Τα τελευταία χρόνια αμφισβητήθηκε έντονα από πολλούς η ύπαρξη του λεγόμενου κρυφού σχολειού. Είναι, πάντως, προφανές ότι οι περισσότεροι αμφισβητίες της ύπαρξης των Κρυφών Σχολειών έχουν στόχο τη γενική και βαθύτερη αμφισβήτηση της προσφοράς της Ορθόδοξης Εκκλησίας στα σκοτεινά χρόνια της δουλείας του Γένους μας. Χρησιμοποιούν δε συνήθως τα εξής επιχειρήματα: 1. «Οι Οθωμανοί υπήρξαν ανεκτικοί σε θέματα πίστης και Παιδείας, συνεπώς θεωρείται απίθανο να οργανώθηκαν κρυφά σχολειά στους νάρθηκες των εκκλησιών» και 2. «Γιατί δεν υπάρχουν κείμενα της εποχής της Τουρκοκρατίας που να μαρτυρούν την ύπαρξη τέτοιων Κρυφών Σχολειών;».
Η απάντηση στο πρώτο επιχείρημα είναι ότι πράγματι δόθηκαν κάποια προνόμια στους υπόδουλους, όμως αυτά, σε διάφορες χρονικές περιόδους, όπως στις αρχές του 16ου αιώνα, που ο σουλτάνος Σελήμ Α΄, εκδήλωσε δημόσια την άποψη περί βιαίου εξισλαμισμού όλων των απίστων, ή στην περίοδο του σουλτάνου Μουράτ Δ΄ που απαγορεύτηκε οτιδήποτε δεν είχε σχέση με το κοράνι, αυτά καταπατήθηκαν. Επίσης η κατά τόπους οθωμανική πολιτική εφαρμοζόταν από διάφορους μπέηδες ή πασάδες, που μπορεί να ήταν φανατικότεροι, βιαιότεροι ή ιδιόρρυθμοι. Συμπερασματικά δεν μπορεί να αποδειχθεί ιστορικά η ελευθερία της εκπαίδευσης του Ελληνισμού, ούτε τοπικά, ούτε διαχρονικά στους τέσσερις, και για τη Θεσσαλία σχεδόν πέντε, αιώνες σκλαβιάς. Αλλά και αργότερα, κατά τον 18ο αιώνα, σε διάφορες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας υπήρξαν κρυφά Σχολειά, κι αυτό γιατί κάποιοι πασάδες δεν το επέτρεπαν.
Για να καταλάβουμε το μέγεθος των διώξεων κατά της ελληνικής Γλώσσας σε συγκεκριμένες περιοχές μπορούμε να ανατρέξουμε στο έργο του Αθανάσιου Κομνηνού Υψηλάντη. Εκεί ο συγγραφέας αναφέρει ότι κατά την επίσκεψή του στην Αίγυπτο, λίγο μετά το 1760, είδε στο παζάρι του Καΐρου να είναι εκτεθειμένες 30.000 κομμένες γλώσσες Ελλήνων (Αιγυπτιωτών), οι οποίοι επέμεναν να ομιλούν Ελληνικά παρά την απαγόρευση των τοπικών αρχών. Πώς λοιπόν, παρά τις διώξεις, διατηρήθηκε η ελληνική Γλώσσα; Μια άλλη περίοδος που απαγορεύτηκε τοπικά η εκπαιδευτική διαδικασία των υποδούλων ήταν αυτή των Ορλωφικών. Τότε μάλιστα ακόμα και ο διδάσκαλος του Γένους, Κοσμάς ο Αιτωλός, διέκοψε τις περιοδείες του και τους πύρινους λόγους που εκφωνούσε και κατέφυγε στο Άγιο Όρος. Αλλά ακόμα και στις αρχές του 20ού αιώνα(!) καταγράφονται ανάλογα προβλήματα και διώξεις στις αλύτρωτες πατρίδες του Ελληνισμού. Έτσι ο Γάλλος δημοσιογράφος Rene Puaux (Πυώ) γράφει: «Κανένα βιβλίο τυπωμένο στην Αθήνα (το ελεύθερο ελληνικό κράτος δηλαδή) δεν γινόταν δεκτό στα Σχολεία της Ηπείρου. Ήταν επιβεβλημένο να τα προμηθεύονται όλα από την Κωνσταντινούπολη. Η ελληνική Ιστορία ήταν απαγορευμένη. Στην περίπτωση αυτή λειτουργούσαν πρόσθετα κρυφά μαθήματα, όπου χωρίς βιβλία, χωρίς τετράδια, ο νεαρός Ηπειρώτης μάθαινε για τη μητέρα πατρίδα, διδασκόταν τον Εθνικό της Ύμνο, τα ποιήματα της και τους ήρωές της. Οι μαθητές κρατούσαν στα χέρια τους τη ζωή των δασκάλων τους (...) μια καταγγελία ήταν αρκετή.
Συμπερασματικά: «Τα Κρυφά Σχολειά ήταν απαραίτητα τους δύο πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας λόγω του κλίματος φόβου και τρόμου που επικρατούσε, στους δε επόμενους αιώνες... λειτουργούσαν είτε για να δώσουν λύση απέναντι στην ανθελληνική και αντιχριστιανική τακτική ορισμένων τοπικών Οθωμανών διοικητών, είτε για να διδάσκονται εκεί μαθήματα εθνικού προβληματισμού με στόχο την εκπλήρωση των πόθων του Γένους.
Ας έλθουμε τώρα στο δεύτερο ερώτημα των αρνητών του Κρυφού Σχολειού. Το ερώτημα αυτό κρίνεται επιεικώς αφελές. Αφού επρόκειτο για κρυφή δραστηριότητα που εγκυμονούσε κινδύνους για εκδικητικές συνέπειες από τους Τούρκους, αν το ανακάλυπταν, θα ήταν ανοησία για οποιονδήποτε κληρικό να εκδώσει γραπτή απόφαση περί Κρυφού Σχολειού ή έστω να καταγράψει ονόματα μαθητών, δασκάλων, ή πίνακες εξόδων, κ. α.
Αμέσως μετά την ανακήρυξη του ελεύθερου ελληνικού κράτους (1830) πολλοί λόγιοι και ιστορικοί κατέγραψαν τις προφορικές παραδόσεις για την ύπαρξη αυτών των Σχολείων. Έτσι ο Τσαριτσανιώτης διδάσκαλος του Γένους Κων/νος Οικονόμος εξ Οικονόμων στον επιμνημόσυνο λόγο του για τους Ζωσιμάδες αναφέρει κατά λέξη: «...η πανάγαθος Πρόνοια... διέταξε ψυχάς ευσεβείς και φιλοθέους... ομογενείς και ομόφρονας, αίτινες εν ταπειναίς Εκκλησίαις και απωκισμένοις μοναστηρίοις και εν σχολές μικραίς και πενιχραίς, διά της ιεράς διδασκαλίας, εμαίευον εις ζωήν τα πάτρια των αιχμαλώτων Ελλήνων φρονήματα». Ακόμα και ο Γιάννης Βλαχογιάννης αναφέρει σε κείμενό του: «...σ΄ όσα χωριά το μοναστήρι ήταν πολύ μακριά, έπρεπε το παιδί να κινήσει μ΄ άλλα και να τραβάει αξημέρωτα ανάμεσα στον αγριόλογγο.» Ο Τάσος Γριτσόπουλος αναφέρει ότι η λαϊκή παράδοση συνέδεσε το Κρυφό Σχολειό με την Ι. Μ. Φιλοθέου Δημητσάνας, την Ι. Μ. Στρατηγόπουλου, τη Μονή Ντίλιου (νησί Ιωαννίνων), ενώ και στην Ίο, σε παραλία κοντά στο λιμάνι και σε σπήλαιο, υπάρχει τοπωνύμιο «Κρυφό Σχολειό». Ο Σαρ. Καργάκος (εφ. «Εξουσία», 24/3/98) λέει κατά λέξη: «Ό,τι είναι θρύλος δεν είναι ψέμα» και συνεχίζοντας αναφέρει θέσεις Κρυφών Σχολειών ανά την επικράτεια (Βέργια Λακωνίας, Ι. Μονές Φανερωμένης, Τοπλού, Κρεμαστών, Μιραμπέλλου, Καρδαμίτζας, κ. α.). Ο Ν. Δραγούμης ιστορεί γεγονότα της ζωής του πατέρα του Μάρκου λέγοντας: «...ως εάν έφερε μεγαλόσταυρον εις τον λαιμόν και ταινίαν εγκάρσιον εις το στήθος, εκαυχάτο πάντοτε ο πατήρ μου ότι εδάρη υπό Οθωμανού χάριν των ελληνικών γραμμάτων ... επειδή δε τα Σχολεία διήγειραν τας υποψίας αυτών και κατέτρεχον παντοιοτρόπως, και διδάσκαλοι και μαθηταί εσοφίζοντο παντοίους τρόπους διά να αποφεύγωσι την οργήν των...». Αλλού διαβάζουμε «...εις το Σχολείον, εις εξ αυτών ιστάμενος πλησίον του παραθύρου ως κατάσκοπος έστρεφεν ανήσυχος πανταχού τα βλέμματα, έδιδεν προς τους άλλους την είδησιν ότι έβλεπεν Οθωμανόν ερχόμενον μακρόθεν..». Ας δούμε και κάποιες άλλες γνώμες των ιστορικών: «Οι διωγμοί των Τούρκων τυράννων ανάγκαζαν τα Ελληνόπουλα να πηγαίνουν κρυφά σε μοναστήρια και ξωκλήσια και σε σπηλιές και σε απόκρυφα μέρη να μαθαίνουν γράμματα, για να παίρνουν το πρώτο φως της γνώσης. Οι χώροι αυτοί αποτελούσαν τα «Κρυφά Σχολειά» της Τουρκοκρατίας Χρ. Στασινόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. «Εις την Εκκλησίαν μας οφείλομεν το αληθώς σωστικόν Κρυφό Σχολειό» Κ. Κολοβίνης. «Ω! Πόσον ωραίαι ήσαν αι σεληνοφεγγείς νύκτες, καθαρές, ας ο παις μετέβαινεν εις το σχολείον εν τη εκκλησία!» Σπ. Λάμπρος ιστορικός. «Η φυλή μας, σε σας Κρυφά Σχολειά, οφείλει την ανάστασή της.» Ι. Μουρέλλος ιστορικός. «Κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, εις τα απομακρυσμένα μοναστήρια, καλόγεροι εδίδασκαν τα Ελληνόπουλα και βραδύτερον η Ελλάς γέμισε Σχολεία» Δ. Κόκκινος ιστορικός – ακαδημαϊκός. «Οι δύο πρώτοι αιώνες (ενν. της Τουρκοκρατίας) ήταν ο καθαυτός καιρός του Κρυφού Σχολειού» Θ. Πετσάλης – Διομήδης. «Το Κρυφό Σχολειό καλλιεργούσε και δυνάμωνε την εθνική συνείδηση» Η. Βουτιερίδης ιστορικός. «Οι Τούρκοι απηγόρευαν αυστηρότατα την ίδρυσιν δημοσίων σχολείων από φόβον ότι οι Χριστιανοί αν εμορφώνοντο θα εγίνοντο δούλοι επικίνδυνοι και δυσκυβέρνητοι», Ιακ. Ρ. Νερουλός.
Τέτοιες παραδόσεις για την ύπαρξη τέτοιων Σχολείων υπάρχουν σε πολλές περιοχές της Θεσσαλίας, όπως μεταξύ άλλων στα μοναστήρια της Δυτ. Θεσσαλίας, του Ολύμπου ή του Πηλίου (Μακρινίτσα, Ανήλιο, Α. Λαυρέντιος, Μετόχι, Προμύρι, Τσαγκαράδα, κ. α.), ακόμα και στη Σκιάθο (Άγιος Γιάννης ο Κρυφός). Σύμφωνα με μια εργασία του πρωτεπιστάτη του Α. Όρους Ματθαίου Βατοπεδινού, στην Ι. Μ. του Α. Σπυρίδωνα Προμυρίου λειτουργούσε ένα τέτοιο Κρυφό Σχολειό. Σύμφωνα με τον Στ. Τσούκα, τέτοιο Κρυφό Σχολειό λειτουργούσε στις αρχές του 17ου αιώνα μέσα σ' ένα αρχοντικό του Ζάρκου, όπου σήμερα βρίσκεται το εκκλησάκι Άγιος Βησσάριος. Δάσκαλοί του αναφέρονται ο ιερέας Ησύχιος και κάποιος, ίσως μοναχός, Διονύσιος. Στην είσοδό του, μάλιστα, είχε ερμάρια- πιατοθήκες, για να μη γίνεται αντιληπτό από τους επισκέπτες. Φαίνεται πως αυτό το Σχολείο δικαιώνει τον τίτλο του κρυφού λόγω και της περιόδου που λειτούργησε: λίγο μετά την επανάσταση του Διονυσίου του Φιλοσόφου.
Γενικό συμπέρασμα: Όσοι αγνοούν ή σκόπιμα διαστρεβλώνουν τις ιστορικές πηγές και τις μαρτυρίες αμφισβητούν το γενικό εκπαιδευτικό έργο της Εκκλησίας μας. Μέσα στο κλίμα της ευρύτερης άρνησης εντάσσεται και η άρνηση της ύπαρξης του Κρυφού Σχολειού. Όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία δε χρειάστηκε ποτέ το ψέμα, γιατί έχει δώσει αίμα, δε χρειάστηκε και δεν τη βολεύει ο μύθος γιατί διαπνέεται από ήθος.
Ο Κων/νος Α. Οικονόμου είναι δάσκαλος – συγγραφέας