Όχι, δεν θα αναλύσω, ούτε θα παραφράσω τις θέσεις του Β.Ι.Λένιν. Δανείζομαι τον τίτλο του γνωστού έργου του για να χαρακτηρίσω την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στα κόμματα εξουσίας, καθώς λίγες μέρες μετά τις εκλογές, εμφανίζονται να αμφιταλαντεύονται στους στόχους, τις προτεραιότητες και τις επιδιώξεις τους.
Για το κόμμα που κυβερνάει σήμερα η αδυναμία χάραξης μιας φιλολαϊκής πορείας, σύμφωνης με τις προεκλογικές επαγγελίες και τις ελπίδες που καλλιέργησε στον κόσμο, είναι πλέον εμφανής. Λίγο ακόμα και η νέα κυβέρνηση θα χαρακτηριστεί ως κυβέρνηση των απολύσεων και των φόρων.
Αναγνωρίζει βέβαια τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και προσπαθεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, αλλά οι λύσεις που φαίνεται να προωθεί είναι σε βάρος όλων εκείνων των λαϊκών στρωμάτων που στήριξαν σ’ αυτήν τις τελευταίες ελπίδες τους. Η κοινοτική ομηρία στην οποία βρίσκεται η χώρα μας την αναγκάζει να αρνείται να προσδιορίσει και να κατανοήσει τα προβλήματα που απασχολούν τις λαϊκές τάξεις του τόπου, αλλά και να χαράξει με σαφήνεια τις προτεραιότητες. Διστάζει να αποδεχτεί τη δεινή κατάσταση του κόσμου της εργασίας, των απομάχων της δουλειάς και των ανέργων. Αποτέλεσμα είναι να προωθεί κάθε μέρα μέτρα που πλήττουν ανεπανόρθωτα πλέον τους πολίτες, χωρίς ουσιαστικά να θίγουν τους έχοντες και κατέχοντες.
Το πρόβλημά της είναι ότι δεν έχει καταλήξει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Γι ‘αυτό το ένα μέτρο αντιστρατεύεται το άλλο και όλη γενικά η πολιτική της να μη δίνει στίγμα, να μην έχει κατεύθυνση. Υποτίθεται ότι είναι προοδευτική κυβέρνηση αλλαγών και μεταρρυθμίσεων (η λέξη κάτι μας θυμίζει δυστυχώς…) αλλά δείχνει ότι μάλλον παλινδρομεί ανάμεσα σε γλίσχρες παροχές και στην εφαρμογή μιας σκληρής λιτότητας στην οποία ο λαός μας έχει δοκιμαστεί για πολλά χρόνια.
Δύσκολο να προσδιορίσει κανείς αν πάμε μπροστά ή αν γυρίζουμε πίσω εφαρμόζοντας τις ίδιες παλιές και αποτυχημένες συνταγές αλλά με ανανεωτικό μανδύα. Εκεί που νιώθεις ότι προσπαθεί ν ‘αλλάξει τα πάντα προς το καλύτερο, τελικά διαπιστώνεις ότι έρχεται το χειρότερο… Προς το παρόν, ούτε το ένα πράττει, ούτε το άλλο αφήνει.
Θα πει κανείς ότι είναι νωρίς ακόμα για να κρίνουμε τα πράγματα. Σωστά, αλλά κάτι μου λέει ότι το αδιέξοδο είναι εδώ και η εντύπωση που δίνει η όλη πολιτική της νέας κυβέρνησης είναι πως όλα θα αρχίσουν σε λίγο να αναβάλλονται για το αύριο, ελπίζοντας ότι ο χρόνος θα δώσει λύσεις. Εκτός κι αν η τακτική της είναι να παρθούν τώρα που είναι αρχή όλα τα αντιλαϊκά μέτρα ώστε να υπάρξει χρόνος να γίνουν διορθωτικές κινήσεις αργότερα, όταν θα έρθει η ώρα τις κάλπης και πάλι. Αλλά η τακτική «ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω» δεν οδηγεί πουθενά. Τα προβλήματα θα συσσωρεύονται και θα γίνονται πιο εκρηκτικά.
Κι αν αυτά συμβαίνουν στη «σοσιαλιστική πλευρά» χειρότερα ακόμα είναι τα πράγματα στη Δεξιά και στην κυριότερη παράταξη που την εκπροσωπεί. Είναι μέρες τώρα που παρακολουθούμε μια άγρια αντιπαράθεση (κατ’ άλλους καβγάς) για την αρχηγία στη Νέα Δημοκρατία. Ο αγώνας επικράτησης είναι ανηλεής με πολλά «μαχαιρώματα», ακόμα και πισώπλατα, χωρίς οίκτο, τη στιγμή που όλοι κόπτονται για την ενότητα.
Θα πει κανείς, στην Αριστερά τα πράγματα είναι καλύτερα; Αλλά το να ψάχνεται μια κατακερματισμένη Αριστερά που δεν είναι και κόμμα εξουσίας, αλλά και με συρρικνωμένα έως καθηλωμένα τα ποσοστά της, όπως έδειξαν οι πρόσφατες εκλογές, είναι και λογικό και κατανοητό. Αυτό που δεν φαίνεται και τόσο φυσικό είναι να ψάχνεται και η Δεξιά, αν και φέρει το βάρος της συντριπτικής οκτωβριανής ήττας της.
Στην πραγματικότητα όμως καθόλου δεν ψάχνεται. Δεν έχει λόγο να ψάχνεται, για να προσδιορίσει την ιδεολογία της και την πολιτική συμπεριφορά της. Γιατί η Δεξιά πλεονεκτεί σαφώς έναντι της Αριστεράς από ιδεολογική άποψη. Για τον απλό λόγο πως δεν έχει ιδεολογία, για να την μπερδεύει, άλλη πέραν αυτής που σχετίζεται με το πορτοφόλι. Η Δεξιά δεν σχεδιάζει το μέλλον, διαχειρίζεται το παρόν, φυσικά προς το συμφέρον της. Ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κ.λπ. Κι αυτοί που θάρθουν μετά από μας, ό,τι φαν κι ό,τι πιουν κι αυτοί, φυσικά, αν βρουν να φαν και να πιουν. Η δεξιά θεωρεί τη φτώχεια φυσική κατάσταση εκ θεού εκπορευόμενη και τον πλούτο σαν αμοιβή, εκ θεού εκπορευόμενο επίσης. Οι καβγάδες και οι αντιπαραθέσεις τους πηγάζουν από τον πόθο για τη μεγάλη καρέκλα της αρχηγίας σήμερα και της εξουσίας αύριο κι όχι για την αναζήτηση ιδεολογικής ταυτότητας. Έχουν την αφετηρία τους στην κατοχυρωμένη από την ιστορική πείρα βεβαιότητα πως η κατοχή της εξουσίας, εφόσον δεν αποσκοπεί σε ριζικές διαρθρωτικές αλλαγές, όσον αφορά στους τρόπους οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας, αποβλέπει σταθερά στα οικονομικά πλεονεκτήματα που αυτή – η εξουσία – προσφέρει σε επιμέρους κοινωνικές ομάδες.
Έτσι που έχουν τα πράγματα σήμερα οι καβγάδες εντός της Νέας Δημοκρατίας και στα πέριξ αυτής, κάθε άλλο παρά δυσεξήγητοι είναι. Παρόλο που ολόκληρη η Δεξιά δεν αποσκοπεί σε ριζικές διαρθρωτικές αλλαγές (το είδαμε στην περίοδο της διακυβέρνησης Καραμανλή) και ανατροπές, αλλά συντηρεί τις υπάρχουσες δομές (αυτό είναι ο συντηρητισμός) είναι φυσικό κάποιες ομάδες να κλωτσούν για να βγάλουν απ’ το δρόμο προς την εξουσία άλλες ομάδες, λίγο ως πολύ όμοιες. Σε τελική ανάλυση η νομή της εξουσίας είναι νομή της οικονομίας.
Ο αγώνας επικράτησης αυτών των δύο ομάδων στη Ν.Δ. ξέρουμε λίγο ως πολύ ότι μπορεί να καταλήξει κάποια στιγμή στη διάσπαση. Εκείνο που δεν είναι προβλέψιμο ακόμα είναι πώς θα εξελιχθεί η υποβόσκουσα αντίθεση που διαφαίνεται μεταξύ του βαθέως ΠΑΣΟΚ και του… επιφανειακού. Ένα βήμα μπροστά, δυο βήματα πίσω δεν πιστεύω ότι θα ισορροπήσουν την κατάσταση, γιατί μέτρα όπως η «αναδιανομή του πλούτου» - τι αστείο είναι πάλι αυτό – με το επίδομα αλληλεγγύης των 30 ευρώ το μήνα και τις χιλιάδες απολύσεις, με παράλληλη λαίλαπα φόρων, μάλλον δεν συμβιβάζονται.