Το τζάκι, το μαγκάλι, η πυροστιά, ή ό,τι άλλο προτιμάτε για περιγραφή, ανάλογα από πού κατάγεστε ή ό,τι χαϊδεύει πιο γλυκά το αυτί σας, αναμμένο, και μπροστά στο σκαμνί, το εγγόνι, ή (κατά προτίμηση) τα εγγόνια, πιο κει ο γάτος να χουζουρεύει γουργουρίζοντας ικανοποιημένος, και στο κέντρο του δωματίου ο παππούς ή η γιαγιά, στην κουνιστή ξύλινη πολυθρόνα, με το κουβερτάκι στα πόδια, και τα γυαλιά να κρέμονται στη μύτη, να διηγούνται ακούραστα με τις ώρες παραμύθια στα παιδιά.
Τι ειδυλλιακή εικόνα για την τρίτη ηλικία, μα τόσο μακριά απ’ την πραγματικότητα, σαν εκείνο το πορτρέτο του γέρου ναυτικού με την πίπα στο στόμα, που κοσμούσε τους τοίχους των λαϊκών σπιτιών. Αυτή ήταν η εικόνα που είχαμε για τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, αυτήν περιμένανε και τα παιδιά μας να ζήσουν. Εις μάτην. Διότι η φύση άλλα προστάζει…
Είχα έναν καλό γείτονα, τον κύριο Χρήστο, καθηγητή στα νιάτα του σε πολλά Πανεπιστήμια, μεταξύ αυτών και της Λειψίας... Τέσσερις γλώσσες, συγγραφικό έργο, διεθνείς βραβεύσεις, μειλίχιος και ήρεμος σαν αρνί, να μην ακούς τη φωνή του, να πλησιάζεις το αυτί στο στόμα για να τον ακούσεις… Μου διηγούνται, όσοι τον ήξεραν στα νιάτα του, ότι μεγάλωσε ο γλυκός αυτός άνθρωπος, και γινόταν δύστροπος και απότομος. Ζούσε μόνος με μια υπηρέτρια τα τελευταία πενήντα χρόνια. Ένα βράδυ τον πέτυχα με τις πιτζάμες, στον ακάλυπτο, να φωνάζει την υπηρέτρια, ενώ εκείνη ήταν δίπλα του. Ένα άλλο χειμωνιάτικο πρωί, ξεκινώντας αξημέρωτα για δουλειά, τον βρήκα πίσω από το τζάμι της εξώπορτας, με τα σώβρακα, ξυπόλυτο και με την ταυτότητα στο χέρι, να κοιτάζει προς το δρόμο με αγωνία... «Τι κάνετε κύριε Χρήστο μου πρωί πρωί»;
Μου συστήθηκε, ονοματεπώνυμο, σαν μαθητής, μου έδειξε και την ταυτότητα σε περίπτωση που αμφέβαλα, «μήπως είδατε αν πέρασε το σχολικό ή ακόμα;» με ρώτησε. Πέθανε ο γλυκός μας κύριος Χρήστος που λάμπρυνε τις Πανεπιστημιακές αίθουσες, που ζήλεψαν το μυαλό και τη σκέψη του, και η μοίρα του επιφύλασσε τέτοια κατάπτωση. Κι άλλες περιπτώσεις, μακρινές αλλά και κοντινές μας, κάθε μέρα ακούω και βλέπω, για την καταρράκωση του ανθρώπινου μυαλού, την αποδόμηση της προσωπικότητας, την επιστροφή στην απόλυτη αφασία, στην άνοια, όπως έχει εξελιχθεί η μάστιγα που φέρει το όνομα του κυρίου Alzheimer, και με πιάνει κρύος ιδρώτας στην πιθανότητα να ταλαιπωρήσω κι εγώ αργότερα τους οικείους μου, την κοινωνία, και τον εαυτό μου.
- «Αυτό εδώ είναι το σπίτι μου»; Μου διηγείται φίλη για τη μητέρα της.
- «Ψέματα μου λες, πήγαινέ με σπίτι μου, εσύ ποια είσαι»;
- «Η κόρη σου είμαι μαμά.
- «Αποκλείεται, η κόρη μου θα με περιποιούταν, εσένα δεν σε ξέρω, θέλω να πάω σπίτι μου»...
Έκλαιγε με μαύρο δάκρυ η φίλη. Ξέρεις τι είναι να έχεις θυσιάσει 10 χρόνια της δημιουργικότητάς σου, της ηρεμίας και της ζωής σου, να έχεις ξεχάσει ταξίδια, εξόδους, κι εκδρομές, γιατί ζεις με το άγχος πότε θα χτυπήσει το τηλέφωνο, να σου ζητήσει βοήθεια η κοπέλα που την φροντίζει;
- «Παρακαλώ ελάτε, παρακαλώ, ντεν ακούει τίποτα παρακαλώ, με κτύπησε».
Και μετά απ’ αυτά να σου λέει, εσύ δεν είσαι η κόρη μου, πού είναι η κόρη μου; Ποιους να πρωτοπαρηγορήσεις, όλα αυτά τα σπίτια που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα; Κινδυνεύοντας να πάρει διαστάσεις επιδημίας; Ας μην ξεχνάμε λοιπόν την προσφορά στους ανθρώπους, που προσέφεραν μια ζωή στο κοινωνικό σύνολο και τώρα αδύναμοι και βασανισμένοι επαφίενται στη φροντίδα μας.
Ο πολιτισμός και η ιστορία μας επιβάλλουν να τους κρατήσουμε με τρυφερότητα το χέρι, για όσο ακόμα υπάρχουν, γιατί έτσι θα διατηρήσουμε κάτι που κανένα Alzheimer δεν μπορεί να σβήσει, τη μνήμη της ανθρωπιάς μας.