ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ:
Μετά την επανάσταση στη Θεσσαλία και την Ήπειρο του 1878 και το συνέδριο του Βερολίνου, που επακολούθησε δύο έτη αργότερα, έμεινε σε εκκρεμότητα από πλευράς ελληνικών συμφερόντων το θέμα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Για τις ελληνικές θέσεις η καταλληλότερη οροθέτηση των συνόρων προκρίνονταν η πρόταση που είχε υποβάλλει το 1828 ο Καποδίστριας, δηλαδή θα έπρεπε να περιέλθουν στην Ελλάδα, εκτός της Θεσσαλίας και περιοχές που να καλύπτουν την Άρτα, τα Γιάννινα, την Πρέβεζα, το Μέτσοβο αλλά και να συμπεριλαμβάνει περιοχές ακόμα και της Βορείας Ηπείρου (Δέλβινο). Μάλιστα ο Κουμουνδούρος ζήτησε την εξουσιοδότηση των μεγάλων Δυνάμεων για να καταλάβει αυτές τις περιοχές. Οι αντιπρόσωποι όμως των Δυνάμεων και κυρίως οι Άγγλοι δεν δέχτηκαν την πρόταση αυτή. Αντ' αυτού πρότειναν στην Ελλάδα να ξεκινήσει απ' ευθείας διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, που προβλέπονταν από το άρθρο 24 της συνθήκης του Συνεδρίου του Βερολίνου, για τον καθορισμό των νέων συνόρων. Πράγματι ο Κουμουνδούρος, χωρίς χρονοτριβή έδωσε διακοίνωση στην Τουρκία με την οποία την καλούσε να ορίσει δύο επιτετραμμένους για τη χάραξη της νέας οριογραμμής, ενώ συγχρόνως φρόντισε να ενισχύσει με νέο ανθρώπινο δυναμικό τις ένοπλες δυνάμεις, που είχαν φτάσει την εποχή εκείνη στον αριθμό των 30.000 ανδρών.
Η ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΠΡΕΒΕΖΑΣ: Στη διάρκεια του δευτέρου εξαμήνου μόνο η Γαλλία πίεζε την Πύλη για να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα. Εν τέλει οι απευθείας συνομιλίες άρχισαν στην Πρέβεζα στις 25/1/1879. Από ελληνικής πλευράς οι διαπραγματευτές ήταν ο Αλ. Σούτσος, ο Γ. Ζηνόπουλος και ο ταγματάρχης Πάνος Κολοκοτρώνης. Η τουρκική πλευρά δέχτηκε να συζητήσει την παραχώρηση ορισμένων περιοχών της Θεσσαλίας, όχι όμως και της Ηπείρου, διότι όπως ισχυρίστηκαν οι αντιπρόσωποί της, αυτά ήταν εδάφη της Αλβανίας! Συγχρόνως τις μέρες αυτές η Πρέβεζα είχε κατακλυστεί από Αλβανούς οι οποίοι αξίωναν την ένωση της Ηπείρου με το αλβανικό κράτος, τη δημιουργία του οποίου ανέμεναν. Εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε τις συνθήκες ψυχολογικής πίεσης που υπήρξαν για τους Έλληνες αντιπροσώπους. Η γραμμή που πρότειναν οι Τούρκοι άρχιζε ανάμεσα από τον Αλμυρό και το Βόλο, περνούσε βορείως του Δομοκού, διέσχιζε τη μέση των επαρχιών Φαρσάλων και Καρδίτσας και κατέληγε στην κοίτη του Αχελώου. Κατ' αυτόν τον τρόπο οι Τούρκοι παραχωρούσαν το ένα τρίτο της Θεσσαλίας και ούτε σπιθαμή ηπειρωτικού εδάφους. Οι Έλληνες μη βρίσκοντας λογική την πρόταση της Πύλης προσέφυγαν στην επιδιαιτησία των Μεγάλων Δυνάμεων που προβλεπόταν και από το άρθρο 24.
ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΖΥΜΩΣΕΙΣ: Από το Μάρτιο του 1879 ως τον Αύγουστο του ίδιου έτους το ελληνικό ζήτημα απασχολούσε πλέον έντονα τις μεγάλες Δυνάμεις. Παρά τις μεσολαβητικές προσπάθειες Άγγλων και Γάλλων το θέμα δεν προχώρησε. Έτσι οι Δυνάμεις πρότειναν εκ νέου διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας τη φορά αυτή στην Κων/λη. Σ' όλο αυτό το διάστημα η ελληνική κυβέρνηση προσπαθούσε να επηρεάσει όσες γινόταν περισσότερες από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Και ενώ η στάση των μεγάλων δυνάμεων ήταν λίγο πολύ ουδέτερη, ένας απρόσμενος σύμμαχος της Ελλάδας εμφανίστηκε. Αυτός ήταν ο Γερμανός αυτοκράτορας Γουλιέλμος Α΄. Αντίθετα, ένας νέος αντίπαλος στις ελληνικές επιδιώξεις γίνεται για πρώτη φορά η Ιταλία. Η τελευταία πήρε το μέρος των Αλβανών που απαιτούσαν από τη διεθνή κοινότητα να μην δοθούν εδάφη που κατοικούνταν από Αλβανούς ούτε στη Ελλάδα ούτε στο Μαυροβούνιο. Η Αγγλία, βρίσκοντας αφορμή τις αιτιάσεις των Αλβανών και της Ιταλίας παρεμπόδιζε τη λήψη θετικών αποφάσεων υπέρ της Ελλάδας. Στο μεταξύ μέρα με τη μέρα Τούρκοι και Έλληνες επάνδρωναν με όλο και περισσότερους ενόπλους τα σύνορά τους.
Η ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ: Μέσα σε ένα κλίμα γενικότερης έντασης ξεκίνησαν στην Πόλη οι πρώτες συναντήσεις των δύο μερών, στις 10(22)/8 του 1879. Τα τρία μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο πρέσβης Κουντουριώτης, ο Βράιλας-Αρμένης και ο Π. Κολοκοτρώνης. Ακολούθησαν ατέρμονες συζητήσεις επί συζητήσεων για διαδικαστικά θέματα. Η ελληνική πλευρά μετά από τα διαδικαστικά παρουσίασε τις απαιτήσεις της. Σ' αυτές συμπεριλαμβάνονταν η Θεσσαλία, με ολόκληρο τον Όλυμπο, και η Ήπειρος με τα Γιάννινα και το Μέτσοβο, καθώς και η επαρχία Δελβίνου της Β. Ηπείρου. Οι Τούρκοι, όπως αναμενόταν, απέρριψαν ασυζητητί τις ελληνικές αξιώσεις. Ο Waddington, εκ μέρους της Γαλλίας, πρότεινε τότε στα δύο μέρη, την παραχώρηση από την πλευρά της Τουρκίας της Θεσσαλίας, μέχρι όμως το ύψος των νοτίων παρυφών του Ολύμπου, καθώς και μόνον την περιοχή της Άρτας, από την Ήπειρο. Ο Salisbury, από την αγγλική πλευρά, πρότεινε να συσταθεί μια διεθνής επιτροπή η οποία θα αναλάμβανε να χαράξει τα νέα σύνορα, αλλά αυτή δεν θα περιοριζόταν μόνο στην επέκταση του ελληνικού κράτους προς βορράν. Η ελληνική κυβέρνηση δεν έδειξε ικανοποιημένη από αυτήν την εξέλιξη, αλλά επειδή η πρόταση υιοθετήθηκε από όλες τις Δυνάμεις, αναγκάστηκε να την αποδεχτεί.
ΝΕΑ ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΚΩΝ/ΛΗ: Η διάσκεψη αυτή άρχισε στην Πόλη το Μάρτιο του 1881. Οι θέσεις των μεγάλων δυνάμεων είχαν αλλάξει όμως αρκετά. Τη θετικότερη άποψη για τα ελληνικά συμφέροντα είχε πια η Αγγλία και η Γερμανία. Το σχέδιο μάλιστα που κατέθεσαν από κοινού οι αντιπρόσωποι των δύο αυτών χωρών μεριμνούσε για την απόδοση στην Ελλάδα της Κρήτης αντί της Ηπείρου. Όμως η άποψη αυτή απορρίφθηκε από τις υπόλοιπες μεγάλες Δυνάμεις. Η Διάσκεψη πήρε άλλη τροπή όταν η Τουρκία έκανε για πρώτη φορά λόγο για εκχώρηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, τοποθετώντας μάλιστα τη μεθόριο 4 χιλιόμετρα νοτίως του Πλαταμώνα. Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή αναγκαστικά από την Ελλάδα, παρ' όλο που παραλείπονταν η απόδοση της Ηπείρου, πλην Άρτας, και ανακούφισε τις Μεγάλες Δυνάμεις. Έτσι στις 26/3 (7/4) η Ελλάδα δέχτηκε το τελεσίγραφο των Μ. Δυνάμεων που απαιτούσαν απ΄ αυτήν να συμφωνήσει, διότι σε αντίθετη περίπτωση το μέλλον των αλύτρωτων ελληνικών εδαφών θα ήταν αβέβαιο, ενώ η ελληνική κυβέρνηση θα απομονωνόταν διεθνώς. Η εσωτερική κατάσταση παρουσιαζόταν τις παραμονές της αποδοχής του σχεδίου σχεδόν εμφυλιοπολεμική. Η αντιπολίτευση κατηγορούσε τον Κουμουνδούρο για ολιγωρία και απαιτούσε εισβολή στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Ο πρωθυπουργός όμως και ο Γεώργιος, βλέποντας τη σταθερή θέση των μεγάλων Δυνάμεων και σταθμίζοντας την πληροφορία ότι σε περίπτωση κήρυξης ελληνοτουρκικού πολέμου η Βουλγαρία θα ενσωμάτωνε την ήδη αυτόνομη Ανατ. Ρωμυλία, που κατοικούνταν σε ποσοστό περίπου 40% από Έλληνες, αποφάσισαν να δεχθούν την προτεινόμενη λύση. Ο Κουμουνδούρος πριν υπογράψει ζήτησε από τις εγγυήτριες δυνάμεις να εξασφαλίσουν την προστασία του ελληνικού πληθυσμού της Ηπείρου από πιθανές διώξεις αντεκδίκησης εκ μέρους των Τούρκων, πράγμα που το εξασφάλισε.
Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ: Στις 24/5 οι μεγάλες Δυνάμεις απέσπασαν την υπογραφή της Τουρκίας στο κείμενο της Συνθήκης παραχώρησης των νέων εδαφών στην Ελλάδα, ενώ στις 20/6 (ή 2/7 με το νέο ημερολ.) υπέγραψαν στην Κων/λη το τελικό κείμενο ο επιτετραμμένος πρέσβης της Ελλάδας Ανδρέας Κουντουριώτης, από ελληνικής πλευράς και από την τουρκική πλευρά ο πρωθυπουργός Μαχμούτ Σερβέρ πασάς. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης η νέα οριογραμμή ξεκινούσε από την ακτή 4 χιλιόμετρα νοτίως του Πλαταμώνα (Κουλούρα-Παλαιόπυργος) και ακολουθούσε την κορυφογραμμή του Κάτω Ολύμπου (Ανάληψη, Πρ. Ηλίας, κ.α.), μέχρι την κορυφή Γκονταμάν, βορείως της Ροδιάς μέχρι τα στενά της Μελούνας, ορίζοντας τον Τύρναβο και τα χωριά του στην ελληνική επικράτεια. Στη συνέχεια η συνοριακή γραμμή κατέβαινε Νότια-Νοτιοδυτικά, αφαιρώντας την Ελασσόνα, ενώ στο νοτιότερο σημείο της η γραμμή συναντούσε τα υψώματα του Ζάρκου και του Γριζάνου και συνέχιζε με δυτική κατεύθυνση ως τη κορυφή της Κράτζοβας, συμπεριλαμβάνοντας σχεδόν καθ' ολοκληρία το σημερινό Νομό Τρικάλων. Από εκεί στρεφόταν προς Νότον, περνώντας από την κορυφογραμμή του όρους Περιστέρι (Λάκμος) και, αφήνοντας το Μέτσοβο εντός της Τουρκίας, συναντούσε τα χωριά Καλαρρύτες και Μιχαλίτσι και στη συνέχεια, ακολουθώντας τον ρου του Άραχθου, έφτανε ως τις εκβολές του, καλύπτοντας το μεγαλύτερο τμήμα του σημερινού Νομού Άρτας. Σύμφωνα με όρο της συνθήκης ο Αμβρακικός δε θα μπορούσε να μένει οχυρωμένος από τους Οθωμανούς, εξασφαλίζοντας έτσι τη ναυσιπλοΐα στην περιοχή.
ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΒEΡΝΗΣΗ: Σε αντάλλαγμα για τις παραχωρήσεις αυτές η Ελλάδα αναλάμβανε την υποχρέωση να προστατέψει το μουσουλμανικό πληθυσμό των νέων εδαφών, διασφαλίζοντας το δικαίωμα γι' αυτούς της αυτονομίας και της ελευθερίας οργάνωσης αυτοδιοικητικών θεσμών. Τα τοπικά ισλαμικά δικαστήρια θα διατηρούνταν, αλλά οι καδήδες θα είχαν το δικαίωμα να ασχολούνται μόνο με θρησκευτικής φύσης υποθέσεις.
Το πιο σημαντικό όμως εδάφιο της συμφωνίας, που θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα, κυρίως στις αρχές του 20ου αιώνα, για τον αγροτικό πληθυσμό της Θεσσαλίας, ήταν το θέμα των τσιφλικιών. Με το άρθρο 4 αναγνωρίζονταν οι οθωμανικοί τίτλοι ιδιοκτησίας και κατοχυρώνονταν όλα τα δικαιώματα των Οθωμανών ιδιοκτητών ή και των Χριστιανών αγοραστών των τσιφλικιών του θεσσαλικού κάμπου, αλλά και άλλων χορτολιβαδικών ή δασικών εκτάσεων. Με το άρθρο 5 μάλιστα της Συνθήκης ο Σουλτάνος, που παρέμενε ο μεγαλύτερος προσοδούχος των αγροτικών γαιών στην περιοχή είχε το δικαίωμα να διαθέτει αυτές ή τα έσοδά του απ' αυτές όπου ήθελε, κυρίως στο σουλτανικό θησαυροφυλάκιο. Το χειρότερο όμως ήταν το 6ο άρθρο. Σύμφωνα μ' αυτό απαγορευόταν στην ελληνική κυβέρνηση να απαλλοτριώσει τα μεγάλα αυτά τιμάρια. Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να το επιτύχει, ήταν ένας γενικός νόμος που θα έπρεπε να καλύπτει όλη την ελληνική επικράτεια. Με άλλες διατάξεις της συμφωνίας έπρεπε η ελληνική κυβέρνηση να λύσει το θέμα της ληστείας, να καλύψει ένα μέρος του, τεράστιου, χρέους της Οθωμ. Αυτοκρατορίας και να χορηγήσει γενική αμνηστία. Η κατάληψη των νέων εδαφών άρχισε την 23η Ιουνίου (5/7) με την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πρώτη απελευθερωμένη πόλη που ήταν η Άρτα. Την 9η Αυγούστου απελευθερώθηκε ο Δομοκός, την 10η του ίδιου μήνα ο Αλμυρός, για να ακολουθήσουν τον ίδιο μήνα οι απελευθερώσεις κατά σειρά των Φαρσάλων (15), της Καρδίτσας (18), των Τρικάλων (23) και της Λάρισας (31/8). τελευταία πόλη που παραδόθηκε στον ελληνικό στρατό ήταν ο Βόλος (21/10).
Με την προσάρτηση των νέων περιοχών η Ελλάδα αποκτούσε ακόμα 13.395 τετ. χλμ., αυξάνοντας την έκτασή της στα 63.406 τ. χλμ. Και στον πληθυσμό της προστίθενται 300.000 νέοι κάτοικοι, εμφανίζοντας στο τέλος της ίδιας δεκαετίας συνολικό ελληνικό πληθυσμό 2.187.208 κατοίκων.
* Ο Κων/νος Α. Οικονόμου είναι δάσκαλος – συγγραφέας