Την περασμένη Κυριακή, θέλοντας να «αναδιαρθρώσω» το αρχείο μου και να «αναδιατάξω» τη βιβλιοθήκη μου, έτσι ώστε να διευκολυνθεί μια «επιμήκυνση» της συνεργασίας με την «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», πήρα άδεια «από τη σημαία», ενημερώνοντας φυσικά τον αρμόδιο. Στη θέση των «Αντιθέσεων» εισπήδησε το κείμενο ενός... εισοδιστή. Ο Κώστας Τσαντίλης, με κείμενό του, αναρωτιόταν αν «Αυτοί που μας οδήγησαν στην κατάρρευση μπορούν να μας σώσουν;». Αυτό κι αν ήταν χαρά μου, για αυτό το αντάμωμα, έστω δια του Τύπου...Το κείμενο είναι διαθέσιμο, εύκολα, στο site της εφημερίδας.
Το σημερινό σημείωμα αποκτά μια προσωπική χροιά, γι’ αυτό κάποιες διευκρινίσεις είναι απαραίτητες. Τον Κώστα, λοιπόν, τον γνωρίζω εδώ και μισόν αιώνα... Για την ακρίβεια, εδώ και 49 χρόνια. Σ’ αυτά τα χρόνια μαρτυρώ ότι επιβαρύνεται με ένα πρόσθετο προσωπικό φορτίο: τον δαιμονίζει το ήθος του, παραμένει συνεπής σε μια ανιδιοτελή πορεία, αντέχει την οδυνηρή (όσο και πλούσια...) εξελικτική... ωρίμανσή του, κυρίως όμως προστατεύει την ελευθεροφροσύνη του, τη στραμμένη στην κοινωνική και πολιτική περιπέτεια του τόπου (μας) του. Διαθέτει μνήμη ελέφαντα, χαρισματική. Μπορεί, με ευχέρεια, να σου μιλήσει για τα γκολ του Πούσκας, για την ποίηση του Μαγιακόφσκι, αλλά και για το πότε και πώς αποφασίστηκαν τα έργα αποχέτευσης της Λάρισας...
Το κείμενό του είναι μια κραυγή, εκ βαθέων, ενός πολίτη που έζησε βιωματικά την «Αγορά» της πόλης και καταξιώθηκε γι’ αυτό. Δεν είναι τυχαίο, ούτε ευκαιριακό. Επισύρει την προσοχή για δύο λόγους: Πρώτον, το χαρακτηρίζει αυτοσυγκράτηση. Ελέγχεται η χειμαρρώδης, η πληθωρική ευχέρεια προφορικού λόγου, αυτή που μπορεί να βάλει σε δοκιμασία συνομιλητές του... Γι’ αυτό είναι λιτό και μεστό. Δεύτερον, είναι επιλεκτική και αξιολογική η κριτική αναφορά σε καταστάσεις, σχέσεις και πρόσωπα. Και ακριβώς γι’ αυτό σοκάρει, ευθέως, το ερωτηματικό συμπέρασμά του. Επαναλαμβάνεται: «Αυτά και άλλα πολλά μας οδηγούν αναπότρεπτα στο ερώτημα: Το πολιτικό μας σύστημα όπως διαμορφώθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης, μ’ αυτά τα κόμματα εξουσίας, μ’ αυτά τα κόμματα της αριστεράς, μ’ αυτόν τον συνδικαλισμό, μ’ αυτή τη διοίκηση, μ’ αυτά τα Πανεπιστήμια, μ’ αυτή την αυτοδιοίκηση, μ’ αυτούς τους θεσμούς, μ’ αυτή τη δικαιοσύνη είναι ικανό να κάνει τις ανατροπές που χρειάζεται ο τόπος; Σε τελική ανάλυση: Αυτοί που μας οδήγησαν στην κατάρρευση μπορούν να μας σώσουν; Φοβάμαι ότι η απάντηση θα σκιάζει τα όνειρα μας και τους εφιάλτες μας».
Το φιλικό κέντρισμα ελπίζω να φανεί παραγωγικό και ο καλοπροαίρετος αναγνώστης δεν χρειάζεται να αναλωθεί σε δεύτερες σκέψεις, σκοπιμότητες κ.λπ. Απλά, πολύ απλά, η εύστοχη σκόπευση προβληματισμού εστιάζει την προσοχή στο κοινό πρόβλημα. Απροσδιόριστος ακόμα ο στόχος, κοινή η αγωνία. Κοινή η έγνοια, η πολιτική έγνοια, δύσκολη η λύση του προβλήματος. Όμως, ας ομολογηθεί, το φιλικό κέντρισμα ενεργοποίησε, καλύτερα ερέθισε, εκείνον τον ιδιόρρυθμο ασπάλακα που αρέσκεται να ψάχνει...
Το 1998, λοιπόν, Αύγουστος ήταν, δηλαδή εδώ και πολλά χρόνια και κάποιος άλλος αναρωτιόταν σε επιφυλλίδα εφημερίδας: «Ποιος θα διαδεχθεί τους πολιτικούς;». Επιλέγονται ορισμένα αποσπάσματα από το κείμενό του:
«...Πάντως ανθρώπινο δυναμικό από τον κοινωνικό στίβο δεν βλέπουμε να εισρέει στα κόμματα. Ο χωρισμός της κοινωνίας από την πολιτική μοιάζει όλο και πιο στεγανός...» Και,
«Πραγματικά, ποιος σοβαρός άνθρωπος σήμερα, πετυχημένος στην κοινωνική του σταδιοδρομία, με αίσθηση σεβασμού και αξιοπρέπειας, θα δεχόταν να συμφυρθεί στον υπάρχοντα κομματικό στίβο;». Και,
«Η ανθρώπινη ποιότητα μέσα στα κόμματα σήμερα μοιάζει τόσο υποβαθμισμένη που δημιουργεί απώθηση ή και αποτροπιασμό. Δεν είναι μόνο τα κρούσματα σκανδαλωδών παραπτωμάτων, αστικών και ποινικών, ούτε και η εμμονή της πλειοψηφίας του Κοινοβουλίου να τα αμνηστεύει με την βουλευτική ασυλία...». Και,
«Σίγουρα δεν είναι όλοι οι πολιτικοί άνδρες συσχηματισμένοι με τον ανθρωπολογικό τύπο του μονοδιάστατου κομματανθρώπου. Όμως αυτός ο τύπος όχι μόνο γίνεται ανεκτός (αν δεν πλειοψηφεί σαρωτικά) αλλά και κατακλύζει τη μικρή οθόνη...». Και,
«Ο σημερινός τύπος του πολιτικού φαίνεται μοιραίο να εκλείψει για λόγους αχρησίας, ίσως και κοινωνικής βλαπτικότητας. Αφήνοντας την ανάμνηση εκπεσμού και ντροπής. Με τι όμως θα αντικατασταθεί;». Και,
«Η σημερινή παρακμή και απαθλίωση του πολιτικού επαγγέλματος μοιάζει να εγκυμονεί την εξαφάνιση της ίδιας της πολιτικής λειτουργίας του κοινωνικού σώματος, τον πρωτογονισμό της παγίωσης μονοδιάστατου καταναλωτισμού. Και όπως πάντοτε στην Ιστορία, οι τελευταίοι (και κορυφαίοι) της παρακμής τροχίζουν από μόνοι τους το λεπίδι της καρμανιόλας που θα τους καρατομήσει».
Ο ελαφρά υποψιασμένος αναγνώστης δεν θα δυσκολευθεί να αναγνωρίσει την αιχμηρή, καίρια, όσο και προορατική γραφή του χαλκέντερου πολιτικού ανατόμου, του κ. Χρ. Γιανναρά. Παραμένει, ευτυχώς, οξύς, τολμηρός και ελευθερόφρων.
Ας επιτραπεί το σώψυχο: «Με αυτά και αυτά περάσαμε, Κώστα, μισόν αιώνα... Λίγο είναι μωρέ!».
xatzis@hotmail.com