Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Ο αρχηγός της ΝΔ Αντώνης Σαμαράς είχε χαράξει μια συγκεκριμένη πολιτική στρατηγική, με στόχο τις εκλογές, επιτιθέμενος συνεχώς κατά της κυβερνήσεως και προσωπικά κατά του Γιώργου Α. Παπανδρέου.
Η ρητορική του (αλλά όχι και η ουσία της πολιτικής του) ήταν σαφώς αντιμνημονιακή, ηρνείτο δε επιμόνως να δώσει συναίνεση στις αποφάσεις της κυβερνήσεως, έστω και αν πολλάκις υπερψήφιζε κάποιες διατάξεις εφαρμοστικών νόμων ή νόμους, όπως για τα ΑΕΙ.
Αντιλαμβανόμενος ότι η κοινωνία παραμένει καζάνι που βράζει, ευελπιστούσε να καρπωθεί το αντιμνημονιακό αίσθημα των πολιτών, προς τούτο είχε κάνει σημαία του το αίτημα για επίσπευση των εκλογών, ένα αίτημα το οποίο (για τους δικούς της λόγους) προβάλλει και η Αριστερά, ένα αίτημα, το οποίο, σε τελική ανάλυση, εκφράζει μεγάλα τμήματα του εκλογικού σώματος, αν και όχι πλειοψηφικά.
Και δεν συμβαίνει αυτό (καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, από τις οποίες προκύπτει ότι η κοινή γνώμη είναι διχασμένη, μεταξύ μίας κυβερνήσεως συνεργασίας και των εκλογών), καθώς είναι ασφυκτική η πίεση που δέχεται η κοινωνία, όχι μόνο από τα μέτρα που λαμβάνονται εις βάρος της, αλλά και από την επικοινωνιακή τρομοκρατική καταιγίδα, σύμφωνα με την οποία οφείλει να μην αντιστέκεται, γιατί η χώρα θα χρεοκοπήσει και (το πλέον άμεσο) δεν θα εκταμιευθούν τα δανεικά και θα υπάρξει στάση πληρωμών.
Όμως, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν με βάση τον αρχικό σχεδιασμό του Αντώνη Σαμαρά, καθώς οι δανειστές της χώρας δεν ήθελαν διάσπαση του μνημονιακού (αστικού) μετώπου, αφ’ ης στιγμής ο αρχηγός της ΝΔ δεν αναλάμβανε ευθέως τη συνευθύνη για την επικύρωση της δανειακής συμβάσεως της 27ης Οκτωβρίου και έτσι ξεκίνησε ένας αφόρητος κύκλος νέων πιέσεων και προς την ηγεσία της Λεωφόρου Συγγρού.
Οι εν λόγω πιέσεις υπήρχαν όλο το προηγούμενο διάστημα, αλλά ο Α. Σαμαράς επέμενε να τις αγνοεί, ωστόσο, αυτές διατυπώθηκαν ευθέως, τόσο στις Κάννες από τον Πρόεδρο της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί, όσο και τις επόμενες ημέρες από τις ΗΠΑ και κυρίως μέσα από τα σπλάχνα «αδελφών», προς τη ΝΔ, κομμάτων του ΕΛΚ, με προεξάρχον αυτό των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών.
Την ίδια στιγμή αρκετοί «γαλάζιοι» βουλευτές, με καθαρόαιμο ευρωπαϊκό και νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό (σε συνεργασία με «ομολόγους» τους του ΠΑΣΟΚ) ξεκίνησαν διαδικασία με την οποία υπεδείκνυαν την ανάγκη να υπάρξει συνεργασία, όπως δε εγράφη στην ίδια κατεύθυνση κινούνταν οι δύο αντιπρόεδροι της ΝΔ οι κ. Σταύρος Δήμας και Δημ. Αβραμόπουλος, οι οποίοι εισήλθαν στην κυβέρνηση Παπαδήμου.
Ο αρχηγός της ΝΔ δεν είχε πολλά περιθώρια ελιγμών: Και αρχικώς ζήτησε την παραίτηση του Γιώργου Α. Παπανδρέου, τη συγκρότηση μιας «μεταβατικής κυβερνήσεως», από μη πολιτικά πρόσωπα, η οποία μέσα σε περίπου 6 εβδομάδες θα ψήφιζε τη δανειακή σύμβαση και στη συνέχεια θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές.
Ήταν η πρώτη φορά που ο Α. Σαμαράς δήλωνε ευθέως πως η ΝΔ θα ψηφίσει τη δανειακή σύμβαση, ο δε Γ. Παπανδρέου, ταπεινωμένος από τις πιέσεις που είχε δεχθεί τις Κάννες «πήρε πίσω» την απόφαση για δημοψήφισμα και αρχικώς άφηνε να εννοηθεί ότι θα αποχωρήσει από την πρωθυπουργία.
Επισημαίνεται ότι κανείς εκ των δύο δεν διατύπωνε ευθέως τη θέση του: Ο Α. Σαμαράς υπαινισσόταν ότι θα ψηφίσει τη δανειακή σύμβαση (όταν τη χαρακτήριζε αναπόφευκτη) ο δε Γ. Παπανδρέου υπαινισσόταν την παραίτησή του.
[Για ιστορικούς λόγους θυμίζουμε πως ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν αποχώρησε, τον Ιανουάριο του 1996, από την ηγεσία της κυβερνήσεως και του ΠΑΣΟΚ, δεν υπέβαλε καμία παραίτηση, αλλά την υπαινισσόταν σε μια δήλωσή του προς την Κεντρική του Επιτροπή. Ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος εξέλαβε εκείνη τη δήλωση ως παραίτηση και έτσι προχώρησε τις διαδικασίες ώστε να αρθεί το τότε πολιτικό αδιέξοδο.
Υπό την πίεση των πραγμάτων ο Αντώνης Σαμαράς υπαναχώρησε από σχεδόν όλες τις απαιτήσεις του για να δώσει συναίνεση, πέραν εκείνης που αφορούσε στην παραίτηση Παπανδρέου. Υπαναχώρησε από τη (υπαινισσόμενη) άρνησή του να ψηφίσει τη δανειακή σύμβαση, από τον όρο οι εκλογές να διεξαχθούν στις 4 Δεκεμβρίου και από την αρχική του θέση του η νέα μεταβατική κυβέρνηση να μην είναι πολιτική.
Έξι στελέχη πρώτη γραμμής της ΝΔ (έστω μη κοινοβουλευτικά) μετέχουν στην κυβέρνηση Παπαδήμου, η δε ημερομηνία των εκλογών αν και έχει καταρχήν οριστεί για τις 19 Φεβρουαρίου, φαίνεται ότι «παίζεται».
Ο αρχηγός της ΝΔ δέχθηκε πιέσεις από στελέχη και βουλευτές της «λαϊκής δεξιάς» του κόμματος ώστε να μην συμπράξει με το ΠΑΣΟΚ (αυτές κορυφώθηκαν όταν φάνηκε να συμφωνεί με τη λύση Πετσάλνικου) κατεγράφησαν δε εσωτερικές συγκρούσεις, με ιδεολογική αφετηρία, μεταξύ της «λαϊκής» δεξιάς και των ευρωπαϊστών – «μνημονιακών», αλλά θεωρείται βέβαιο ότι θα υπάρξουν νέες ισχυρές πιέσεις από τη «γαλάζια» κομματική βάση για τη συναινετική του στάση (ιδιαίτερα ότι θα εξελίσσεται το κυβερνητικό έργο) ενώ είναι δεδομένο ότι χάνει το προνόμιο, για λογαριασμό του αστικού πολιτικού κόσμου, να καταγγέλλει το Μνημόνιο και να ευνοείται από το αντιμνημονιακό αίσθημα της κοινωνίας.
Τώρα η ΝΔ γίνεται και αυτή μέρος του προβλήματος, μπαίνει στο «κάδρο», αφού μετέχει στην κυβέρνηση Παπαδήμου και πιθανώς χάνει την όποια δυνατότητα είχε (αν είχε) να ζητήσει επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου.
Υπό την πίεση των καταστάσεων, ο Αντώνης Σαμαράς υποχρεώθηκε να βάλει νερό στο κρασί του, αποδεχόμενος (όσο και αν υποστηρίζει ότι δεν συγκυβερνά) να μοιραστεί με το ΠΑΣΟΚ και τον ΛΑΟΣ το πολιτικό κόστος, που απορρέει από τη συμμετοχή στην κυβέρνηση, ενώ η ικανοποίηση του αιτήματός του να αποχωρήσει ο Γιώργος Παπανδρέου δεν είναι βέβαιο ότι αντισταθμίζει αυτό το κόστος.
Η συμμετοχή στη νέα κυβέρνηση 4 στελεχών του ΛΑΟΣ (και η στήριξη που δίνει η Ντόρα Μπακογιάννη) μετριάζει κάπως τις εντυπώσεις στην Κεντροδεξιά πολυκατοικία, καθώς όλοι οι ένοικοί της συμπράττουν στο «μνημονιακό μέτωπο».
Απαιτούνται επιδέξιοι και λεπτοί χειρισμοί εκ μέρους του Αντώνη Σαμαρά, αφενός για να μην απολέσει την επαφή του με το αντιμνημονιακό αίσθημα της κοινωνίας και ταυτόχρονα να μην κατηγορηθεί ότι υπονομεύει την κυβέρνηση Παπαδήμου.