Ο Δημήτριος γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στο βλαχοχώρι Σαμαρίνα των Γρεβενών. Σε ηλικία 15 ετών εγκατέλειψε τα εγκόσμια και έγινε μοναχός σε μοναστήρι της περιοχής. Αφού πέρασε κάποια χρόνια με προσευχή, νηστεία και γενικά με ασκητικό τρόπο, αποφάσισε, καθοδηγούμενος από θείο ζήλο, να εξέλθει από τη Μονή και να κηρύξει το Ευαγγέλιο στα θεσσαλικά χωριά. Εκείνη την εποχή θανάσιμοι κίνδυνοι περικύκλωναν τους Χριστιανούς λόγω της επανάστασης του παπα-Θύμιου Βλαχάβα και της επακόλουθης εκδικητικότητας των Τούρκων. Κάποιοι λοιπόν Μωαμεθανοί κατήγγειλαν τον Δημήτριο με την αιτιολογία πως με το κήρυγμά του εμφανιζόταν ως υποκινητής του παπα-Θύμιου. Συνελήφθη αμέσως και οδηγήθηκε στον διαβόητο Αλή πασά στον οποίο ομολόγησε την πίστη του και το σκοπό της διδασκαλίας του, που δεν ήταν άλλος παρά η παρηγορία των θλιβομένων συμπατριωτών του. Ο Αλής, παρόλο που δεν βρήκε στη ομολογία του κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο, διέταξε το σκληρό βασανισμό του. Του έμπηγαν καλαμένιες ακίδες στα νύχια των χεριών του και των ποδιών του, του έδεναν το κεφάλι με αλυσίδα, την οποία την έσφιγγαν τόσο που έσπασε, ενώ συγχρόνως του ζητούσαν να ομολογήσει την «ενοχή» του. Όμως ο ίδιος υπέφερε γενναία μέχρι που οι βασανιστές του απηύδησαν απ΄ την κούρασή τους. Εν συνεχεία ρίχτηκε στη φυλακή. Την επομένη ο τύραννος έδωσε εντολή να τον κρεμάσουν ανάποδα, πράγμα που έγινε. Άναψαν συγχρόνως κάτω από το κεφάλι του ρητινώδη ξύλα. Έτσι το κεφάλι του κατακαιγόταν και ο ίδιος εξαιτίας του καπνού δεν μπορούσε να ανασάνει. Φοβούμενοι οι βασανιστές του μήπως πεθάνει πρόωρα ο Μάρτυρας, τον κατέβασαν. Έπειτα τον ξάπλωσαν ανάσκελα στο έδαφος και τοποθέτησαν στο στήθος του μια σανίδα πάνω στην οποία πηδούσαν οι βασανιστές του για να του συντρίψουν τα οστά. Ένας Οθωμανός απ’ την Καστοριά, βλέποντας το θάρρος του Δημητρίου, έγινε Χριστιανός και συνελήφθη απ' τους στρατιώτες του Αλή. Πάντως η αντοχή και το θάρρος του Μάρτυρα προξένησαν γενικά αισθήματα συμπάθειας και μεγάλου θαυμασμού και προς τον ίδιο και προς την ορθόδοξη πίστη του σε μεγάλο πλήθος Μουσουλμάνων και μη, που παρακολουθούσαν το μαρτύριο του Αγίου. Αυτό εξαγρίωσε περισσότερο τον Αλή, οδηγώντας τον στην απόφαση να διατάξει τον αργό και βασανιστικό θάνατο του Δημητρίου. Έτσι, μετά από διαταγή του τυράννου, ο Δημήτριος κτίστηκε μέχρι το λαιμό του μέσα σε τοίχο! Μάλιστα για να επιβραδυνθεί ο θάνατός του, διέταξε να τον ταΐζουν ρίχνοντάς του τροφή στο στόμα. Ο Μάρτυρας, που μόνο ν΄ αναπνεύσει πια μπορούσε, διαρκώς προσευχόταν και επικαλούνταν τη βοήθεια του Κυρίου. Το μαρτύριό του έληξε μετά από δέκα ολόκληρες μέρες. Τη 18η Αυγούστου παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Κυρίου.
Ο Leake περιγράφει το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου εκ Σαμαρίνης
«Του έμπηξαν αργά-αργά βελόνες από καλάμια στα νύχια των χεριών και των ποδιών του, τρυπώντας και τα μπράτσα του (...) όταν τέλειωσε το βασανιστήριο με ταις βελόνες, του έβαλαν στο κεφάλι του σιδερένια κρικωτή αλυσίδα, την οποία έσφιγγαν με δύναμη και όταν επιτέλους κουράστηκαν οι δήμιοι, ανέβαλαν για την επομένη τη συνέχεια των βασάνων, οπότε ο μάρτυρας κρεμάστηκε πάνω από φωτιά, έχοντας το κεφάλι προς τα κάτω. Η φωτιά από ρητινώδη ξύλα τον έπνιγε και κατέτρωγε το δέρμα του κρανίου του. Φοβούμενοι οι δήμιοι μήπως πεθάνει ο μάρτυρας, τον απέσυραν, τον έριξαν στο χώμα και βάζοντας πάνω στο στήθος του μια σανίδα πηδούσαν πάνω της για να του συντρίψουν τα κόκαλα και μετά τον έκτισαν μέσα σε τοίχο έχοντας ελεύθερο μόνο το κεφάλι του. Για να παρατείνουν δε το μαρτύριό του και την οδύνη του του έδιναν και τροφή».
* Επ. Φαρμακίδης, Η Λάρισα, εκδ. Γνώση, Λάρισα 2001, σ. 176.
www.scribd.com/oikonomoukon kao@in.gr