα ζητήματα που αφορούν στην ελλαδική εξωτερική πολιτική «θα πάνε καλύτερα», χωρίς, βεβαίως, αυτό να τονίζεται δημοσίως, ενώ, ήδη, η Αθήνα (και μάλιστα ο ίδιος ο Κώστας Καραμανλής) υποδέχθηκε «με ανοιχτές αγκάλες» δύο στενούς φίλους του προέδρου Ομπάμα, το γερουσιαστή του Ιλινόι Ρίτσαρντ Ντέρμπιν και τον υπουργό Οικονομικών της ίδιας πολιτείας Αλέξη Γιαννούλια.
Οι δύο Αμερικανοί αξιωματούχοι εμφανίστηκαν, από ελληνικής πλευράς, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ως απεσταλμένοι του Προέδρου Ομπάμα και το γεγονός αυτό θεωρήθηκε ότι ανοίγει μια νέα σελίδα στις σχέσεις Αθηνών – Ουάσιγκτον, αν και είναι γνωστό πως η εν λόγω επίσκεψη οργανώθηκε από δύο Κυπρίους ομογενείς προτού εκλεγεί ο Μπαράκ Ομπάμα και δεν αποτελεί πρωτοβουλία της αμερικανικής διοικήσεως.
Όμως, έχει τη σημασία της.
Κι αυτό γιατί ο Ρίτσαρντ Ντέρμπιν θεωρείται «πολιτικός πατέρας» του Μπαράκ Ομπάμα (αλλά και του Αλέξη Γιαννούλια) και άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του, θεωρείται δε βέβαιο πως θα ενημερώσει τον ίδιο τον Πρόεδρο, ή τους στενούς συμβούλους του, για τα αποτελέσματα της περιοδείας στο «τρίγωνο» Κύπρος – Ελλάδα- Τουρκία.
Συνεπώς και αφετηριακά θα πρέπει όχι μόνον να μην καλλιεργούνται υπέρμετρες προσδοκίες, αλλά να τίθενται τα πράγματα στις διαστάσεις που έχουν, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη πως η Χίλαρι Κλίντον, με την οποία θα συναντηθεί η κ. Μπακογιάννη, λέγεται πως θα έχει ως ουσιαστικό τομέα ευθύνης τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ασία, ενώ τον κύριο λόγο στα θέματα εξωτερικής πολιτικής φέρεται ότι θα έχει ο αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν, ο οποίος (στο παρελθόν) είχε πολύ καλές σχέσεις με το ελληνικό λόμπι στην Ουάσιγκτον.
Ένα δεύτερο ζήτημα που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι το ότι προτεραιότητα της αμερικανικής διοικήσεως είναι η οικονομία και σε δεύτερη μοίρα θα έλθουν περιφερειακά ζητήματα (άρα και οι σχέσεις Ελλάδος – Τουρκίας και το Κυπριακό) ο δε Πρόεδρος Ομπάμα φαίνεται να εγκαταλείπει την πολιτική των μονομερών αποφάσεων και επεμβάσεων που είχαν επιβάλει οι νεοσυντηρητικοί του Τζορτζ Μπους και προσανατολίζεται στην ανάπτυξη της συνεργασίας με τους συμμάχους των ΗΠΑ.
Επίσης, θα πρέπει να επισημάνουμε πως η κ. Ντόρα Μπακογιάννη και η οικογένεια Μητσοτάκη είχαν προσωπικούς δεσμούς με την οικογένεια Μπους, αν και αυτός ο σύνδεσμος ουδέν αποτέλεσμα επέφερε στα εθνικά μας θέματα.
Από την άλλη πλευρά, ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής δεν ενδιαφέρθηκε να καλλιεργήσει «μια κάποια σχέση» με τον Αμερικανό τέως Πρόεδρο, τον οποίο, αντιθέτως, ενόχλησε τα μέγιστα, αφενός μεν με το βέτο που ήγειρε στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, αφετέρου δε (και κυρίως) με το άνοιγμά του στο Κρεμλίνο του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Ο Κώστας Καραμανλής φαίνεται πως τώρα επιδιώκει μια καλύτερη σχέση με τον Πρόεδρο Ομπάμα και προς τούτο θα ήθελε να επισκεφθεί συντόμως το Λευκό Οίκο.
Εν προκειμένω τίθεται ένα ερώτημα:
Θα θελήσει ο Κ. Καραμανλής να «περιορίσει» το ρωσικό του άνοιγμα και να επαναφέρει την Αθήνα στην αμερικανική γραμμή;
Πολλοί αναλυτές δεν το αποκλείουν, με δεδομένη μάλιστα τη θερμότητα που επέδειξε στις επαφές που είχε με τον Πρόεδρο του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίεφ και με δεδομένο ότι οι Αμερικανοί προκρίνουν τις αζέρικες (έναντι των ρωσικών) πηγές ενέργειες.
Εξάλλου, επέλεξε να συναντήσει αυτοπροσώπως τους δύο Αμερικανούς αξιωματούχους κ. Ντέρμπιν και Γιαννούλια, αφήνοντας μάλιστα μέσα στη συνάντηση και τις τηλεοπτικές κάμερες και ακούστηκε να λέει ότι προσβλέπει σε μια στενή συνεργασία με τον Πρόεδρο Ομπάμα, «τόσο για τη σύσφιγξη των διμερών σχέσεων, οι οποίες είναι σε εξαίρετη βάση, όσο και προς όλα τα ζητήματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος και τα διεθνή θέματα και τα θέματα της περιοχής».
«Το καλωσόρισμά μου αυτό αποτελεί μια πολύ ειλικρινή και ουσιαστική δέσμευση και δεν έχει απλώς συμβολικό χαρακτήρα», έσπευσε να προσθέσει.
Ορισμένοι αναλυτές λένε πως η διαχείριση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων έχει σχέση και με την αθέατη, αλλά υπαρκτή, κόντρα «καραμανλικών» και «μητσοτακικών» και ως εκ τούτου ο Κ. Καραμανλής φέρεται να έχει την πρόθεση να βάλει προσωπική σφραγίδα σε μια (νέα) στροφή στις σχέσεις Αθηνών – Ουάσιγκτον.
Το δε γεγονός ότι οι κ. Ντέρμπιν και Γιαννούλιας έγιναν ασμένως δεκτοί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, σημαίνει πως ο Κώστας Καραμανλής θα πάρει πάνω του τις όποιες κινήσεις προς τη διοίκηση Ομπάμα, καλλιεργώντας σχέση και απευθείας επικοινωνία, προς αποφυγήν, προφανώς, παρεξηγήσεων και δυσάρεστων εκπλήξεων.
Πέραν της επισκέψεως της Ντόρας Μπακογιάννη στις ΗΠΑ (και ίσως αυτής του Κώστα Καραμανλή στο Λευκό Οίκο, ενδεχομένως στις 25 Μαρτίου) έχει προγραμματιστεί εκδήλωση στην Ουάσιγκτον (28 - 29 Απριλίου) με πρωτοβουλία του υπουργού Εθνικής Αμύνης Βαγγέλη Μεϊμαράκη και του «Ιδρύματος Κωνσταντίνος Καραμανλής».
«Παρά τη φαινομενικά αρμονική σχέση του πρωθυπουργού κ. Κ. Καραμανλή με την υπουργό των Εξωτερικών, κ. Ντόρα Μπακογιάννη, αρκετά κυβερνητικά στελέχη αναγνωρίζουν, σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες τους, υφέρποντα ανταγωνισμό και ανομολόγητη δυσπιστία στα θέματα που άπτονται των διεθνών σχέσεων», έγραψε ο «Ελεύθερος Τύπος».
Αν ισχύει αυτό τότε σημαίνει ότι η διαχείριση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και των θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής, ίσως να έχει την αντανάκλασή της και στα ζητήματα της εσωτερικής πολιτικής.