«Άστον τον τρελό στην τρέλα του και μην τον συνεφέρνεις, τι κρύβει μέσα το μυαλό ενός τρελού δεν ξέρεις», λέει το σοφό λαϊκό άσμα. Και βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που το βλέπουμε να εφαρμόζεται στην πράξη. Είναι όμως η πρώτη φορά που αποδεικνύεται μέσα από ένα θλιβερό και επικίνδυνο περιστατικό, ότι οι... «τρελοί» ή έστω οι ψυχικά διαταραγμένοι, μπορούν να οπλοφορούν και μάλιστα με την... ευλογία του κράτους και κατ’ εντολήν. Διότι, όταν ένας αστυνομικός που φέρει όπλο είναι ψυχικά διαταραγμένος, είναι επικίνδυνος ανά πάσα στιγμή. Και προφανώς προχθές ήρθε αυτή η στιγμή που... απασφάλισε και πυροβόλησε εναντίον ενός αθώου ανθρώπου και «συναδέλφου του», ούτε λίγο ούτε πολύ με τα γνωστά αποτελέσματα. Δηλαδή να αναρωτιέται κανείς, και δικαιολογημένα, και για ακόμη μια φορά «ποιος θα μας φυλάει από τους... φύλακες;».
Βέβαια, το θέμα της Ελληνικής Αστυνομίας και γενικά το ερώτημα «τι Αστυνομία θέλουμε, τέλος πάντων, εμείς σ’ αυτή τη χώρα» είναι ευρύτερο και παραμένει επί χρόνια χαρακτηριστικά αναπάντητο. Όμως, αν σε άλλες περιπτώσεις και για άλλες καταστάσεις μπορεί να βρει κανείς χίλιες - δυο δικαιολογίες, για τη συγκεκριμένη περίπτωση, απλά, δικαιολογία δεν υπάρχει. Δεν χρειάζεται κανείς να είναι ούτε «ειδικός», ούτε γνώστης, ούτε τίποτα. Κοινός, κοινότατος νους χρειάζεται. Όταν ένας άνθρωπος κάνει μια δουλειά που του επιτρέπεται η χρήση όπλου και φέρει όπλο, τι πιο προφανές; Ότι πρέπει να υποβάλλεται τακτικά σε ψυχολογική αξιολόγηση, προκειμένου να διαπιστώνεται αν, πέρα από τα φυσικά, έχει και τα ψυχικά προσόντα να οπλοφορεί. Είναι απλή και κοινή λογική. Απλή και κοινή πρακτική, η οποία απανταχού εφαρμόζεται - ή τουλάχιστον προβλέπεται ότι πρέπει να εφαρμόζεται - για να αποφεύγονται ακριβώς ολέθρια αποτελέσματα. Τα οποία είναι πρωτίστως ολέθρια διότι «απειλούν» τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα ενός ή περισσότερων ανθρώπων, και αφετέρου γιατί για μία ακόμη φορά εκτιθέμεθα διεθνώς με το περιστατικό αυτό. Και φανταστείτε, λέει τώρα, γιατί τον είχαν το δυστυχή (γιατί ο ίδιος «δυστυχής» είναι και δεν φέρει ευθύνη γι’ αυτό που έκανε, αφού δεν είχε συναίσθηση), να φυλάει και το σπίτι τού πρέσβη των Ηνωμένων Πολιτειών... Φανταστείτε λοιπόν να του την έδινε και την άναβε στον Πρέσβη! Να τρέχουμε και να μη φτάνουμε και από διπλωματικής πλευράς. Αυτή δεν είναι απλά «αμέλεια» εκ μέρους των ανωτέρων του, αλλά πλήρης ανευθυνότητα, για την οποία πρέπει να αναζητηθούν ευθύνες. Οξύμωρο ε; Να αναζητάμε τους υπευθύνους που φέρνουν την ευθύνη της... ανευθυνότητας!
Από κει και πέρα, βέβαια, με αφορμή και άλλα γεγονότα κατά το πρόσφατο και απώτερο παρελθόν, το ακανθώδες ερώτημα παραμένει για την ελληνική πολιτεία, αλλά και για τους Έλληνες πολίτες, τι Αστυνομία θέλουμε επιτέλους; Γιατί κάποτε πρέπει να απαλλαγούμε από τα διάφορα μεταδικτατορικά μας σύνδρομα, τα οποία κάνουν την τρίχα τριχιά, και να συμπεριφερθούμε αναλόγως, όπως συμπεριφέρονται και στις λοιπές κοινωνίες, που δεν έχουν τέτοιου είδους κατάλοιπα. Δεν μπορεί από τη μια να διαμαρτυρόμαστε όταν η Αστυνομία κάνει αυτό που καλείται εκ του ρόλου της να κάνει, και από την άλλη να διαμαρτυρόμαστε ότι δεν το κάνει (γιατί εγκλωβίζεται στην κοινωνική κατακραυγή) και να δηλώνουμε ανασφαλείς.
Και εδώ περί ισορροπιών πρόκειται. Θέλουμε ασφάλεια; Αν θέλουμε πρέπει να αποφασίσουμε ότι αυτός δεν είναι ένας όμορφος κόσμος αγγελικά πλασμένος και η διατήρηση της ασφάλειας δεν επιτυγχάνεται με άνθη και φιλοφρονήσεις. Και από την άλλη, η ίδια η Πολιτεία πρέπει να προχωρήσει στην εξυγίανση, τον εκσυγχρονισμό και την κατάλληλη υποστήριξη της Αστυνομίας, ώστε και ο αστυνομικός που κάνει τη δουλειά του να μην αισθάνεται ως... απόβλητος της κοινωνίας, αλλά και η κοινωνία να μην αισθάνεται ως... απόβλητη της Αστυνομίας, όταν τα όρια ξεπερνιούνται και η κατάχρηση εξουσίας μπαίνει σε χρήση.
Με δυο λόγια να ωριμάσουμε πρέπει. Να οργανωθούμε πρέπει. Να ισορροπήσουμε, κι αν πρέπει!
Εν προκειμένω δε, η... «ισορροπία» του εν λόγω αστυνομικού ή μάλλον η ανισορροπία του, να αποτελέσει τουλάχιστον την αφορμή για τη διατήρηση στοιχειωδών κανόνων. Στοι-χει-ω-δών!