Άλλα είχα στο νου μου να γράψω αυτή τη φορά και άλλα μου βγήκαν οι συζητήσεις και οι κριτικές που γίνονται αυτόν τον καιρό για την επανάσταση του 21, δεν ήταν δυνατόν να μ’ αφήσουν αδιάφορο.
Μου είναι εντελώς ανεξήγητο, πώς οι άνθρωποι αυτοί ξεστομίζουν τόσες κατηγορίες για τους ήρωες του 21. Είναι δυνατόν αναρωτιέμαι, να μην καταλαβαίνουν τη ζημιά που κάνουν στις παιδικές ψυχές και στο λαό μας, που άλλα άκουγαν απ’ τους δασκάλους και τους πατεράδες τους τόσα χρόνια κι άλλα ακούουν και βλέπουν τώρα.
Για την επίδραση και την απήχηση που έχει κάθε λόγος που γράφεται και ακούγεται, θα γράψω μια ιστορία, παρμένη απ’ τις παραμονές του μεγάλου ξεσηκωμού του 21.
Στο σπίτι του κυρ Νικόλα συγκεντρώνονταν τον τελευταίο καιρό, μέρα – παρά μέρα, πέντε έξι άνθρωποι ηλικιωμένοι και σοβαροί, απ’ αυτούς που τιμούσαν ιδιαίτερα οι Αθηναίοι και συζητούσαν για τις προετοιμασίες και την οργάνωση του ξεσηκωμού. Ο κυρ Νικόλας, πριν μπουν στο μεγάλο Οντά, φρόντιζε να μην είναι κανείς. Ο εγγονός του όμως ο Δημήτρης, τ’ άκουγε όλα απ’ το διπλανό κελάρι. Τ’ άκουγε και φτερούγιζε η καρδιά του, γιατί όλα ήταν για την Πατρίδα και τη λευτεριά.
Σήμερα όμως τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά. Θα μιλούσαν για τον άνθρωπο που θα πήγαινε το μήνυμα στους προεστούς απ’ τα γύρω χωριά, έξω απ’ την Αθήνα. Μπήκε από νωρίς στο κελάρι και κρύφτηκε καλά μην τον πάρουν χαμπάρι. Οι αρχόντοι δυσκολεύονταν να βρούν πρόσωπο, γιατί η αποστολή ήταν σοβαρή και επικίνδυνη και η συζήτηση μάκραινε χωρίς αποτέλεσμα.
Ξαφνικά ο Δημήτρης άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Εγώ θα πάω παππού, είπε θαρρετά. Είμαι μικρός και δεν θα με υποψιαστούν οι Τούρκοι. Τα ‘χασαν οι γερόντοι και κοιτάχθηκαν μεταξύ τους. Ύστερα από σκέψη έκαναν το σταυρό τους και αποφάσισαν. Εσύ θα πας Δημήτρη, έχεις μεγάλη καρδιά και θα τα καταφέρεις.
Την άλλη μέρα πρωί – πρωί, καβάλα στ’ άλογο ο Δημήτρης, με το μήνυμα στον κόρφο και το σύνθημα – ΣΙΤΑΡΙ – ΚΡΙΘΑΡΙ, στο νού, ξεκίνησε για τη μεγάλη αποστολή. Πριν φτάσει στην πύλη, καβαλίκεψε τα’ άλογο ανάποδα κι άρχισε να τραγουδά ανέμελα, κουνώντας το σκούφο του και κάνοντας αστεία για να ξεγελάσει τους Τούρκους και μην τον υποψιαστούν.
Αυτοί γελούσαν με τα καμώματα και τα χωρατά του και τον άφησαν να περάσει χωρίς κανένα έλεγχο.
Βγήκε απ’ την πόλη και προχώρησε αρκετά στο χωματόδρομο. Όταν ζύγωσε τους ανθρώπους που τον περίμεναν, κατέβηκε απ’ τ’ άλογο τους πλησίασε και όπως τον είχαν ορμηνέψει απ’ την Αθήνα τους είπε χαμηλόφωνα.
ΣΙΤΑΡΙ... Εκείνοι κοιτάχθηκαν ξαφνιασμένοι και δεν του μίλησαν.
ΣΙΤΑΡΙ... Ξανάπε το παιδί, χωρίς να πάρει και πάλι απόκριση.
ΣΙΤΑΡΙ... Φώναξε δυνατότερα για τρίτη φορά κι εκείνοι του απάντησαν.
ΚΡΙΘΑΡΙ – ΚΡΙΘΑΡΙ – ΚΡΙΘΑΡΙ, τρεις φορές και τον έσφιξαν δακρυσμένοι στην αγκαλιά τους. Παρέδωσε το φάκελο ο Δημήτρης και τους ακολούθησε περήφανος αυτό που πρόσφερε κι αυτός στη σκλαβωμένη Πατρίδα.
Μ’ ανοιχτό το στόμα παρακολουθούσαν τα παιδιά στην τάξη, και δεν τα χωρούσε το θρανίο. Γεμάτα αγωνία ανασηκώνονταν και κοίταζαν στα μάτια το ένα τ’ άλλο, αν τα κατάφερε ο Δημήτρης κι όταν στο τέλος άκουγαν ότι παρέδωσε το μήνυμα, χειροκροτούσαν και μονολογούσαν. Αμ τι θαρρούσαν οι Τουρκαλάδες. Δεν θα τους ξεγελούσε ο Δημήτρης τους μπουνταλάδες.
Μεσ’ τα μάτια μου την έχω αυτή την εικόνα και δεν θα τη χάσω μέχρι να πεθάνω. Με πολλή συγκίνηση θυμούμαι τα πρώτα χρόνια, μετά τον εμφύλιο, που γιορτάζαμε την 25η Μαρτίου. Το ταμείο δεν είχε δεκάρα και βάζαμε απ’ την τσέπη με τη Σχολική Εφορεία για τα έξοδα και ν’ αγοράσουμε λίγο λουκούμι και κονιάκ με σταφίδες να κεράσουμε τους πονεμένους κατοίκους, που αν και καταστραμένοι και ρημαγμένοι, παρακολουθούσαν με συγκίνηση και χαρά την Εθνική γιορτή.
Και τώρα; Τώρα, αντί να σκύβουμε το κεφάλι για το κατάντημα και τις ταπεινώσεις που περνάει η πατρίδα απ’ τα δικά μας φταιξίματα, σχολιάζουμε τους ήρωες του 21. Όλα τα ‘χουμε, αυτά μας μάραναν, που έλεγε και η συγχωρεμένη η Μαμάνα – η γιαγιά μου.