Η Σοφία εκείνο το μεσημέρι ήταν κάπως. Έφυγε απ’ το πανεπιστήμιο κακόκεφη, δεν πήγε στη φοιτητική λέσχη, όπως το συνήθιζε για φαγητό και τράβηξε ίσια για το σπίτι με τα πόδια.
Το κρύο ήταν τσουχτερό, αρχές Μαρτίου, τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς.
Δεν την πείραζε όμως, ανέβασε το γιακά του παλτού και προχώρησε.
Ήθελε να τη χτυπήσει ο ψυχρός αέρας στο πρόσωπο, να ξεθολώσει το μυαλό της για να μπορέσει να σκεφθεί. Στην πρόταση που της έκανε η φίλη της και συμφοιτήτριά της η Ελένη να περπατήσουν μαζί, γιατί έμεναν στον ίδιο δρόμο, αρνήθηκε.
«Όχι Ελένη, είμαι κακή παρέα σήμερα, θα σου χαλάσω και τη δική σου διάθεση».
«Γιατί βρε κορίτσι μου τι έχεις; Έγινε τίποτα με το Γιώργο;».
«Όχι φιλενάδα. Όλα είναι μια χαρά. Άλλο με απασχολεί αυτόν τον καιρό, αυτό που ξέρεις και που με βασανίζει. Ήταν λάθος μου, λάθος μου, έπρεπε να τα είχα βάλει τα πράγματα στη θέση τους απ’ την αρχή».
«Πάψε να βασανίζεσαι βρε Σοφία, δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα, σε ποιον αιώνα ζούμε τώρα να στεκόμαστε σ’ αυτά! Αγαπιέστε, τίποτα δεν πρόκειται να το αλλάξει αυτό».
«Αχ βρε Ελένη είσαι τόσο καλή, δεν μπορεί όμως να μην καταλαβαίνεις τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ο ρατσισμός αγάπη μου κυλάει στις φλέβες του Έλληνα μαζί με το αίμα του. Δεν ξέρω τι γίνεται αλλού...».
Η Σοφία ήταν μια καλλονή χωρίς υπερβολή. Ψηλόλιγνη με τέλειες αναλογίες, μελαψό αψεγάδιαστο δέρμα, μαύρα μαλλιά και πράσινα μάτια. Καταγόταν από μια πόλη της Θεσσαλίας. Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας και το μοναδικό κορίτσι.
Όμως είχε ένα... ελάττωμα, για τις κοινωνίες που δεν έχουν αποβάλει ακόμα από μέσα τους το ρατσισμό.
Ήταν τσιγγάνα. Δεν ντρεπόταν για τη φυλή της, υπεραγαπούσε τους γονείς και τ’ αδέρφια της και ήταν περήφανη γι’ αυτούς, που πάλεψαν με νύχια και με δόντια, που λέει ο λαός, για να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο. Και τα κατάφεραν, παρ’ όλες τις δυσκολίες και τα τείχη που ορθώνονταν μπροστά τους σε κάθε τους προσπάθεια.
Οι γονείς της ασχολούνταν με το εμπόριο. Τ’ αδέρφια της σπούδασαν όλα και η ίδια μπήκε απ’ τους πρώτους στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης.
Στα πρώτα μαθητικά της χρόνια αντιμετώπισε κάποιες δυσκολίες στο σχολείο της γειτονιάς της. Όμως σιγά – σιγά αυτό με τον καιρό ξεπεράστηκε.
Τα παιδιά τα βρίσκουν μεταξύ τους, όταν δεν επεμβαίνουν οι μεγάλοι για να δηλητηριάσουν τις φιλίες τους.
Στο πανεπιστήμιο ήταν ακόμα πιο καλά τα πράγματα. Έκανε πολλές φιλίες και μια σχέση.
Ο Γιώργος ήταν ο αγαπημένος της κι ο κόσμος όλος.
Ήταν απ’ την ίδια πόλη, αλλά φυσικά, εκείνος δεν... ήξερε ότι η αγαπημένη του ήταν τσιγγάνα.
Πορεύονταν ευτυχισμένοι, σπίτι, πανεπιστήμιο, παρέες, συγκεντρώσεις και ανέμελη ζωή. Ώσπου τρύπωσε η ανησυχία και η αμφιβολία στην ψυχή της Σοφίας.
Άραγε πώς θ’ αντιδρούσε ο Γιώργος αν μάθαινε πως είναι τσιγγάνα!
Καλλιεργώντας το αυτό, θέριεψε μέσα της κι άλλο δεν σκεφτόταν τον τελευταίο καιρό, παρά μόνο πώς θα πει στον Γιώργο για την καταγωγή της.
Εκείνο το μεσημέρι που γύρισε στο σπίτι κακόκεφη, είχε αποφασίσει να του τηλεφωνήσει, να ζητήσει να συναντηθούν και να του πει όλη την αλήθεια.
Δεν πρόλαβε όμως. Πήρε ένα γρήγορο τηλεφώνημα από κείνον, που της έλεγε πως φεύγει για την πόλη τους και θα συναντιόταν στο σπίτι του, την τελευταία αποκριά, στο μπαλ-μασκέ που θα έδινε και που ήταν καλεσμένη απ’ τους πρώτους.
Ήταν όλα κανονισμένα από μέρες. Θα πήγαιναν όλοι μεταμφιεσμένοι και στο τέλος της βραδιάς, θα έβγαζαν τις μάσκες τους.
Εκεί θα γινόταν και η γνωριμία της Σοφίας με τους γονείς του. Αυτή τη σχέση ο Γιώργος την έβλεπε πολύ σοβαρά...
Το σαλόνι του Γιώργου κατάμεστο από μεταμφιεσμένες νεανικές φιγούρες. Κλόουν, κολομπίνες, πιερότοι, σπανιόλες, γκέισες, ζορό... και σε μια απόμερη γωνιά ένα μαύρο ντόμινο.
Η βραδιά είχε πολύ κέφι, ζωντάνια, νεανικό σφρίγος. Χορός, μουσική, ξέφρενο γλέντι και ένας μπουφές γεμάτος με όλα τα καλά της γης.
Είχε συμφωνηθεί από πριν να μη μιλάνε οι καλεσμένοι, για να μην τους προδώσει η φωνή τους. Συνεννοούνταν με νοήματα και πού και πού ακουγόταν και κανένα πνιχτό γέλιο.
Εκείνο το ντόμινο είχε κινήσει την περιέργεια όλων.
Ποιος να κρυβόταν άραγε κάτω από εκείνη την κατάμαυρη μάσκα! Ήταν άντρας, γυναίκα, τι!
Κόντευε να ξημερώσει, όλοι κουρασμένοι... άδειασαν τις υπάρξεις τους στις αναπαυτικές πολυθρόνες... Όλοι, εκτός απ’ το μαύρο ντόμινο... Πού ήταν το μαύρο ντόμινο!!!
Έψαξαν παντού. Στις κρεβατοκάμαρες, στο μπάνιο, στις βεράντες... Κόντευε η ώρα της αποκάλυψης. Ήρθαν και οι γονείς στο σαλόνι, για να γνωρίσουν την περιβόητη Σοφία, που είχαν ακούσει τόσα πολλά και καλά απ’ το γιο τους.
Έπεσαν οι μάσκες... αλλά η Σοφία πουθενά. Μήπως δεν είχε έρθει καθόλου; Μήπως ήταν εκείνη με το μαύρο ντόμινο; Αλλά γιατί να φύγει!
Ο Γιώργος πήρε παράμερα την Ελένη.
«Εσύ ξέρεις... πες μου θα πεθάνω απ’ την αγωνία μου».
Και του είπε η Ελένη.
«Γιώργο πρέπει να μάθεις, η Σοφία είναι... τσιγγάνα, αυτή ήταν το μαύρο ντόμινο. Δεν είχε το θάρρος να μείνει ως το τέλος, με παρακάλεσε να σου το πω εγώ, δεν τα κατάφερε εκείνη τόσον καιρό, φοβόταν μήπως σε χάσει».
Αλλά ο Γιώργος δεν έδειξε να εκπλήσσεται...
«Αυτό ήταν λοιπόν; Το ήξερα Ελένη. Αυτό δεν πρόκειται να επηρεάσει καμιά κατάσταση. Δεν θ’ αλλάξει τίποτα, πήρα την απόφασή μου εδώ και καιρό, μίλησα και με τους γονείς μου. Ο πατέρας μου έχει ανοιχτό μυαλό δεν υπήρξε πρόβλημα, της μάνας μου λιγάκι της κακοφάνηκε, αλλά αφού με είδε αποφασισμένο δεν ξαναμίλησε.
Νομίζω αν γνωρίσει τη Σοφία θα της φύγει και η παραμικρή αμφιβολία. Θα την κερδίσει αμέσως. Έχει τέτοια ομορφιά και δύναμη ψυχής αυτό το κορίτσι... Πήρε το τηλέφωνο.
«Έλα αγάπη μου, το μεσημέρι στο γνωστό «καφέ». Μου μίλησε η Ελένη, θα τα πούμε από κοντά... κανένα πρόβλημα, φιλιά, καληνύχτα, ή μάλλον καλημέρα...».
Καλλίτσα Γκουράβα – Δικτα
Λογοτέχνις - Συγγραφέας