Αναμφισβήτητα ο συνδικαλισμός ως πηγή έκφρασης, μέσο προστασίας δικαιωμάτων αλλά και διεκδίκησης και ικανοποίησης αιτημάτων των εργαζομένων θεωρείται αναπόσπαστο στοιχείο μιας δημοκρατικής κοινωνίας και σίγουρα δεν είναι λίγα τα επιτεύγματα, που προέκυψαν κατά καιρούς από τους αγώνες των εργαζομένων και με την καθοδήγηση άξιων συνδικαλιστικών ηγεσιών τους.
Η καθημερινή πρακτική απέδειξε, ωστόσο, ότι δύο μορφές συνδικαλισμού, αυτή του κυβερνητικού και αυτή του επαγγελματικού, αρκετές φορές όχι μόνο δεν εξυπηρέτησαν τα συμφέροντα των εργαζομένων, αλλά αποτέλεσαν και αποτελούν τροχοπέδη και ανοιχτές πληγές του συνδικαλιστικού κινήματος.
Αυτό συνέβη γιατί ο κυβερνητικός συνδικαλιστής κουβαλά, ταυτόχρονα, δύο ιδιότητες, αυτή του αιρετού εκπροσώπου των εργαζομένων και αυτή του ενεργού στελέχους του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος. Ως εκ τούτου είναι αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να αγωνίζεται, ταυτόχρονα, και για τα συμφέροντα των εργαζομένων, που εκπροσωπεί, και του κόμματος, που κυβερνά. Και επειδή, συνήθως τα συμφέροντα των πρώτων είναι εκ διαμέτρου αντίθετα με αυτά του κόμματος, οπότε πρέπει να διαλέξει με ποιον θα συνταχθεί, μια που τα κόμματα, πόσο μάλλον τα κυβερνητικά, έχουν τον τρόπο να δελεάζουν και να εκμαυλίζουν συνειδήσεις, θυσιάζει, συνήθως, στο βωμό του προσωπικού συμφέροντος και της κομματικής σκοπιμότητας τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει, επίσης, και με τους συνδικαλιστές επαγγελματίες του είδους. Αυτοί, πέραν του ότι η συντριπτική τους πλειοψηφία είναι ταυτόχρονα και κομματικά στελέχη, οπότε και ταυτίζονται, ως εκ τούτου, τις περισσότερες φορές με τα συμφέροντα των κομματικών τους φορέων, πάσχουν και σ’ ένα άλλο σημείο.
Είτε λόγω της αξιοσύνης τους είτε λόγω της αναγνωρισιμότητάς τους είτε λόγω κομματικής γραμμής καταφέρνουν να επικρατούν για πολλά χρόνια και χωρίς διακοπή στις συνδικαλιστικές εκλογές, μέχρι σημείου που να δίνουν την αίσθηση ότι έχουμε να κάνουμε με επαγγελματίες συνδικαλιστές. Αυτό από μόνο του δεν είναι,ίσως, κακό. Κακό είναι ότι με τις διευκολύνσεις, που παρέχει ο Νόμος, κάποιοι απ’ αυτούς ξεκόβουν επί χρόνια ως εργαζόμενοι απ’ το αντικείμενο δουλειάς τους και συμπεριφέρονται πιο πολύ ως κομματικά παρά ως συνδικαλιστικά στελέχη, μ ̓ ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους εργαζόμενους, που εκπροσωπούν.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες και για να απαλλαγούμε, έστω εν μέρει, απ’ τις βλαβερές συνέπειες του κυβερνητικού συνδικαλισμού, μια που θέλοντας και μη το τελευταίο διάστημα διανύουμε περίοδο αλλαγών, μήπως θα έπρεπε να ρυθμιστεί διά νόμου να μην επιτρέπεται να συγκεντρώνει κανείς στο πρόσωπό του, ταυτόχρονα, και τις δύο ιδιότητες αλλά να επιλέγει τη μια μόνο απ’ αυτές, αλλιώς πώς να έχει κώλυμα στην άσκηση των καθηκόντων του;
Μήπως θα έπρεπε, επίσης, να θεσμοθετηθεί η εναλλαγή χρονικών περιόδων άσκησης συνδικαλιστικών καθηκόντων και επιστροφής στο χώρο εργασίας, προκειμένου να μειωθούν οι αρνητικές συνέπειες απ’ τη δράση των επαγγελματιών συνδικαλιστών;